Τετάρτη, Φεβρουαρίου 28, 2007


Signature
A.K.
Βαρομετρικό χαμηλό.
Ο βοριάς, που τ’ αρνάκια παγώνει
και τα σπουργίτια…
ένα σμάρι αγριοπερίστερα κάνει σχηματισμούς της θύελλας,
ενώνεται, φτιάχνει μια μαύρη μπάλα,
σκορπάει ξανά, συμμετρικά, τεντώνει φτερά, στροβιλίζεται, πλαγιάζει στο γκρίζο, ξαναμαζεύει, συμμετρικά πάντα, θυμάμαι τον Escher,
κανονική διαίρεση επιπέδου.
Παλιά, κατέγραφα μέσα μου, κάποτε σημείωνα με μολύβι, η ομορφιά άφηνε απλά το χνάρι της στην καρδιά .
Αυτό, παλιά…
Το σήμερα είναι αλλιώς.
Το σήμερα, διαρρηγνύει την ερημία, σαν το μπουμπούκι απ’ τα τριαντάφυλλά μου, που ανακάλυψε ξάφνου το φως κι αφέθηκε ν’ ανοίγει τα πέταλα, και γίνεται ώριμο άνθος.
Αυτό όμως, παράγει μία νέα ερημία, απείρως οδυνηρή,
κανονική διαίρεση ζωής.
Σχάση.
Διότι το βαρομετρικό είναι χαμηλό και πουθενά δεν υπάρχει έστω και λίγο φως, να ευνοήσει την παραγωγή ομορφιάς. Και την ευλογημένη της ζωής ωριμότητα.
Τίποτα δεν είναι παιχνίδι. Και τα σημάδια, πιό αληθινά απ' την αλήθεια την ίδια.
Και το πλήθος, πιό ερημικό από την ίδια την έρημο.
Κι η ανερμήνευτη απουσία, η σεπτή πραγματικότητα στη ζωή μας.
Οδυνηρά.
Οι καιρικές συνθήκες αντίξοες.
Πάγος στις άκριες των χωραφιών και σύννεφα μολυβένια.

κλικ στο
κατόπιν,
αν θέλω,
ανοίγω μία - μία ονομασία.
·

List of rose

of rose photos.
.
.
.
αν κάποιο δεν ανοίγει, προχωρώ στο επόμενο.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2007

ΘΕΜΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
.
.



Πειραματικοί



ή άλλως



Συμμετοχικοί


προ

ϋπολογισμοί

Προϋπολογισμοί face to face
.
.
Signature A.K
.
.
Τα τελευταία αρκετά χρόνια, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης αντιμετωπίζουν πάντα, το γνωστό πρόβλημα:
Η Κεντρική Διοίκηση παραχωρεί ολοένα αυξημένες αρμοδιότητες στους ΟΤΑ, χωρίς όμως να τις συνοδεύει από τους ανάλογους πόρους.
Αυτό, καθιστά προβληματικό, το να συντάσσουν οι ΟΤΑ προϋπολογισμούς, που ακόμα κι αν δεν είναι εφικτό να ανταποκρίνονται σε μεγάλο βαθμό στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της κοινωνίας, τουλάχιστον δεν θα πρέπει να είναι αντικοινωνικοί...
Οι Δημοτικοί προϋπολογισμοί, εκφράζονται μεν με οικονομικά μεγέθη, είναι όμως ξεκάθαρο, ότι δηλώνουν τις πολιτικές επιλογές των διοικούντων, δηλώνουν το πολιτικό στίγμα των εκάστοτε διοικούντων (οι οποίοι είναι υπεύθυνοι και για τον τρόπο που τους συντάσσουν ).
Πώς όμως είναι δυνατό, να ξεπερνιέται στη σύνταξη ενός προϋπολογισμού, η συνήθης (για τα ελληνικά δεδομένα) ζοφερή πραγματικότητα της «ελλειμματικότητας»;
Μία απ’ τις υπάρχουσες λύσεις, -πρόκειται για πολιτική ασφαλώς, λύση - είναι να δημιουργούνται μέσα στον ιστό της πόλης κοινωνικές συμμαχίες, και να διεκδικούνται τα κοινωνικά αγαθά, σε συμφωνία με τους πολίτες, για τους πολίτες.

Τα τελευταία 15 χρόνια, κατ’ αρχήν στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας, και πιο πρόσφατα σε αρκετές πόλεις της Ευρώπης, οι πολίτες ασχολούνται με τον σχεδιασμό και τη σύνταξη του δημοτικού προϋπολογισμού, κυρίως όσον αφορά στις επενδύσεις, - αφού οι λειτουργικές δαπάνες είναι συνήθως ανελαστικές -.
Στην ουσία, πρόκειται για ένα νέο μοντέλο διοίκησης, που εισάγει την έννοια του ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ προϋπολογισμού.
Στη Γερμανία, αυτό το «καινοτόμο μοντέλο» διοίκησης αναπτύσσεται σε πόλεις 80.000 – 100.000 κατοίκων, ενώ από το 2003 ξεκίνησε να εφαρμόζεται και σε δήμους της περιοχής του Βερολίνου.
Στην Ιταλία, αυτό το σχέδιο τοπικής δημοκρατίας έχει ξεκινήσει σε περιοχές της Ρώμης, σε μικρότερες πόλεις κοντά στο Μιλάνο, στη Βενετία και τη Νάπολη.
Στην Ισπανία και στη Γαλλία ο συμμετοχικός προϋπολογισμός εφαρμόζεται ήδη σε δήμους της ευρύτερης περιοχής της Βαρκελώνης, της Ανδαλουσία και του Παρισιού.
Στην ουσία δεν πρόκειται ακριβώς για ένα ορισμένο μοντέλο διοίκησης, αλλά για μία «οδό», έναν «τρόπο» διαχείρισης των πόρων, που στην πραγματικότητα διαμορφώνεται – προσαρμόζεται, στον κάθε δήμο που εφαρμόζεται.
Καλό είναι να σημειώσουμε ότι αυτό το σχέδιο άμεσης δημοκρατίας δεν «παρακάμπτει» την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τους πολιτικούς.
Οι πολιτικοί προτείνουν στους δημότες, και είναι διατεθειμένοι να διεκδικήσουν μαζί τους.
Η «άμεση» δημοκρατία κι η «αντιπροσωπευτική» συνεργάζονται, οι πολίτες καλούνται να δεχθούν, ν’ απορρίψουν , να συνδιαμορφώσουν και να βοηθήσουν να υλοποιηθούν οι προτάσεις.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 26, 2007

Ν. Γκάτσος

…………………………..
Mη γίνεσαι πεπρωμένο.
Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Oύτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Oύτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.

Eίναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Eίναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Eίναι φωτιά σ' ένα γύφτικο
που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
…………………………………………..

Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Mε το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά-σιγά σαν τον κλέφτη
Aπό το παραθύρι τής άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!
……………………………………………

Kι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο
Kι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Mόνο καρτέρει μια στιγμή ν' ανοίξει ο πικραπήγανος
N' αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος. ………………………………………………

Xρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Mε το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Mιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Eγώ που κάποτε σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Kαι με τη χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα
και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά
και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Mαύρη μεγάλη μοναξιά
με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.

βασιλικέ μου

De peur que tu me confondes avec la foule,
je me tiens seule à part.
.
.
Κοιτάζω τη χαρακιά που σκάλισες
βαθειά μες στην παλάμη μου
Άθικτη. Ανεξίτηλη.
Γνωρίζεις, άραγε,
πως η γραμμή της ζωής μου είν’ ετούτη;

Κυριακή, Φεβρουαρίου 25, 2007

Κομμάτι από μυθιστόρημα



Χρειάστηκε γαλήνη σήμερα η ψυχή.

Κάτι έγινε,
και θυμήθηκε πάλι, όσα επί μήνες προσπαθεί να λησμονήσει...
Όλους αυτούς, δηλαδή να λησμονήσει, που έκαναν τη ζωή μας μαρτύριο. Τη δική σου και τη δική μου ζωή μαζί.
Εσύ, δεν τ’ άκουσες όλα… Κι ούτε ποτέ θα μάθεις... Εγώ όμως, που τότε δεν έχασα λέξη, κακοπάθησα…

Αν μπορούσες να ξέρεις πόσο πολύ κακοπάθησα, ίσως και να μ' έκρυβες, μακριά απ' τα πλήθη, σε μιά γωνιά της καρδούλας σου...
Ακόμα, προσπαθώ, όλους εκείνους να τους ξεχάσω…

Δεν ξέρω καν αν είσ’ εδώ, αν έρχεσαι πότε- πότε, αν μπαίνεις κάποτε, αν ρίχνεις στα γρήγορα καμιά ματιά.
Έχεις τις δουλειές σου, τους φίλους σου, τις αγάπες σου ίσως, είναι λογικό, δεν μπορεί να χεις την έγνοια να ρχεσαι κι από δω…
Εγώ όμως, τα στέλνω πάντα, σα να πρόκειται να μπεις και να νοιαστείς…
Έτσι είμαι φτιαγμένη… Ονειροπαρμένη από πεποίθηση…
Κάτι έγινε σήμερα, και τους θυμήθηκα πάλι, σαν τότε, που σου πα, θυμάσαι, «θέλω να ξεφύγω απ’ τα νύχια τους», κι εσύ κατάλαβες…
«το τέρας έχει δόντια και νύχια σουβλερά…»
Οι αυτόκλητοι κριτές, της ζωής σου και της δικής μου. Οι θεοί. Οι κατηγοριοποιητές... Οι επί παντός…
Μου ξανάρθε τρέλλα σήμερα, που τους θυμήθηκα.
Να προσπαθούν να τσακίσουν αλύπητα ανθρώπους. Ανθρώπους που δεν γνωρίζουν, διάβολε !
Δίχως ντροπή, δίχως ταπείνωση, ανθρωπιά κι αιδώ…
Έχω από πολύ καιρό σταματήσει να τους ακούω, όλους αυτούς, γιατί αν καμμιά φορά, τυχαία τους ακούσω, ταράζομαι πάλι.
Βρίσκω σιγά σιγά την ηρεμία μου, τον εαυτό μου.
Ελάχιστους πιά, φίλους ακούω. Υπάρχουν και πραγματικά σοβαροί άνθρωποι. Κορίτσια κι αγόρια. Κύριοι και Κυρίες. Υπάρχουν ευτυχώς και μέσα σ' αυτό το συνάφι, άνθρωποι συνειδητοί, ΑΝΘΡΩΠΟΙ, που χαίρομαι όταν τους "συναντώ", να τους λέω με την καρδιά μου "καλημέρα" ή "καλό απόγευμα"...
Μακάρι να ξερα πώς περνάς εσύ, ανάμεσα στα θεριά…
Μακάρι, να μπορούσα να σου πω δυό κουβέντες…
Μακάρι να ήξερα τι σκέφτεσαι...
Ίσως είναι πιά για σένα, πολύ μακριά όλ' αυτά...
Εγώ, τους ξαναθυμήθηκα με μια αφορμή σήμερα, και χάλασε η μέρα μου.

"στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι..."
Κι υπόσχομαι σήμερα εδώ, στον εαυτό μου, να μην ασχοληθώ ξανά μαζί τους.
Delete. Ήταν η τελευταία σήμερα φορά.
Χρειάστηκε γαλήνη η ψυχή μου σήμερα...
Έτσι λοιπόν, τα παράτησα όλα και όλους.
Έκλεισα και το κινητό...
Άφαντη, κι ας με ψάχνουνε…
Στην πολυθρόνα του γραφείου όλη μέρα, με μουσική.
Ό, τι πρόλαβα άκουσα κι ό, τι μου άρεσε…
Θεραπευτικά...

Την Aida – Triumphal March,
Το χορωδιακό των σκλάβων απ’ το Nabucco,
Puccini – la boheme και την Tosca με τον Caruso
Τον Κουρέα της Σεβίλλης – Pavarotti και
Την Carmen με τη Μαρία Κάλλας - l’ amour est un oiseau rebelle (tres rebelle!), το τραγούδι του toreador,
Pavarotti, Bryan Adams, Andrea Bocelli “all for love”,
Τον Pavarotti στο ‘O Sole mio, και θυμήθηκα τον θείο μου τον Κώστα, που το τραγούδαγε με τη βαρύτονη φωνή του, στην αυλή του σπιτιού του, στην Κοκκινιά,
Την ουβερτούρα από τους “γάμους του Figaro”,
Madame Butterfly με την Κάλλας και τον di Stefano,
Placido, Carreras, Pavarotti μαζί, σε κάτι πιο εύκολο, αλλά υπέροχο, «la vie en rose»,
Traviata με την Κάλλας και Traviata με Monserrat Caballet,
“La donna e mobile”,
Rigoletto με τον Καρούζο, Rigoletto με τον di Stefano,
Και βέβαια, την Casta Diva από τη Νόρμα.

Μετά έβαλα Amstrong «what a wonderfull world”,
Billy Holiday – Amstrong “summertime”,
“hello dolly”, Amstr. – Streisand,
“moon river”, “when the Saints go marching in”,
Ella Fitzgerald “la vie en rose”,
Amstr. “only you”, “c’ est si bon”, κι ακόμα δεν τελείωσε το βράδυ…

Την χρειάστηκα αυτήν την ανάσα σήμερα.
Ηρέμησα λίγο…
Μακάρι, να μπορούσα να σου πω, δυό λέξεις…
Ανάσες ζωής, για μένα θα τανε...

Τι ψυχή, καπετάνιε μου, έχουνε δυό λέξεις; Να, όμως, που έχουνε...
Αύριο, όλη η μέρα είναι με δουλειά. Απ' το πρωί... Κυριακή της Ορθοδοξίας, γαρ...
Θα μαζευτώ νωρίς, το απόγευμα…

Πιστά.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 24, 2007

Όχι, εγώ, δεν θα διεκδικήσω όσα μετά μεγίστης σπουδής κι επιμονής, όλοι οι «φίλοι» διεκδικούν.
Εγώ, δε θα μιλάω.
Δε θα διεκδικήσω τον τίτλο του φίλου του πιο πιστού.
Που έχει τα βράδια έξω τόση δουλειά, και που αφίνει σύξυλα τα πάντα και τους πάντες, όποιοι κι αν είναι αυτοί, κατεβαίνει τρεχάλα τα σκαλιά, και με την ψυχή στο στόμα προλαβαίνει πάντα στο τσακ το ρολόϊ που χτυπάει.
Το προλαβαίνει όμως πάντα. Μα πάντα…
Ναι, ναι, για τη Σταχτοπούτα, ο λόγος!
Όχι, εγώ δε θα διεκδικήσω στάλα, απ’ ό, τι αλλού δίνεται μετά μεγίστης απλοχεριάς...
Δε θα καταδεχτώ να μπω σε συγκρίσεις.
Ο πιο παλιός, ο πιο πιστός, η πιο μικρή, η πιο μεγάλη, η πιο αγαπητή, η πιο δικιά μας κι η πιο ξένη, δεν έχουν στην παλάμη τους τη χαρακιά της δικής μου ζωής.
Ούτε μιά θάλασσα κάθε νύχτα στα μάτια τους...
Δε θα καταδεχτώ, λοιπόν.
Μόνο θα συνεχίσω να κατεβαίνω τις σκάλες τρέχοντας, σκορπώντας τακούνια δεξιά – αριστερά, πασχίζοντας να προλάβω, τον χτύπο του ρολογιού.
Θα μπαίνω στο σπίτι.
Θα φοράω τα παλιά μου ρούχα.
Δίπλα στο τζάκι, στην παλιά πολυθρόνα θα κάθομαι
και θα περιμένω σιωπηλά ν’ ακούσω το κλειδί στην πόρτα.
.
.
.
.
κάπου,
είχα σημειωμένο κάτι που έγραψε ο Ταγκόρ,
σε μιά γυναίκα...
το ξέθαψα.
Το γραψα, το σβησα, το ξαναγράφω...

Rabindranath Tagore

le jardinier d' amour


De peur que je n'apprenne à te connaître trop facilement, tu joues avec moi.

Tu m'éblouis de tes éclats de rire pour cacher tes larmes.

Je connais tes artifices.

Jamais tu ne dis le mot que tu voudrais dire.

De peur que je ne t'apprécie pas, tu m'échappes de cent façons.

De peur que je te confonde avec la foule, tu te tiens seule à part.

Je connais tes artifices.

Jamais tu ne prends le chemin que tu voudrais prendre.

Tu demandes plus que les autres, c'est pourquoi tu es silencieuse.

Avec une folâtre insouciance, tu évites mes dons.

Je connais tes artifices.

Jamais tu ne prends ce que tu voudrais prendre.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 22, 2007

Γ. Ροϊλός, Οι ποιητές (π. 1919).
Λάδι σε μουσαμά, 130 εκ. x 170 εκ.
Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός».
Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880.
Στα δεξιά της σύνθεσης απεικονίζεται ο Α. Προβελέγγιος να διαβάζει κάποιο ποίημά του, ενώ από τα αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται οι Γ. Στρατήγης, Γ. Δροσίνης, I. Πολέμης, K. Παλαμάς (στο κέντρο) και Γ. Σουρής.
.
.
.

Γκιά, Τζαμάλα, γκιά
.
.
.


Ο αέναος κύκλος της ζωής, ο τροχός του χρόνου, οι εποχές, η ζωή των ανθρώπων των σπαρτών, των ζωντανών, η γονιμότητα της Γης η ίδια η ιεροπραξία της ζωής αντανακλώνται, συμπυκνώνονται, συμβολοποιούνται, και θεατροποιούνται μέσα από λαϊκό δρώμενο της Τζαμάλας.
Ένα τελετουργικό έθιμο που -και αυτό- έρχεται από τα βάθη των αιώνων, εκπροσωπώντας τις δυνάμεις που στέλνουν την καρποφορία και ευφορία και αναπαριστώντας το δράμα και την κωμωδία της ζωής μέσα από τον αρχέγονο συμβολισμό του θανάτου και της ανάστασης.
Ο ωραίος νέος και ο άσχημος γέρος παλεύουν μεταξύ τους για να κερδίσουν την Καντίνα. Η θανάτωση του νέου από το γέρο είναι προσωρινή. Οι θρήνοι της Καντίνας θα τον αναστήσουν. Το νέο ζευγάρι θα θριαμβεύσει. Έτσι η ελπίδα θα μείνει ζωντανή. Ο ουρανός θα στείλει τη βροχή, η γη θα σπαρθεί και γόνιμη πλέον θα καρπήσει. Η καλή σοδειά, η καλοχρονιά και η αποτροπή κάθε κακοδαιμονίας θα επιτευχθούν.
.
.
.
Δροσίνης 1 8 8 3 : Γ.Α.Α Δροσίνης, "Αι απόκρεω εν Αθήναις",
Εστία 1883, σσ. 121 -126

.

.

.

Βαθιά, τη νύχτα


Βαθιά, τη νύχτα τα μεσάνυχτα,
με τ’ ανοιχτά φτερά του ονείρου,
πετά η ψυχή μου, σκλάβα ελεύθερη,
στους μυστικούς κόσμους του Απείρου,
τη νύχτα βλέπει όλα τ’ αθώρητα,
που απόκρυβεν η πλάνα μέρα
τη νύχτα ακούει όλα τ’ ακούσματα
στον ατρικύμιστον αέρα.
Βλέπει των κάστρων τα φαντάσματα
και τα λευκά στοιχειά των κάστρων
κι ακούει των δέντρων το μεγάλωμα
και το περπάτημα των άστρων.

.

.

Τι λοιπόν;

.


Τι λοιπόν, της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνη ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι’από ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίσαμε
τάφου γή θα μας έχη χωρίση;
Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε καί βλέπουμε
τούτο μόνο ζωή μας το λέμε;
Κι’αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
καί χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
Σ’ο,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνη;
Τίποτ’άλλο; Στερνό μας απόριμμα
τό κορμί που πετιέται και λυώνη;
Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ’ τους τάφους ανθίζη;
Κι’ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρα απ’ τον τάφο αρχίζη;
Η ψυχή ταξειδεύτρα μεσ’ τ’άπειρο
σταλαμίδα νερού μήπως μοιάζη;
που ανεβαίνη στα νέφη απ’ τα πέλαγα
κι’απ’τα νέφη στούς κάμπους σταλάζη;
Μήπως ο,τι θαρρούμε βασίλεμμα
γλυκοχάραμα αυγής είναι πέρα;
Κι’αντί ν’άρθη μια νύχτα αξημέρωτη
ξημερώνει μιά αβράδυαστη μέρα;
Μήπως είναι η αλήθεια στο θάνατο;
Κι’η ζωή μήπως κρύβη την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζη μήπως πέθανε
κι’είναι αθάνατο ο,τι έχει πεθάνει;


Φωτερά σκοτάδια (1915)
Γεώργιος Δροσίνης


Cosa, dunque, il confine della nostra vita
lo indicherà un cipresso dritto?
E di ciò che abbiamo visto, sentito, toccato
Ci avrà separato la terra del sepolcro?
Ciò che tocchiamo, sentiamo e vediamo
questo solo chiamiamo vita nostra?
E questo tremiamo di perderlo
e, perduto, lo piangiamo sui sepolcri?
A ciò che tocchiamo, sentiamo e vediamo
il mondo della nostra vita finisce?
Nient’altro? Ultimo nostro resto
il corpo che viene gettato e si scioglie?
Qualcosa che non si tocca, né si sente, né si vede
non è che fiorisce sotto i sepolcri?
E ciò che dentro di noi si nasconde sconosciuto
non è che comincia dopo il sepolcro?
L’anima viaggiatrice nell’infinito
non è che assomiglia ad una goccia d’acqua
che sale sulle nuvole dagli oceani
e dalle nuvole gocciola sui campi?
Non è forse ciò che chiamiamo tramonto
che sia una dolce aurora al di là?
E invece di arrivare una notte senza alba
arriva una giornata senza fine?
Non è forse che la verità sia nella morte?
E la vita non è che nasconda l’inganno?
Ciò che diciamo che vive non è che sia morto
ed è immortale ciò che è già morto?


Bui luminosi (1915)
Giorgio Drossinis

να έχετε

έναν γλυκόν ύπνο

Τρίτη, Φεβρουαρίου 20, 2007


Georges Brassens


Chanson pour l'Auvergnat


.

Elle est à toi cette chanson
Toi l'Auvergnat qui sans façon
M'as donné quatre bouts de bois
Quand dans ma vie il faisait froid
Toi qui m'as donné du feu quand
Les croquantes et les croquants
Tous les gens bien intentionnés
M'avaient fermé la porte au nez
Ce n'était rien qu'un feu de bois
Mais il m'avait chauffé le corps
Et dans mon âme il brûle encore
A la manièr' d'un feu de joie
Toi l'Auvergnat quand tu mourras
Quand le croqu'mort t'emportera
Qu'il te conduise à travers ciel
Au père éternel

Elle est à toi cette chanson
Toi l'hôtesse qui sans façon
M'as donné quatre bouts de pain
Quand dans ma vie il faisait faim
Toi qui m'ouvris ta huche quand
Les croquantes et les croquants
Tous les gens bien intentionnés
S'amusaient à me voir jeûner
Ce n'était rien qu'un peu de pain
Mais il m'avait chauffé le corps
Et dans mon âme il brûle encore
A la manièr' d'un grand festin
Toi l'hôtesse quand tu mourras
Quand le croqu'mort t'emportera
Qu'il te conduise à travers ciel
Au père éternel

Elle est à toi cette chanson
Toi l'étranger qui sans façon
D'un air malheureux m'as souri
Lorsque les gendarmes m'ont pris
Toi qui n'as pas applaudi quand
Les croquantes et les croquants
Tous les gens bien intentionnés
Riaient de me voir emmener
Ce n'était rien qu'un peu de miel
Mais il m'avait chauffé le corps
Et dans mon âme il brûle encore
A la manièr' d'un grand soleil
Toi l'étranger quand tu mourras
Quand le croqu'mort t'emportera
Qu'il te conduise à travers ciel
Au père éternel


εκπληκτικό!
ναι;

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 19, 2007



Auvergne
Puy de dome

την πρώτη φορά που ήρθε σ' αυτήν την πόλη, πριν 12 ακριβώς χρόνια, νόμιζε θα τρελλαθεί από τη γύρω ομορφιά!
την ίδια αίσθηση ένιωσε και σ' άλλα μέρη της γης, άλλοτε...
όχι σε πολλά...
στην Τοσκάνη, ας πούμε, σ' εκείνη την τρυφερή, τη γελαστή ύπαιθρο,την τόσο οικεία στην ελληνική, γελαστή τρυφεράδα!
και στη γαλλική επαρχία -άσε έξω το Παρίσι...-, για τις κορφές των βουνών, τα ποτάμια, τα χωριά και τις πεδιάδες της ομίχλης μιλάμε...
κι ερωτεύτηκε άλλοτε τη σκληράδα της άμμου, τους σκορπιούς που σούρνονταν και τις άγριες καρπουζιές που φύτρωναν μονάχες στον κήπο της...
έτσι αγάπησε κι ετούτον δω τον τόπο...
με τη βροχή, τη θάλασσα, το ξεπεσμένο μεγαλείο του, τις κιθάρες, τα πνευστά και τα μαντολίνα, τα σπίτια με τις μαυρισμένες προσόψεις, τις μπουγάδες στους πέντε ανέμους, τα καμπαναριά και το κόκκινο αρχαίο χρώμα, τα κυπαρίσσια, κι ετούτο το χωριό, που η τύχη την έριξε, μέσα στους τοίχους, τις μάντρες και τα σπίτια του μεσαίωνα...
οι φίλοι της εδώ πάνω, είναι γέροι...
μα πολύ γέροι...
γεωργοί, σοφοί, με λαϊκή σοφία συναγμένη μέσα τους, σκληροτράχηλοι, μ' ανάγκη για στοργή, μιάς και πονούν παντού, τα χέρια, τα πόδια, τα γόνατα, η μέση τους, απ' τη διαρκή υγρασία και την πρωϊνή ομίχλη των χρόνων, τη μαζεμένη στο σώμα τους.
και τώρα, λίγο πριν φύγει, να γυρίσει στο κονάκι της, θα βγεί στο χωριό, περιμένουν να τους χτυπήσει την πόρτα, να τους φιλήσει τα γέρικα μάγουλα, στις άκριες, στα λιθάρια ανάμεσα θα μαζέψει τα ίρις, θα την ξεπροβοδίσουν και θα φύγει.
"καλή αντάμωση", της λένε πάντα, μα κάθε φορά που έρχεται, όλο και κάποιον δεν ξανανταμώνει...

en route!
Signature
A.K.


Παρασκευή 16/2/07

Ιόνια Οδός

Πλήθος τα λεμονοπορτόκαλα,
γκρίζες ελιές ανάμεσα
και πέρα το κύμα...
Τα βουνά πάνωθέ μου,
μιά μιά οι κορφές στη σειρά,
τυλιγμένες τη βροχή και τα σύννεφα.
Νεαρά κυπαρίσσια παντού και δάφνες λευκές, κατάπικρες.
Στην άκρια του δρόμου, μια μικρή, μωβ θάλασσα
από ζουμπούλια.
Σκέφτομαι,
ίσως κι εσύ αγαπάς το μωβ

Η ζεύξη!
Μ’ αρέσει ετούτη η γέφυρα…

Στις όχθες του Εύηνου, κάτι αγελάδες αχαμνές
Χωράφια κομμένα τετράγωνα
αφράτο καφέ οργωμένο,
τρυφερό πράσινο της άνοιξης,
σκληρό πράσινο του χειμώνα,
ξανά αφράτο καφέ οργωμένο.
Νεροποντή.
Πρωί, κι όλα τα φώτα αναμμένα
Ταξίδι στην ομίχλη
Τα σκυλομάγαζα να μοστράρονται δεξιά αριστερά
στις άκριες του δρόμου
Φωτεινές επιγραφές Νέον

Μέσα στους ελαιώνες με τους χοντρούς κορμούς
ταπεινά, μικρούλια κίτρινα
κι άλλα κίτρινα – des jonquilles d’ or
με καλαμιές ανάκατα.
Θυμήθηκα τον Δροσίνη
«όλα , καλή μου, πάρτα…
τις αργυρές αγράμπελες και τα χρυσά τα σπάρτα…»
Ένα master plan οφείλω να έχω στο νου μου…
Κι εγώ αντ’ αυτού,
έχω τον Άγιο Δροσίνη,
τα jonquilles d’ or
και τις αργυρές αγράμπελες…

Στην κορφή, ζυγιάζεται ένα γεράκι…
Η Βόνιτσα, μ’ αρέσει σαν την κοιτάζω από ψηλά…
Ένα γλαροπούλι στην άκρη στη θάλασσα,
ανοίγει τα φτερά, ρυθμικά τα κλείνει,
ελεύθερα τα ξανανοίγει
Μοιάζει μ’ εκείνο το γλαροπούλι
που σου στειλα, μιά,
να χεις παρέα στα ταξίδια σου…

Ο δρόμος πάει μέσα απ’ τα χωριά
Μέσα στους κήπους απ’ τα πετρόχτιστα
οι ροζ μπομπόνες λαχταράνε το άγγιγμα της βροχής
κι οι ντάλιες σουρτές,
δεν ντρέπονται να προσκυνάν το χώμα

Κοιτάζω τη χαρακιά που σκάλισες
βαθειά μες στην παλάμη μου
Άθικτη. Ανεξίτηλη.
Γνωρίζεις, άραγε, πως
η γραμμή της ζωής μου είν’ ετούτη;

Χαίρομαι
γιατί εδώ, θα βρω να σου μαζέψω
χαλιά στρωμένα ανεμώνες,
άγριες ορχιδέες
και ίρις μωβ.




-οι συγκυρίες δείχνουν πράγματα…
στην αρχή, του είχα βάλει τον τίτλο "εικόνες"- ...

Κυριακή, Φεβρουαρίου 18, 2007

"ξημερώνει, ξημερώνει Κυριακή
μη μου λυπάσαι
είναι όμορφη
είναι όμορφη η ζωή
να το θυμάσαι!"
.
.

ελπίζω να είστε καλά
να περνάτε καλά

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 16, 2007


στην a ba ttha
.
.
να πιούμε απόψε ένα ζεστό τσάϊ.
στο "ειδικό" ποτηράκι...
κάποτε, μιά μέρα, όταν έχουμε καιρό, θέλω να σου πω πράγματα
γι αυτά τα γυάλινα ποτηράκια
για τα καφενεία στην έρημο
και για το τσάϊ στην έρημο...
απόψε έχω κούραση
κι εκνευρισμό...
πριν λίγο "σχόλασα" ...
δεκαεφτάωρο εντατικό...
έχασα την Πέμπτη μου

μπήκα να σας πω καληνύχτα.


καληνύχτα, λοιπόν

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 15, 2007

Τι μπελάς είσαι !
.
.

Τρείς ώρες για σένα μου μίλαγε!
Αν δε με κάνετε καρδιακιά…
Πώς μιλάς, πώς γελάς, πώς κλαίς, πώς ερωτεύεσαι, πόσο δυνατή είσαι, πόσο τσαγανό έχεις, πόσο εύθραυστη είσαι…
Τι θ' ακούσω άλλο, σ' αυτή τη ζωή !
Τι μάγια του χεις κάνει;
Πες και σε μας, τις αδαείς…
(smile)
Κατά τ’ άλλα, κάναμε ωραία βόλτα.
Φάγαμε στο Μοναστηράκι, όπου μου εξιστόρησε πού φάγατε, πήγαμε βόλτα στους Αέρηδες, όπου συνέχισε να σε εκθειάζει, σκαρφαλώσαμε στην Ακρόπολη, καθίσαμε να πιούμε καφέ, με πιάτο το Θησείο κι απέναντι του Φιλοπάππου, μέχρι που νύχτωσε, όπου βέβαια για σένα έλεγε, πήραμε σβάρνα τ’ Αναφιώτικα , όπου ανάμεσα στα δικά σου κοσμητικά επίθετα πρόλαβε κι έδωσε μια συμβουλή και σε μένα «να παίρνω τα πράγματα στη ζωή, πιο ελαφριά…», θαυμάσαμε την αγαπημένη βυζαντινή εκκλησία, κατεβήκαμε την Κυδαθηναίων, Σύνταγμα, Σταδίου, Κοραή, συνέχεια να μου λέει, όπου εγώ πήρα metro, κι εκείνος συνέχισε να βρεί μιά ήσυχη γωνιά, για να σου γράψει… –τι άλλο;- !
Έλεος !
Μόνο καρδιακιά μη με κάνετε…

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 14, 2007

A.K.

Ο αόριστος
είναι χρόνος άκαιρος.
Καθώς επίσης κι ο παρατατικός.
Από μακριά μονάχα προσδιορίζουν το σήμερα...
Από ένα μακριά γλυκό και πολύτιμο,
που όμως δεν έχει επιλογή το "τώρα", μήτε χαράζει το αύριο...
Κι όμως...
.
Η ζωή, δεν υπήρξε, υπάρχει!
Δεν ήτανε, είναι!
Δεν έζησε, ζει!
Δεν υπέφερε...
Δεν πόναγε...
Δεν περίμενε...
Δεν ήλπιζε...
Δεν κατανοούσε...
Δεν άντεχε...
Η ζωή
Γνώστης.
Πιο σοφή, πιο πλούσια, πιο δυνατή, πιο υπομονετική, πιο ανθεκτική, πιο αληθινή, από ποτέ.
Πιό ανεξάρτητη.
.
Η ζωή, γεμάτη ενεστώτα.
Ενεστώτα διαρκείας.
Σε χρόνο ενεστώτα μιλάει.
Σήμερα.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 11, 2007

l' amitié

Δίκιο είχες R. μου, καλή,
ότι δεν μπορείς να δημοσιεύσεις σχόλιο...

Μ' αυτήν την καινούργια βλακεία που προέκυψε -αλλαγή από blogger στο google- (υποθέτω εσωτερική υπόθεση που κάνουν τα συστήματα μεταξύ τους), με δυσκολεύει κι εμένα ( και με τσαντίζει η αυθαιρεσία τους ).
Διάβασα όμως ότι κι άλλοι είχαν πρόβλημα.

Τέλος πάντων, μπήκα κι άλλαξα μιά παράμετρο κι ελπίζω, αυτό να λυθεί. Δοκίμασε, παρακαλώ, ξανά.
Σε παρακαλώ επίσης, στείλε μου ξανά, με p.m. τη δική σου διεύθυνση.

Σου στέλνω με τη φιλία μου
μιάν εικόνα
Για να δούμε, caro diario,
τι είχε το Σάββατο...

το μεσημέρι συνοδέψαμε έναν νέο άνθρωπο.
σκληρό...
κάθε φορά που βλέπεις κάποιον να τον νικάει η αρρώστια, είναι και μιά κατραπακιά...

κατόπιν, γεύμα με το παιδί. καλή στιγμή.
μαθαίνεις πράματα, όταν είσαστε οι δυό σας...

το απόγευμα συναυλία.
τίποτε ωραιότερο στη ζωή, απ' τη μουσική... -και την ποίηση-
ένα εξαίρετο τρομπόνι. μαγικό!
λίγη τζαζ, βιολί, ντραμς, πιάνο, φλάουτο, σαξόφωνο, κλαρινέτο, τρομπέτα.
φωνή (και σκηνική παρουσία τόσο υπέροχη, που τον μαζέψαμε με τα κουταλάκια τον αντρικό πληθυσμό...)

και !
βραδυνό σινεμά.
"ο λαβύρινθος του Πάνα"

caro diario,
πήραμε μια Σαββατιάτικη ανάσα !

Σάββατο, Φεβρουαρίου 10, 2007

.
.
.
.
.
Μιά αγκαλιά
μυρωδάτο
Δυόσμο
.
.
.
.
.
.
γιατί τ' αστέρια φεύγουν τόσο νωρίς;
μιά μικρή λάμψη είν' η ζωή τους... σα να διαγράφουν ένα τόξο στο στερέωμα. έπειτα, τίποτα.
χώμα ήμουνα, στο χώμα επιστρέφω.
"για δες", είπε ο μεγάλος, "αρκούν κάτι στιγμές σαν κι αυτή, για ν' αλλάξεις τη ματιά σου για τον κόσμο"!
αυτή γύρισε, τον κοίταξε και μαζεύτηκε μέσα της...
ίσως πισωπάτησε και δυό βήματα...
"άκου λέει ! την αλλάζεις και την καλοαλλάζεις τη ματιά σου για τον κόσμο"... κι απλά, μαθαίνεις , πως μόνο για ό, τι αληθινά σε νοιάζει, μόνο για τούτο αξίζει να παλεύεις.
μόνο για τις αλήθειες των ανθρώπων και για τις αλήθειες σου.
αδιάφορα όλα τ' άλλα... κανένα κόστος δε σε μέλλει πιά. μαθαίνεις να μετράς αλλιώς. ανακαλύπτεις άλλες ομορφιές, κι αλήθειες άλλες. δύσκολο να φανερωθούν χωρίς της ψυχής το άγγιγμα.
έτσι...
περπάτησαν για λίγο αμίλητοι, ένας δίπλα στον άλλο.
πιάστηκαν απ' το χέρι, σαν τα παιδιά. παίρνει δύναμη το να χέρι, μέσα στ' άλλο.
δύσκολο ετούτο το μεσημέρι του Σαββάτου.
τ' άφησαν πλάϊ του, ένα μικρό αεροπλανάκι .
.
.
θυμάται τα συνωμοτικά που κάνουν με τον αδερφό της.
τα καλοκαίρια, όταν είναι κι οι δυό στην πόλη όπου τ' αεροδρόμιο αγγίζει το δρόμο, στέκεται αυτή στην άκρη του δρόμου και περιμένει.
εκείνος, φέρνει το κήτος αργά-αργά στο διάδρομο, προς το μέρος της. όταν ζυγώσει πολύ κοντά και κοιτάζονται πιά απ' το παράθυρο, της αναβοσβύνει τη μεγάλη σκάλα κι εκείνη σηκώνει το χέρι. τον χαιρετάει, τον σταυρώνει. αυτός παίρνει αργά τη στροφή, ρολλάρει, πατάει τα γκάζια, το σηκώνει.
.
.
γύρισε σπίτι τ' απομεσήμερο, λίγο θλιμμένη.
το παιδί πείναγε.
την πήρε και πήγαν στο φεστιβάλ του Οκτώβρη.
ήπιε ζεστό κρασάκι που της αρέσει. ετούτοι εδώ, κοπανάνε μέσα και μιά τζούρα βότκα, ένα ξύλο κανέλλα και γαρυφαλάκια.
αυτή ρίχνει μέσα και μαύρες σταφίδες και μιά λεπτή φλύδα λεμόνι. το όλο, σε στυλώνει.
πήραν τα sous verre κι έγραψαν πάνω τ' όνομά τους και ημερομηνία.
τη δευτέρα, μην ξεχάσει να τα πάρει στο γραφείο. θ' ακουμπάει πάνω το φλυτζάνι του καφέ της. στο sous verre απ' τη μπύρα.

Michellangelo Buonarroti
.
.
Την Τετάρτη, 14 Φλεβάρη, Βαλεντίνοι μου,
γίνονται τα Special Olympics.
Ξέρετε...
Άτομα με ειδικές ικανότητες και ειδικό θάρρος...
.
Πρόταση :
.
να σηκωθούμε από τις καρεκλίτσες μας
να βγούμε από τα αποστειρωμένα μας γραφεία,
ΕΞΩ
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ
και να βαδίσουμε σεμνά πλάϊ τους, έστω και 500 μέτρα διαδρομή.
Συμβολισμός αγάπης.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2007

Από χτες βράδυ, είχα ένα ατύχημα με το blog.
Με οδήγησε υποχρεωτικά να μπω σε nouvelle version,
τώρα όμως που μπήκα, μου κάνει το δύσκολο...
δεν ξέρω ακόμα να το διαχειριστώ, άλλα εμφανίζει, άλλα όχι, άλλα τα εμφανίζει κινέζικα!
δεν προλαβαίνω 'ισως σήμερα να τα φτιάξω, ήδη καθυστέρησα πολύ για τη δουλειά, θα το προσπαθήσω μόλις μπορέσω...

(χαμόγελο)

καλημερούλα

Τρίτη, Φεβρουαρίου 06, 2007

LIED DER LIEDER
.
.
O wie schön ist doch meine Geliebte
In ihrem Alltagskleid Ich seh’ sie vor mir mit ihrem Kämmchen in dem Haar.
Und keiner hat es je gewusst, dass sie so schön ist.
Ihr Mädchen von Auschwitz und von Dachau,
ihr Mädchen Habt ihr gesehen die Geliebte mein?
Wir sahen sie auf einer weiten Reise
Ihr Kleid trug sie nicht mehr Und auch kein Kämmchen im Haar.
O wie schön ist doch meine Geliebte
Verwöhnt von ihrer Mutter Verwöhnt von den Küssen ihres Bruders!
Und keiner hat es je gesehn, dass sie so schön ist.
Ihr Mädchen von Mauthausen, ihr Mädchen von Belsen
Habt ihr gesehen die Geliebte mein?
Wir sahen sie auf einem eiskalten Platze
Und mit einer Nummer auf dem weißen Arme Und einem gelben Stern auf ihrem Herzen.
O wie schön ist doch meine Geliebte
Verwöhnt von ihrer Mutter Verwöhnt von den Küssen ihres Bruders!
Und keiner hat es je gesehn, dass sie so schön ist.

CHANTS
DES CHANTS
.
.
Qu'elle est belle, mon amour
Avec sa robe de tous les jours
Avec un petit peigne dans ses cheveux
Personne ne le savait, qu'elle était aussi belle.
Jeunes filles d'Auschwitz, Jeunes filles de Dachau,
N'avez-vous pas vu mon amour?
Nous l'avons vue, dans un lointain voyage
Elle ne portait plus sa robe
Ni de peigne dans ses cheveux.
Qu'elle est belle, mon amour
Choyée par sa mère et les baisers de son frère.
Personne ne le savait, qu'elle était aussi belle.
Jeunes filles de Mauthausen, Jeunes filles de Belsen,
N'avez-vous pas vu mon amour?
Nous l'avons vue sur la place gelée,
Un numéro dans sa main blanche et une étoile jaune sur le cœur.

SONG OF SONGS
.
.

How lovely is my love
in her everyday dress with a little comb in her hair.
No-one knew how lovely she was.
Girls of Auschwitz, girls of Dachau,did you see my love?
We saw her on a long journey;
she wasn’t wearing her every day dressor the little comb in her hair.
How lovely is my love caressed by her mother,and her brother’s kisses.
Nobody knew how lovely she was.
Girls of Mauthausen girls of Belsen did you see my love?
We saw her in the frozen square
with a number on her white hand with a yellow star on her heart.
How lovely is my love
caressed by her mother,and her brother’s kisses.
Nobody knew how lovely she was.
Tending roses

CANTICO DEI CANTICI
.
.
Era bello e dolce il mio amore
col suo vestito bianco della festa e un fiore rosso tra i capelli.
Nessuno può sapere quanto fosse bella!
Ragazze di Auschwitz, ragazze di Dachau, avete visto il mio amore?
L’abbiamo vista in quel lungo viaggio ma senza il suo vestito bianco né
il fiore rosso tra i capelli.
Era bello e dolce il mio amore
coi suoi capelli lunghi e neri cresciuti tra le mie carezze.
Nessuno può sapere quanto fosse bella!
Ragazze di Mauthausen, ragazze di Belsen,
avete visto il mio amore?
L’abbiamo vista in uno spiazzo nudo,
un numero marchiato sulla mano e una stella gialla sopra il cuore.
Era bello e dolce il mio amore
coi suoi capelli lunghi e neri cresciuti tra le mie carezze.
Nessuno può sapere quanto fosse bella!
Τραγούδι Τραγουδιών
.
.
Τι ωραία που είναι η αγάπη μου
με το καθημερινό της φόρεμακι ένα χτενάκι στα μαλλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Κοπέλες του Άουσβιτς,του Νταχάου κοπέλες,
μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι,
δεν είχε πιά το φόρεμά της
ούτε χτενάκι στα μαλλιά.

Τι ωραία που είναι η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της και τ'αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Κοπέλες του Μαουτχάουζεν,κοπέλες του Μπέλσεν,
μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε στην παγερή πλατεία
μ'έναν αριθμό στο άσπρο της το χέρι,
με κίτρινο άστρο στην καρδιά.

Τι ωραία που είναι η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της και τ'αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

οτι κραταιά
ως θάνατος

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
γρινιάζει κάποιος φωνογράφος.
Πες μου τι να της πω, Χριστέ μου,
Τώρα συνήθισα μονάχος

…………………………………

«Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…»
λόγια για λόγια, κι άλλα λόγια;
Αγάπη, πού ναι η εκκλησιά σου
Βαρέθηκα πια στα μετόχια



Say it with a ukulele
.
.
.
Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα.
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρματωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του,
Σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.
.
.
.
Με τον τρόπο
του Γιώργου Σεφέρη

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 05, 2007


πάλλευκο


ο κήπος

Κυριακή, Φεβρουαρίου 04, 2007

Ayna

το ζεστό
κρασάκι,
με σταφιδούλες

Tombe La Neige...

Θα θελα να χιονίσει απόψε !

Ακόμα και το υπέροχό μου
το χιόνι,
Κρύβει μιαν ευθύνη πιά…
.
.
.
.
.
.
.
ας είναι
μιά καλή βδομάδα

Σάββατο, Φεβρουαρίου 03, 2007



Ένα


μικρό



ταξίδι



ονειρεύομαι

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 01, 2007

Signature A.K.
Δευτέρα 29/1/07

" Τις νύχτες σε κουράζει να περνάς… Βαρέθηκες, είπες. Λάθος ήταν, είπες.
Καλό είναι να βάλεις μια τάξη στα πράγματα, σκέφτηκες. Ή ίσως, δεν σκέφτηκες τίποτα.

Χτες έσβυσα το φως. Άνοιξα το παράθυρο. Λίγος ο ουρανός. Ένα μικρό, μισό φεγγάρι κι η πούλια, πάνω απ’ τις πολυκατοικίες των ανθρώπων. Σταθερά σημάδια. Το φεγγάρι κι η πούλια. Σταθεροί προσανατολισμοί. Από τα παιδικά μας χρόνια. Το σούρουπο η πούλια. Το ξημέρωμα ο αυγερινός. Δεν αλλάζουν αυτά.
Όταν εσύ ήσουνα παιδάκι, σήκωνες το κεφάλι σου στον ουρανό τις νύχτες; Σ’ άρεσε να κοιτάζεις το φεγγάρι και να ονειρεύεσαι; Παραφύλαγες πότε θα δεις πεφταστέρια; Έκανες μιάν ευχή;
Όταν εσύ ήσουνα παιδάκι, είχες κοντά σου γειτονόπουλα να παίζεις;
Είχες κι εσύ ξαδέρφια και μαλώνατε; Παίζατε «ρολογά – ρολογά, τι ώρα είναι»; παίζατε «στρατιωτάκια αμίλητα, ακούνητα κι αγέλαστα;» Κυνηγητό; Κρυφτό; Τούκες;
Όταν μεγάλωσες λίγο, χόρεψες μπλούζ; Άκουγες μουσική; Tom Jones; Beatles; Adamo; Θάθελα να σε ρωτήσω αν σου άρεσε εκείνο το «je t’ aime», του Adamo, αλλά φοβάμαι, μην παρεξηγήσεις την ερώτηση.
Εμένα μ’ άρεσε εκείνο, ξέρεις, το Insallah. Εσύ, γνωρίζεις ακριβώς και το γιατί... Πάντα εγώ μια κουβέντα έλεγα, κι εσύ καταλάβαινες δύο. Για να μην πω και τρείς… Ίσως είναι τώρα η ώρα, να σου πω ευχαριστώ, για τον «μικρό Ιεζεκιήλ». Ευχαριστώ, λοιπόν.
Πώς ήσουνα μικρός; Βιβλιοφάγος;
Είχες διαβάσει σαν παιδί, «το μυστικό του Βίλελμ Στόριτς»; Είχες διαβάσει τους «Ελβετούς Ροβινσώνες»; Το «δυό χρόνια διακοπές»; Τη «δεύτερη πατρίδα»; «το παραμύθι χωρίς όνομα»; «ο λαχνός υπ’ αριθμόν 9672»; «το μυστικό της μαύρης μάσκας»; Δροσίνη διάβαζες; Παπαδιαμάντη; Ζαχαρία Παπαντωνίου "Τα ψηλά βουνά"; Ξενόπουλο; «Σας ασπάζομαι, Φαίδων»... «ο μικρός ήρωας» σ’ άρεσε; Τα «μικρά εικονογραφημένα κλασσικά » σου άρεσαν;
Τι σε ρωτάω τώρα; Και τι απάντηση να περιμένω;

Όμως, αυτά είναι που θα ρώταγα…
Μονάχα αυτά ήθελα να μάθω...
Θα λέγαμε για τις βλακείες που κάναμε παιδιά, και θα σκάγαμε στα γέλια…
Θα σου λεγα για το ξύλο που έφαγα, την πρώτη φορά που φόρεσα παντελόνι…
Θα σου λεγα για το ψαλίδι που πήραμε με τη Διώνη και κόψαμε μικρά, τετράγωνα κομματάκια το σεντόνι της Julie. Άλλαξε στα γρήγορα το σεντόνι της και το έκρυψε, για να μη φάμε άλλο ξύλο…
Θα σου λεγα…
… ότι δεν έχω πει σ’ όλη μου τη ζωή, σ’ εσένα μονοκοπανιά θα τα λεγα…

Δεν πειράζει όμως …

σε μιάν άλλη στιγμή,
ίσως κάπου αλλού,
άλλοτε… "
Να έχετε έναν καλό μήνα