Σάββατο, Σεπτεμβρίου 15, 2007

Μιά βόλτα


Ιερά Οδός - Ηριδανός ποταμός


Παρασκευή 14/9

Το ίδιο απόγευμα της Norma.
Ηριδανός ποταμός, κοίτη θολοσκέπαστη.
Ένας βασικός άξονας, που πορεύεται μέσα στην Αθήνα, κι εκβάλλει στον Ιλισσό.
Στον Ιλισσό, που παιδάκια, χαζεύαμε την κοίτη του. Πριν το ανόμημα τον μετατρέψει σε λεωφόρο.
Θυμάμαι ακόμα το μαρμαράδικο μες στο ποτάμι, στο ύψος ίσως κοντά στο Γουδί.
Το μαρμαράδικο, μάρμαρα λευκά Πεντέλης, να παίρνουν όψεις. Κεφάλι, μπούστος, κορμός, χέρια λευκά περιστέρια. Κι ένα φτωχόσπιτο μέσα στην κοίτη, στο ύψος περίπου του Χίλτον. Αυτή η θύμηση με τυραννάει ακόμα. Το ποτάμι, που έγινε λεωφόρος. Καμιά φορά, το βλέπω στον ύπνο μου. Σε όνειρα αρχαία.
Ηριδανός.
Ιλισσός.
Ένα μικρό μισοσπασμένο αγγείο, σφηνωμένο ανάμεσα στα χαλάσματα.
Βγάζω ένα νόμισμα, το ακούω που κάνει γκλιν στα αρχαία κεραμίδια, και κάνω ευχή να έρθεις.
Exit. Πιο κει, ο γνωστός μανάβης με φρούτα εποχής. Ροδάκινα, και σταφίδα, που βαστάει ακόμα.
Η άκρια της Ρωμαϊκής αγοράς. Κορινθιακά κιονόκρανα, ν’ ακουμπάν σε ρωμαϊκές κολόνες. Το τζαμί, που αναστηλώθηκε κι ευτυχώς έγινε μουσείο.
Ανεβαίνουμε. Φολκλόρ, ρούχα, καλάθια, κοσμήματα, γύψινες απομιμήσεις, χειροποίητες κατασκευές, στην άκρη του δρόμου πρεζόνια, ένα μαυράκι φορτωμένο τον μπόγο του να τρέχει κυνηγημένο.
Κούλου ουάχαντ. Μυρωδιά Ανατολής. Τεντωμένες αισθήσεις.
Η βιβλιοθήκη του Αδριανού, στη γωνία ένας μουρμούρης μπαγλαμάς παίζει τα δυό σου χέρια, που πήρανε βεργούλες και με δείρανε, οδός Ταξιαρχών, λιθόστρωτο.

Βγαίνουμε στην Χατζιδάκειο Ρωμαϊκή αγορά - αυτά είναι συνθήματα αναγνώρισης, δικά μου.
Εδώ γύρω, βλέπεις ακόμα στα σπίτια λίγα ακροκέραμα.
Κάτω, στο βάθος, ανάμεσα στους λόφους, ανάβει μιά δύση.
Ακολουθούμε, όπως πάει ο δρόμος. Οδός Διοσκούρων. Η ακίνητη καμπάνα μιάς μικρής Αγίας Παρασκευής.
Καθόμαστε στο μαρμάρινο στρογγυλό τραπεζάκι.
Το αστεροσκοπείο της Αθήνας, φωτισμένο.
Το Θησείο πιο κάτω, φωτισμένο.
Πλάϊ και δίπλα μας, η αρχαία σκουριά, που και που κυπαρίσσια, ελιές, λίγες πικροδάφνες, δυό φοίνικες.
Είναι η ώρα, που απέναντι, ακριβώς πίσω απ’ τα βουνά, βαθύ πορτοκαλόχρωμα.
Πιο δω, συνεχίζει διαδοχικά, βαθύ κίτρινο, κίτρινο ξεπλυμένο, ξεπλυμένο γαλάζιο, φωτεινό γαλάζιο, σκοτεινιασμένο γαλάζιο πάνω μας. Και ακακίες.

Σκοτείνιασε, όχι ομοιόμορφα.
Κάτω, η νύχτα της πόλης.
Οι λόφοι δεν ξεχωρίζουν πιά, παρά μόνο από ένα φως στην κορφή τους.
Που και που, ρίχνω πίσω μου μια ματιά στον βράχο. Δεν με νοιάζει που δεν τον βλέπω, μόνο θέλω να είναι εκεί. Ξέρω πως είναι εκεί. Μερικές χιλιάδες χρόνια. Σταθερός.
Ο σερβιτόρος λέει πολλές κουβέντες. Μας τραβάει στα γρήγορα μια διάλεξη, για την επικινδυνότητα της κόκα κόλα. Συγκατανεύουμε κουνώντας το κεφάλι, για να τελειώνει την παρλάτα... Μόλις έφυγε, γέλια. Αποφασίσαμε να τον αποκαλούμε «ο μπούρου - μπούρου»
Ήρθε το παγωτό!

3 σχόλια:

ange-ta είπε...

καλησπέρα φιλενάδα μου.
Θα σου τηλεφωνήσω αύριο!

Cle Petridou είπε...

Όμορφος περίπατος στις γειτονιές!
Με σεργιάνισες σε μια Αθήνα που αγαπώ!
Την καλμέρα μου στην Ακρόπολη. Την τελευταία φορά βγήκα (πέρσι νομίζω ή πρόπερσι) με τον αναλκυστήρα που μοίζει σαν τελεφερίκ και σου κόβει την ανάσα!

Την καλημέρα μου και σε σένα.

quartier libre είπε...

να μου είσαστε όλοι, καλά.

πάντα χωρίς computer,
σας γράφω απ' το γραφείο, όπου είπα σήμερα δεν θα έρθω, μα ήρθα...