Κυριακή, Δεκεμβρίου 30, 2007

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, 2008.

Παραμύθι 2ο
Για μεγάλα παιδιά.
signature
a.k.


αρχή του παραμυθιού,

καλησπέρα σας !


Ο μικρός μολυβένιος στρατιώτης ,


ήταν στρατιώτης σ’ όλη του τη μικρή, μολυβένια ζωή. Ήταν ένας άξιος, γενναίος στρατιωτάκος, που πήγε πολλές φορές στον πόλεμο. Χρόνια πριν, μόλις βγήκε από το χυτήριο, όπου ο κατασκευαστής μέσα στο φούρνο έχυνε σε φόρμες το μολύβι, κι έφτιαχνε μ’ αυτό φυσίγγια, σφαίρες , κάθε λογιώ βλήματα, ακόμα και μικρούς, μολυβένιους στρατιώτες, από τότε ακόμα, ο στρατιωτάκος μας, ήξερε, πως ο προορισμός του ήταν, κάποτε να μπει μπροστάρης σ’ έναν πόλεμο, για να ελευθερώσει τους φτωχούς ανθρώπους και να φέρει πίσω στις χώρες την ελευθερία και την ειρήνη.

Εγώ, είμαι φτιαγμένος για να μαι στρατιώτης της ειρήνης, έλεγε πάντα με καμάρι ο μικρός στρατιώτης, και χρόνια ολόκληρα, καθάριζε με επιμέλεια το όπλο και την παλάσκα του. Έπρεπε πάντοτε να είναι έτοιμος, με το τουφέκι πλάϊ στα ποδάρια του, και τη νύχτα κοιμόταν πάντοτε με τα άρβυλά του καλογυαλισμένα και τακτικά τοποθετημένα κάτω από το κρεβάτι του.

Κάθε πρωί, στη μολυβένια ζωή του, είχε ένα καθήκον στρατιωτικό να επιτελέσει.
Στις αρχές της στρατιωτικής του καριέρας, τα πολλά παραγγέλματα : «ηηημιανάπαυση ! αααανάπαυση ! προοοσχή ! παααρουσιάστε ! εεπ ώμου! κλίση επί δεεεξιά ! κλίση επ’ αριιιιστερά ! Μάααρρς ! Θέση βολής : άρρξατε πυυυρ ! Ανακατάληψη του λόφου !», όλ’ αυτά τον κούραζαν και τον τρόμαζαν λίγο. Με τα χρόνια όμως συνήθισε τη ζωή του στρατού, κι όλοι έλεγαν γι αυτόν «να, ένας μικρός, άτρωτος, μολυβένιος στρατιώτης» !

Ο λοχίας, ο λοχαγός, ο ταγματάρχης, ο συνταγματάρχης, ο ταξίαρχος, ο στρατηγός, πάντα είχαν μιά δουλειά για κείνον, στα πεδία της μάχης.

Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, πάρε την σάλπιγγα και σάλπισε επίθεση ! Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, παίξε μας κάτι με τη μαγική σου τρομπέτα, να ξεκουραστεί λίγο ο λόχος ! Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, προπορεύσου για να κάνεις κατόπτευση εδάφους ! Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, σκάψε αμπρί ! Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, κάνε τούτο, και κάνε εκείνο… Έτσι κύλησε ως τα σήμερα, στα πεδία των μαχών η μισή του ζωή. Ώσπου, κάποια μέρα, ο πόλεμος τελείωσε ! Οι γειτονικές χώρες, που χρόνια τρώγονταν μεταξύ τους, αποφάσισαν να συνάψουν εκεχειρία. Οι γραμματείς συνέταξαν κείμενα δίκαια για όλους, οι αρχηγοί έδωσαν σοβαροί τα χέρια, κάθισαν στις μπορντώ, βελούδινες πολυθρόνες του κυβερνείου, έβγαλαν τα στυλό με την πένα κι υπέγραψαν συμφωνίες.

Μετά απ’ αυτό, ο στρατηγός, ο ταξίαρχος, ο συνταγματάρχης, ο ταγματάρχης, ο λοχαγός, ο λοχίας, όλο το στράτευμα, πήρε το δρόμο της επιστροφής.

Ο μικρός μας στρατιώτης ξεκίνησε κι αυτός πεζός να γυρίσει στο σπίτι του. Είχε όμως να κάνει πολλά χιλιόμετρα, ως να φτάσει. Μερόνυχτα περπάτησε, χωρίς να σταματήσει πουθενά. Ήταν το τέλος του φθινόπωρου, λίγο πριν μπει για τα καλά ο χειμώνας, όταν το κρύο τις νύχτες αρχίζει και τσούζει λίγο. Η στρατιωτική, μολυβένια στολή του είχε σχεδόν κουρελιαστεί και τ’ άρβυλά του είχαν τρυπήσει. Μ’ όλ’ αυτά, ο στρατιωτάκος, τυλιγμένος στη χακί του χλαίνη βάδιζε, βάδιζε ασταμάτητα. Στα μάτια του είχε πάντα μπροστά του την εικόνα της αγαπημένης του μικρής χορεύτριας, που ήξερε, πως τον περιμένει να επιστρέψει. Την μικρή του χορεύτρια σκεφτόταν κι έπαιρνε κουράγιο, και βάδιζε, ολοένα βάδιζε, περνώντας άλλοτε μέσα απ' τα χωράφια, άλλοτε απ' τα μονοπάτια των βουνών, κι άλλοτε διασχίζοντας τα χωριά των ανθρώπων.




Η μικρή χορεύτρια,
.
κι ο μικρός μολυβένιος στρατιώτης, έκαναν χρόνια να συναντηθούν... Πολύς καιρός…
Εδώ που τα λέμε, η χορεύτρια δεν ήταν πιά πολύ μικρή –τα χρόνια του στρατιώτη είχε κι εκείνη-, και μήτε χόρευε πιά.
Μπαλαρίνα, ήταν άλλοτε.
Λεπτό κορμί, σφιχτό, γεροδεμένοι μυς, μπράτσα σκληρά, γάμπες δυνατές. Στροβιλιζόταν στη μουσική, σαν κύκνος ανάλαφρη και σα χιονονιφάδα.
Πουλί ταξιδιάρικο πάνω σε pointes. Είχε γυρίσει τον κόσμο, χορεύοντας.
Της άρεσε ο σύμπας κόσμος.
Της άρεσε η γης, οι θάλασσες, τα βουνά, τα πουλιά, τα ζώα, τα λουλούδια.
Η ζωή της άρεσε, τα γέλια και τα τραγούδια.
Αγαπούσε τους ανθρώπους, και άνθρωποι την αγάπησαν.
Η μικρή χορεύτρια, ήταν ένα γερό, ντόμπρο, αληθινό κορίτσι, που κοίταζε τους ανθρώπους κατευθείαν, ίσα στα μάτια.
Ίσως είναι γι αυτό, που την πρόσεξε ο μικρός μολυβένιος στρατιώτης.
Μπορεί, για τούτο το αληθινό, το ίσο, το ντροπαλό της κοίταγμα . Μπορεί και για το διστακτικό βάδισμά της.

.Όταν συναντήθηκαν την πρώτη φορά, ήταν φθινόπωρο.
Οι κουμαριές, στην άκρια του χωριού είχαν γεμίσει κόκκινο καρπό, και τα βήματα του μικρού μολυβένιου στρατιώτη, που ζύγωναν, πνίγονταν πάνω σ’ ένα στρώμα φθινοπωρινά φύλλα, βαθύ κόκκινο, κίτρινο , ξερό καφετί
Απαντήθηκαν. Kοιτάχτηκαν λίγο σιωπηλοί. Αναμετρήθηκαν με τα μάτια. Έπειτα ξαφνικά, σαν κάτι να έγινε, ήταν πιά δύσκολο να σηκώσει ο καθείς τα μάτια του απ’ τον άλλο.
Έμειναν εκεί, σιωπηλά να κοιτάζονται.
Εκείνος, ένας στρατιώτης μολυβένιος, σκληροτράχηλος, αποσταμένος απ τους πολέμους, τυλιγμένος σφιχτά στην κάπα του, να μην τον διαπερνάει ο αγέρας.
Εκείνη, γυναίκα πιά, χωρίς λεπτό, γυμνασμένο κορμί, μονάχα γελαστά μάτια, που κοίταζαν κατ ευθείαν, όλο ίσια, τ’ άλλα μάτια.
Αργότερα, τους χειμώνες που ο μολυβένιος στρατιώτης έλειπε ξανά στον πόλεμο κι η μπαλαρίνα καθόταν μονάχη της τα βράδια πλάϊ στη φωτιά, έφερνε ξανά στο νου της εκείνη την πρώτη συνάντηση.
Σκεφτόταν καμιά φορά, ποιος έδωσε πρώτος στον άλλον το χέρι του και ποιος είπε την πρώτη κουβέντα, μα δεν θυμάται ξεκάθαρα. Τι σημασία έχει εξ άλλου;
Σημασία έχουν αυτά που ειπώθηκαν.
.
«H ζωή για τη σύντροφο ενός μολυβένιου στρατιώτη, της είπε εκείνος, δεν είναι διόλου εύκολη»
«Δεν φοβάμαι» είπε απλά η μπαλαρίνα
.
«Θα λείπω διαρκώς στον πόλεμο, είπε εκείνος. Θα πρέπει να μένεις μονάχη σου πολύν καιρό»
«Αν πρέπει να πας στον πόλεμο, θα πας, απάντησε η μπαλαρίνα. Θα μένω μονάχη μου πολύν καιρό»

. «Σπάνια θα μπορούμε να ιδούμε μαζί να χαράζει το ξημέρωμα, σπάνια θα μπορούμε ολονυκτίς ο ένας πλάϊ στον άλλο, να κουβεντιάζουμε ήσυχα, για τα μικρά, απλά πράγματα», είπε ξανά, ο μολυβένιος στρατιώτης.
«Θα κουβεντιάζουμε όταν επιστρέφεις, απάντησε η μπαλαρίνα, κι αυτό, είναι ικανό, να τα αναπληρώνει όλα.
Κι όσο για το ξημέρωμα, θα βάλουμε οι δυό μας ένα σημάδι.
Όταν εσύ λείπεις στον πόλεμο, τα πρωινά, θα κοιτάζουμε την ίδια στιγμή την ανατολή. Έτσι, εκεί πέρα, στον ορίζοντα, θα συναντιέται η ματιά μας, και θα ναι σα να με κοιτάζεις και σα να σε κοιτάζω κι εγώ. Το ίδιο θα κάνουμε και τις νυχτιές, που έχει πανσέληνο»

. «Οι μικροί μολυβένιοι στρατιώτες , είπε πάλι ο στρατιώτης, έχουν μερικές φορές ανάγκη, να λεν στις μπαλαρίνες τι κάνουν στον πόλεμο, αν φοβήθηκαν στη μάχη, αν κουράστηκαν απ’ το βάδισμα, αν κινδύνεψαν να τους αιχμαλωτίσει ο εχθρός, ή, για ποιόν καινούργιο πόλεμο ετοιμάζονται.
Κι ακόμα, οι μπαλαρίνες, έχουν μερικές φορές ανάγκη, να λεν στους μολυβένιους στρατιώτες, αν χόρεψαν καλά, αν τις αγάπησε ο κόσμος, αν μπόρεσαν πραγματικά όπως ο κύκνος να γείρουν το κεφάλι μέσα στις φτερούγες, αν ευχαρίστησαν τους ανθρώπους, που πήγαν να τις δουν να χορεύουν.
Θα είναι σκληρό, που δεν θα μπορούμε κάθε στιγμή να μιλάμε γι αυτά»
«Καταλαβαίνω, απάντησε η μπαλαρίνα. Eίναι σκληρό ένας θαρραλέος, μικρός μολυβένιος στρατιώτης να μη μπορεί κάθε στιγμή να μοιραστεί τους φόβους του και να εμπιστευθεί τα σχέδια του πολέμου του.
Κι είναι σκληρό, μια μπαλαρίνα να μη μπορεί κάθε στιγμή να μοιραστεί κοντά του την αγωνία, τη χαρά και τη θλίψη της.
Ως να γυρίσεις απ’ τον πόλεμο, είπε πάλι η μπαλαρίνα, να, τι θα κάνουμε :
Εσύ,
τα βράδια, μόλις ακουμπάς πλάϊ το όπλο σου, μόλις γυαλίζεις τα στρατιωτικά σου άρβυλα και τα ακουμπάς κάτω απ’ το ράντζο, ή, όταν είσαι στη μάχη, πριν πλαγιάσεις στο αμπρί πάνω στη χλαίνη σου, θα βγάζεις απ’ το τσεπάκι σου το μολύβι, και κάθε βράδυ, θα μου γράφεις δυό λέξεις.
Έπειτα, θα τις λες μεγαλόφωνα. Εγώ θα τις ακούω. Θα μου τις φέρνει ο άνεμος. Θα μου τις φέρνουν τα μικρά κοτσύφια. Θα καταλαβαίνω.
.
Εγώ πάλι,
θα πάψω να είμαι μια χορεύτρια. Θα πάψω πιά, να τριγυρίζω μοναχή τον κόσμο.
Θα μείνω εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο, να περιμένω εσένα.
Θα μείνω εδώ, στην άκρη του χωριού, να σου φτιάξω έναν κήπο.
Θα σκάβω τον κήπο σου, θα τον ξεχορταριάζω, θα φυτεύω κάθε εποχή τα νέα φυτά, θα κλαδεύω, θα σκαλίζω, θα ποτίζω, και κάθε φορά που επιστρέφεις, θα βρίσκεις δοχεία γεμάτα με φρέσκα λουλούδια.
Θα κάνω και κάτι άλλο. Κάθε Χριστούγεννα ή κάθε Πρώτη του Χρόνου, θα σου γράφω ένα παραμύθι. Θα είναι ένα παραμύθι, που θα χει αλήθειες μέσα. Τις μέρες μου θα χει μέσα, και τις νύχτες που σε περίμενα να ρθείς.»
.
Αυτά είναι όσα ειπώθηκαν.
Κι έπειτα, ο μικρός μολυβένιος στρατιώτης έφυγε ξανά για τον πόλεμο.
.
Χρόνια πέρασαν…
Ο μικρός μολυβένιος στρατιώτης, στις μάχες.
Κι η μπαλαρίνα, κηπουρός.
Δεν ήταν εύκολο γι αυτήν. Ο καιρός ήταν σκληρός.
Κάποτε, είχε πολύ κακές μέρες. Τρομαχτικές. Καταστροφές έγιναν.
Εκείνη φύτευε αγόγγυστα, κλάδευε και ξεχορτάριαζε σκυφτή ολημερίς, μες την παγωνιά και την υγρασία. Τα χέρια της ξύλιαζαν, τρυπιόντανε στ’ αγκάθια, πλήγιαζαν, άμαθη ήταν απ’ αυτά. Τα δάκρυά της έτρεξαν ποτάμι. Αγόγγυστα δάκρυα, δάκρυα πικρά, δάκρυα ώρες, δάκρυα μερόνυχτα, δάκρυα μήνες, δάκρυα χρόνους.
Ξεφύτρωναν κάποτε τα νεαρά φυτά. Κι ερχόταν πίσω τότε μια νεροποντή και τα πνιγε.
Κι έπειτα ένας δυνατός άνεμος και τα ξερίζωνε. Παγωνιές τα καίγαν. Δύσκολοι οι καιροί.
.
Εκείνος , στην τρομαχτική μοναξιά του πολέμου.
Να αναμετριέται με τη ζωή και το κουράγιο του, κάθε μέρα. Και κάθε νύχτα αποσταμένος, πριν κοιμηθεί, να της χαράζει στο χαρτί δυό λέξεις.

.
Την τελευταία χρονιά, το τελευταίο του γράμμα έλεγε :
«Ο πόλεμος τελείωσε. Επιστρέφω»
.
Την πήραν τη γραφή τα μικρά μαύρα κοτσύφια με τα κίτρινα ράμφη τους και την τιτίβιζαν ολούθε.
.
Την πήρε τη γραφή ο άνεμος και της την έφερε, την ώρα που εκείνη φρόντιζε την κόκκινη τριανταφυλλιά.
Αχ ! έκανε εκείνη, γιατί ξαφνιάστηκε και τσιμπήθηκε απ’ τ’ αγκάθια. Κόκκινο το αίμα έτρεξε στα χέρια της. Το κόκκινο της μεγάλης χαράς. Αυτής, που ακολουθεί μετά απ’ την μεγάλη απελπισία.
...............................................

Τα βελανίδια στο δάσος, είχαν πάρει το καφέ, ώριμο χρώμα τους, κι οι αγριόχοιροι σκάλιζαν με το μακρύ τους ρύγχος τις ρίζες της βελανιδιάς και τα ξέθαβαν. Συχνά, ξέθαβαν και μαύρα μανιτάρια και μουσούνιζαν από ευχαρίστηση τρώγοντάς τα.





Τα κάστανα είχαν σκάσει απ’ το αγκαθωτό κουκούλι τους, κι οι χωρικοί ήσαν έτοιμοι να τα μαζέψουν, να τα χουν τροφή για το χειμώνα.
Και τα καρύδια ήσαν έτοιμα. Ξεστύφεψαν. Γλύκυναν. Ώριμα για συγκομιδή.













Τα πλατάνια στο ρέμα, οι φλαμουριές, τα σφεντάμια, οι φτελιές κι οι μικρές κουτσουπιές, είχαν ρίξει κατάχαμα το πιο πολύ από το φύλλωμά τους.











Κι οι οξιές, είχαν πάλι στολίσει τη φύση με το βαθύ κόκκινο, κίτρινο, καφετί χαλί.

. Ήταν τότε, που ακούστηκε ξανά πάνω στα φύλλα, το σταθερό περπάτημα του μικρού μολυβένιου στρατιώτη.


Τα δοχεία μέσα στο σπίτι, ήσαν γεμάτα φρεσκοκομμένα λουλούδια.
Ο κήπος άνθιζε.
Η φύση μες στο χειμώνα γελούσε.
Ευλογία υπήρχε στον τόπο.

Το ίδιο βράδυ, η μπαλαρίνα, πήρε ένα μικρό, ξύλινο, γαλάζιο κασελάκι, έστρωσε μέσα προσεχτικά διπλωμένο το λευκό κορμάκι του χορού με τα τούλια, τύλιξε προσεχτικά τις pointes γύρω-γύρω με τις ροζ κορδέλες τους , έπειτα, έκλεισε το κασελάκι και το απόθεσε κάτω από το κρεβάτι του μικρού, μολυβένιου στρατιώτη, ακριβώς πλάϊ στα σκονισμένα του στρατιωτικά άρβυλα.
.
.
Τέλος του παραμυθιού
.
Κι αρχή Καλός μας Χρόνος !
.








Πέμπτη, Δεκεμβρίου 27, 2007


a.k.
Ο μικρός μολυβένιος στρατιώτης ,
ήταν στρατιώτης σ’ όλη του τη μικρή, μολυβένια ζωή.
Ήταν ένας άξιος, γενναίος στρατιωτάκος, που πήγε πολλές φορές στον πόλεμο.
Χρόνια πριν, μόλις βγήκε από το χυτήριο, όπου ο κατασκευαστής μέσα στο φούρνο έχυνε σε φόρμες το μολύβι, κι έφτιαχνε μ’ αυτό φυσίγγια, σφαίρες , κάθε λογιώ βλήματα, ακόμα και μικρούς, μολυβένιους στρατιώτες, από τότε ακόμα, ο στρατιωτάκος μας, ήξερε, πως ο προορισμός του ήταν, κάποτε να μπει μπροστάρης σ’ έναν πόλεμο, για να ελευθερώσει τους φτωχούς ανθρώπους και να φέρει πίσω στις χώρες την ελευθερία και την ειρήνη.
Εγώ, είμαι φτιαγμένος για να μαι στρατιώτης της ειρήνης, έλεγε πάντα με καμάρι ο μικρός στρατιώτης, και χρόνια ολόκληρα, γυάλιζε με επιμέλεια το όπλο και την παλάσκα του.
Έπρεπε πάντοτε να είναι έτοιμος, με το τουφέκι πλάϊ στα ποδάρια του, και τη νύχτα κοιμόταν πάντοτε με τα άρβυλά του τακτικά τοποθετημένα κάτω από το κρεβάτι του.
Κάθε πρωί, στη μολυβένια ζωή του, είχε ένα καθήκον στρατιωτικό να επιτελέσει.
Στις αρχές της στρατιωτικής του καρριέρας, τα πολλά παραγγέλματα « ηημιανάπαυση ! ααανάπαυση ! προοοσχή ! παααρουσιάστε ! κλίση επί δεεεξιά ! κλίση επ’ αριιιιστερά ! Θέση βολής: άρρξατε πυυυρ ! Ανακατάληψη του λόφου !», όλ’ αυτά τον κούραζαν και τον τρόμαζαν λίγο. Με τα χρόνια όμως συνήθισε τη ζωή του στρατού, κι όλοι έλεγαν γι αυτόν «να ένας μικρός, άτρωτος, μολυβένιος στρατιώτης»!
Ο λοχίας, ο λοχαγός, ο ταγματάρχης, ο συνταγματάρχης, ο ταξίαρχος, ο στρατηγός, πάντα είχαν μιά δουλειά για κείνον, στα πεδία της μάχης.
Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, πάρε την σάλπιγγα και σάλπισε επίθεση !
Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, παίξε μας κάτι με τη μαγική σου τρομπέτα, να ξεκουραστεί λίγο ο λόχος!
Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, προπορεύσου για να κάνεις κατόπτευση εδάφους!
Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, σκάψε αμπρί!
Μικρέ, μολυβένιε στρατιώτη, κάνε τούτο, και κάνε εκείνο…
Έτσι κύλησε ως τα σήμερα, στα πεδία των μαχών η μισή του ζωή.

Ώσπου, κάποια μέρα, ο πόλεμος τελείωσε !
Οι γειτονικές χώρες, που χρόνια τρώγονταν μεταξύ τους, αποφάσισαν να συνάψουν εκεχειρία.
Οι γραμματείς συνέταξαν κείμενα δίκαια για όλους, οι αρχηγοί έδωσαν σοβαροί τα χέρια, κάθισαν στις μπορντώ, βελούδινες πολυθρόνες του κυβερνείου, έβγαλαν τα στυλό με την πένα κι υπέγραψαν συμφωνίες.
Μετά απ’ αυτό, ο στρατηγός, ο ταξίαρχος, ο συνταγματάρχης, ο ταγματάρχης, ο λοχαγός, ο λοχίας, όλο το στράτευμα, πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Ο μικρός μας στρατιώτης ξεκίνησε κι αυτός πεζός να γυρίσει στο σπίτι του.
Είχε όμως να κάνει πολλά χιλιόμετρα, ως να φτάσει.
Μερόνυχτα περπάτησε, χωρίς να σταματήσει πουθενά.
Ήταν το τέλος του χειμώνα, λίγο πριν την άνοιξη, όταν το κρύο τις νύχτες είναι ακόμα πολύ τσουχτερό. Η στρατιωτική, μολυβένια στολή του είχε σχεδόν κουρελιαστεί και τ’ άρβυλά του είχαν τρυπήσει. Μ’ όλ’ αυτά, ο στρατιωτάκος βάδιζε, βάδιζε ασταμάτητα.
Στα μάτια του είχε πάντα μπροστά του την εικόνα της αγαπημένης του μικρής χορεύτριας, που ήξερε πως τον περιμένει να επιστρέψει.
Την μικρή του χορεύτρια σκεφτόταν κι έπαιρνε κουράγιο, και βάδιζε, ολοένα βάδιζε, περνώντας άλλοτε μέσα απ' τα χωράφια, άλλοτε απ' τα μονοπάτια των βουνών, κι άλλοτε διασχίζοντας τα χωριά των ανθρώπων.
.
(συνέχεια)
.
-έλα...
αφήστε με να παίξω λιγουλάκι-
:)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 26, 2007

a.k.

Ανοχύρωτη έμεινε η πολιτεία.
Η όμορφη πολιτεία, που ποιητές την αγάπησαν
κι οργανοπαίχτες του βιολιού μαστόροι
Η όμορφη πολιτεία, που ερωτευόταν στον εσπερινό τα φεγγάρια πάνωθέ της,
και μέτραγε τα πρωινά, με τις σιωπές των όρθρων
Η όμορφη πολιτεία, που μέσα της κήποι ανθίζαν, χαμομήλια, μυρτιές
κι άγρια της άνοιξης μυριστικά τριαντάφυλλα
Η πολιτεία, που την διαβήκαν άνθρωποι
Κρατώντας στα χέρια παντιέρες τιμής και λάβαρα
Η όμορφη πολιτεία με τα ντροπαλά μάγουλα
Και τα μάτια της θλίψης,
Της θλίψης
Που ερχόταν από πέρα, μακριά,
Απ’ το απέραντο του σύμπαντος
Κι ακόμα πιο πέρα,
Απ’ το κενό, απ’ την άβυσσο,
Την ερμιά
εντελώς αδούλευτη σκέψη,
έτσι όπως βγήκε, μονοκοπανιά...

Τρίτη, Δεκεμβρίου 25, 2007

Και
η Λατινική
Παράδοση ...
.
.
.
Gloria
in excelsis Deo !




.
Adeste, fideles, laeti, triumphantes:
Venite, venite in Bethleem
Natum videte Regem Angelorum,

Venite, adoremus; Venite, adoremus;
Venite, adoremus Dominum.

En, grege relicto, humiles ad cunas
Vocati pastores approperant.
Et nos ovanti gradu festinemus.

Venite, adoremus; Venite, adoremus;
Venite, adoremus Dominum.

Aeterni Parentis splendorem aeternum
Velatum sub carne videbimus:
Deum infantem pannis involutum.

Venite, adoremus; Venite, adoremus;
Venite, adoremus Dominum.

Pro nobis egenum et foeno cubantem
Piis foveamus amplexibus;
Sic nos amantem quis non redamaret ?

Venite, adoremus; Venite, adoremus;
Venite, adoremus Dominum.



Gloria in excelsis Deo,
Et in terra pax hominibus bonae voluntatis.
Laudamus te.
Benedicimus te.
Adoramus te.
Glorificamus te.

τη σκέψη μου
σας στέλνω






“Έγνω βούς
τον κτησάμενον
και όνος
την φάτνην του κυρίου
αυτού·
Ισραήλ δε με
ουκ έγνω
και ο λαός μου ου συνήκεν”.
.
.
προφητεία Ησαΐα
.
.
.
.
.
.Βυζαντινή Αγιογράφιση

«Και έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι.
Και ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγραυλούντες και φυλάσσοντες φύλακας της νυκτός επί την ποίμνην αυτών
και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς,
και εφοβήθησαν φόβον μέγαν•
και είπεν αυτοίς ο άγγελος, μη φοβείσθε ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην,
ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ,
ος εστί Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυίδ
και τούτο υμίν το σημείον ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη
και εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν
και λεγόντων δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία
και εγένετο ως απήλθαν απ' αυτών εις τον ουρανόν οι άγγελοι,
και οι άνθρωποι οι ποιμένες είπον προς αλλήλους διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ
και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ο Κύριος εγνώρισεν ημίν.
Και ήλθον σπεύσαντες, και ανεύρον την τε Μαριάμ και τον Ιωσήφ και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη».

κατά Λουκάν (κεφ. Β. 7 - 16)


«και ιδού ο αστήρ ον είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς,
έως ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον•
ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα,
και ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού,
και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ
και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα,
χρυσόν και λίβανον και σμύρναν».

κατά Ματθαίον (κεφ. Β, 9 - 11)

.
«Ανέτειλας Χριστέ εκ Παρθένου, νοητέ Ήλιε της Δικαιοσύνης
και Αστήρ σε υπέδειξεν, εν Σπηλαίω χωρούμενον τον αχώρητον»


Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει


Κοντάκιον. Αυτόμελον.
Ποίημα Ρωμανού τού Μελωδού.
.
Η Παρθένος σήμερον, τόν υπερούσιον τίκτει,
καί η γή τό Σπήλαιον, τώ απροσίτω προσάγει.
Άγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογούσι.
Μάγοι δέ μετά αστέρος οδοιπορούσι.
δι ημάς γάρ εγεννήθη, Παιδίον νέον,
ο πρό αιώνων Θεός.
.
Κοντάκιον.
H παρθέvος σήμερον, τόν προαιώvιοv Λόγοv,
εν σπηλαίω έρχεται, αποτεκείν απορρήτως.
Χόρευε η οικουμένη ακουτισθείσα.
δόξασοv μετά Αγγέλων καί τώv Ποιμένωv,
βουληθέντα εποφθήναι,
παιδίον νέον, τόν πρό αιώνωv Θεόν.



Ωδή
Χριστός γεννάται, δοξάσατε,
Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε,
Χριστός επί γής, υψώθητε,
Άσατε τώ Κυρίω πάσα η γή,
καί εν ευφροσύνη, ανυμνήσατε λαοί,
ότι δεδόξασται.




Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2007

στην Julie,
που μου το έμαθε
.
Minuit Chretiens
.
..

Minuit Chretiens, c’ est l’ heure solenelle,
Où l’ Homme-Dieu descendit jusq’ à nous,
Pour effacer la tache originelle,
Et de son Père arreter le courroux.

.
.
Le monde entier tressaille d’ esperance,
En cette nuit, qui lui donne un Sauveur.
Peuple, à genoux ! attends ta delivrance,
Noel, Noel, voici le Redempteur.

De notre foi que la lumière ardente
Nous guide tous au berceau de l’ Enfant,
Comme autrefois une etoile brillante
Y conduisit des chefs de l’ Orient,
Le Roi des rois nait dans une humble crèche
Puissants du jour, fiers de votre grandeur,
À votre orgueil, c’ est de là qu’ un Dieu preche,
Courbez vos fronts devant le Redempteur.

Le Redempteur a brisé toute entrave,
La terre est libre et le ciel est ouvert.
Il voit un frère où n’ etait qu’ un esclave
L’ amour unit ceux qu’ enchainait le fer.
Qui lui dira notre reconnaissance?
C’ est pour nous tous qu’ il nait, qu’ Il souffre et meurt.
Peuple, debout ! Chante ta delivrance!
Noel, Noel, chantons le Redempteur


Placide Cappeau

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 20, 2007


φίλοι μου,
εύχομαι σε όλους σας


ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ !

να έχετε υγεία

και αγάπη .


Ευτυχισμένοι να είστε !







Δευτέρα, Δεκεμβρίου 10, 2007

κι οι γλάροι
τα γοργόφτερα πουλιά
λευκό μπαλέτο στα σκοτάδια…
.
Μικρό ημερολόγιο ταξιδιού
- συνέχεια

στη θάλασσα
Πρωϊνοί σήμερα.
Είναι, που σχεδόν δεν κοιμηθήκαμε αποβραδύς.
Κακός θαλασσινός καιρός. Γερές αναταράξεις, και προς το ξημέρωμα οι αστραπές σκίζαν το στερέωμα, και κάναν τη νύχτα μέρα.
Το πλήρωμα επί ποδός.
Ο καπετάνιος όρθιος στο τιμόνι. Όλοι στα πόστα τους.
Αυτοί, όλοι εδώ μέσα οι ναυτικοί, είναι γερά σκαριά, ψημένοι στα ταξίδια, συνηθισμένοι σε φουρτούνες, κύματα και κακούς καιρούς. Δεν δείχνουν να σκιάζονται εύκολα.
Η μόνη άμαθη είμ’ εγώ.
Ήταν επιλογή μου όμως το ταξίδι, και γι αυτό στέκομαι τώρα, ήσυχα στη θέση μου, δίχως να γκρινιάζω.
Όταν κάτι το διαλέγεις, και μάλιστα έπειτα από δική σου ανάγκη, ή σκέψη ώριμη (απ’ όποια πλευρά θέλεις δες το), πάει και τελείωσε, μπαίνεις σε δρόμο και τον ακολουθείς. Γίνεται δρόμος δικός σου. Οδός σου.
Τον αγκαλιάζεις και πηγαίνετε αντάμα. Ο δρόμος κι εσύ.
Ετούτος εδώ ο δρόμος που εγώ επέλεξα, είν’ ένας δρόμος θαλασσινός. Διόλου εύκολος. Μα ποιος είπε, πως οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να τους αρέσουν τα εύκολα;

Κοντά στο ξημέρωμα, τα μπωφόρια έπεσαν –μπωφόρια, τα λέει ο λοστρόμος, μπωφόρια τα λέω κι εγώ-, έπεσε η θάλασσα, μαζεύτηκε ο καιρός, ο ουρανός είναι μολυβής, τα σύννεφα βαριά, ταξιδιάρικα.
Ο καπετάνιος άφισε το τιμόνι στον δεύτερο, και κατέβηκε να ξεκουραστεί.
Ξυλιασμένος ήτανε. Τον βόηθησα να βγάλει την εξάρτηση της βάρδιας, άναψα φωτιά, έβρασα στην μπουγιότα νερό με μοσχοκάρφια και ξύλο κανέλλας μέσα, έφτιαξα δυό γερά μαύρα τσάγια. Πήρα απ’ το ντουλάπι δυό κούπες, εγγλέζικη πορσελάνη. Τον σέρβιρα, στο δικό του τσάϊ έσταξα και λίγο γαλλικό cognac, κι έπειτα κάθισα σιμά του.
«Κρυώνουν τα πόδια μου», είπε. Βγάλαμε τις κάλτσες, είχαν υγρασία. Πήρα απ’ το ραφάκι το οινόπνευμα, «άσε με να σε φροντίσω», του λέω, κι εκείνος υπάκουσε, σαν ένα μέταλλο που μαλακώνει έγινε το σώμα του, το ένιωσα σαν άρχισα να του τρίβω με το σπίρτο τα πόδια.
Ο παππούς μου ο σφουγγαράς -εκ Σύμης- , ήταν κι αυτός ένας γερός, σκληροτράχηλος ναυτικός, μου έλεγε, πως στο κρύο, έκαναν τα χρόνια εκείνα εντριβές με πετρέλαιο.
Έτσι, ζέστανα τα ταξιδιάρικα πόδια του καπετάνιου μου, τον έχωσα στην κουκέτα, τον κουκούλωσα με το πάπλωμα της χήνας, τον σταύρωσα, ακούμπησα ένα φιλί στα γκρίζα του μαλλιά, έσβησα το φως, άναψα την μικρή λάμπα στο παλιό μου γραφειάκι και κάθισα να βάλω μιαν τάξη στις σκέψεις μου, και στην αταξία γύρω μου.

Έψαχνα από καιρό στις λατινικές μου σημειώσεις, κάτι να βρω για την έκφραση alma mater.
Αντιγράφω έτσι, μια παράγραφο, που βρήκα.

Alma Mater
ή
Alma Parents

L'Alma Mater est un terme d'origine latine, traduisible par « mère nourricière ». Le terme était employé dans la Rome antique, pour désigner la déesse mère

Η τροφός μήτηρ
"Ποτνία μήτηρ"

Selon la légende, Rome est fondée par Romulus et Rémus, qui, dans leur enfance, auraient été nourris par une louve.

http://fr.wikipedia.org/wiki/Catégorie:Locution_latine
« expressions latines »

(Aux Etats-Unis, la plupart des vieilles universités, possèdent leur Alma Mater, terme qui désigne dans ce cas l'intégralité de l'hymne d'une université)

Από τον πίνακα με τους λατινικούς όρους, ξαναβρίσκω εδώ, μιάν έκφραση, που πάντα με συγκινούσε και μ’ ενδιέφερε :


non ministrari sed ministrare


"You are not here to be served but to serve"

ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι"

δεν θυμάμαι, και πρέπει να το ψάξω, μα ίσως είναι από το ευαγγέλιο το κατά Λουκάν.
εξάλλου, το alma mater, με οδηγεί στην

Γαλακτοτροφούσα

Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007

χειμώνας που είναι,
κρύα και βροχές κι αέρηδες,
άστε με να σας στείλω χειμωνιάτικα, βουνίσια, ακριβά,
λευκά λουλούδια.
και κορφούλες με χιόνια και σύννεφα.
και ταιριαστή μουσική

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 06, 2007


τα μενεξεδάκια μου

ταπεινά, χαμηλά,
μωβ σαν τη θλίψη,
γλυκόπιοτα σαν το φιλί,
ζωηρά κι ατίθασα,
δυσεύρετα, σπάνια,
μονα δικά μου




δύο εσύ και τρεις εγώ
πράσινο πεντόβολο
μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γειά σου κύριε μενεξέ
από τον
Ήλιο τον Ηλιάτορα

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 05, 2007

Εξήνθησεν η έρημος, ωσεί κρίνον, Κύριε

Χαίρε, κρίνον το ηδύπνοον παραδείσου μυστικού

χαιρετισμοί
.
Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία ...
Το Κρίνο, το Τριαντάφυλλο, το Γιασεμί, ο Μενεξές,
η Πασχαλιά, ο Υάκινθος
Ελύτης
.
.
που 'χε ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο. ...
Σολωμός
.
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία, σαν κρίνο ολάνοιχτο
Μαρία Πολυδούρη
.
Εγώ άνθος του πεδίου, κρίνον των κοιλάδων
ως κρίνον εν μέσω ακανθών,
ούτως η πλησίον μου ανά μέσον των θυγατέρων.
άσμα ασμάτων
.
Αγαλλιάσθω έρημος και ανθείτω ως κρίνον
Ησαΐας, Κεφ. λε'
.
.
.
.
*roses

Τρίτη, Δεκεμβρίου 04, 2007

κι οι γλάροι
τα γοργόφτερα πουλιά
λευκό μπαλέτο στα σκοτάδια…
.
.
Μικρό ημερολόγιο ταξιδιού
- συνέχεια
.
.
στη θάλασσα
.
.
Δευτέρα, 3 του Δεκέμβρη 2007

Χτες το απομεσήμερο, είχα ανάγκη να πάρω λίγον καθαρόν αέρα.
Φόρεσα ένα πουλόβερ μάλλινο, παντελόνι φανελένιο, ζεστά σοσόνια, τα μποτάκια με τη γούνα μέσα, κι ανέβηκα στη γέφυρα.
Είχε ήλιο κι η θάλασσα ήταν κάλμα. Λάδι. Μπονάτσα. Χάρμα να την βλέπεις, να την μυρίζεις, γλυκό αλάτι στα ρουθούνια σου…

Είμαστε κοντά σε ακτές. Έτσι, πήρα μια πολυθρόνα ξαπλωτούρα -αυτές που οι Γάλλοι ονομάζουν chaise longue-, κι αντί να την στρέψω στον θαλασσινόν ορίζοντα, την γύρισα δυτικά, να κοιτάζει στεριά.
Ο ήλιος, ίσα που είχε ξεπεράσει τη μέση του ουρανού, έλαμπε ακόμα ζεστός χειμωνιάτικος και φωτεινός.
Έβαλα άντικρυ του την πολυθρόνα μου και ξαπλώθηκα. Γύρισα το πρόσωπο, να με λούζει το φως ολόκληρη, κι έκλεισα τα μάτια. Δεν κοιμήθηκα. Απολάμβανα την ζεστασιά και την ησυχία.
Τι ωραία στιγμή χαλάρωσης ! Πόσο μου χαν λείψει τα τελευταία χρόνια, στο ρυθμό της πόλης, οι στιγμές της χαλάρωσης… Σκληρές πολύ έχουν γίνει οι μεγαλουπόλεις. Πόλεις για γερά νεύρα , γερά στομάχια κι ανθρώπους με αντοχές.
Τι καλή απόφαση πήρα να φύγω, να ταξιδέψω, σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι…και τεντώνω τα πόδια με ευχαρίστηση στην πάνινη, κάτω απ’ τον ήλιο !
Που και που ανοίγω τα μάτια. Αντίκρυ, χαμηλοί αμμόλοφοι και ακόμα πιο πίσω, πρασινάδες.
Ένας γλάρος στέκεται στο μεσαίο κατάρτι, μπροστά μου, ξάφνου βουτάει στο νερό που αστράφτει, αρπάζει με το ράμφος κάτι στο φτερό και ξανασηκώνεται προς την ακτή.
Μαζεύω στο στήθος τα πόδια, λυγίζω τα γόνατα, κι ακουμπάω πάνω το βιβλίο που ανέβασα.
Ψυχή δεν υπάρχει τέτοιαν ώρα στη γέφυρα. Έτσι, πήρα απόφαση να διαβάζω μεγαλόφωνα.
.
«Διά τον αρχιμουσικόν. Επί κρίνων..

Όλα τα ενδύματά σου ευωδιάζουν από σμύρναν και αλόην και κασίαν,
Από ελεφάντινα ανάκτορα σε ευφραίνουν έγχορδα όργανα»

Μετάφρασις των εβδομήκοντα
Σελ. 113, ψαλμός ΜΔ΄, των υιών Κορέ.
.
.

«…Συ, Κύριε,
ο οποίος θέτεις τας δοκούς των υπερώων σου εις τα ύδατα,
ο οποίος περιπατείς επί πτερύγων ανέμων,
ο οποίος κάμνεις τους ανέμους αγγελιοφόρους σου…»
.

«… εκεί είναι η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος,
όπου υπάρχουν αναρίθμητα ερπετά,
ζώα μικρά μετά μεγάλων.
Εκεί διατρέχουν τα θαλάσσια κήτη,
Ο Λευϊάθαν, τον οποίον έπλασες δια να παίζη εντός αυτής…».

Τω Δαυίδ, ψαλμός ΡΓ΄, σελ. 171

Ξάφνου έπεσε πούσι. Χαμηλώνει ο ήλιος.
Ένα θαλασσινό σύννεφο κατέβασε υγρασία, και μ’ έπιασε ρίγος.
Στ’ αμπάρι, πίσω. Στη θερμάστρα, και στα ζεστά μου σκεπάσματα.