Τρίτη, Δεκεμβρίου 04, 2007

κι οι γλάροι
τα γοργόφτερα πουλιά
λευκό μπαλέτο στα σκοτάδια…
.
.
Μικρό ημερολόγιο ταξιδιού
- συνέχεια
.
.
στη θάλασσα
.
.
Δευτέρα, 3 του Δεκέμβρη 2007

Χτες το απομεσήμερο, είχα ανάγκη να πάρω λίγον καθαρόν αέρα.
Φόρεσα ένα πουλόβερ μάλλινο, παντελόνι φανελένιο, ζεστά σοσόνια, τα μποτάκια με τη γούνα μέσα, κι ανέβηκα στη γέφυρα.
Είχε ήλιο κι η θάλασσα ήταν κάλμα. Λάδι. Μπονάτσα. Χάρμα να την βλέπεις, να την μυρίζεις, γλυκό αλάτι στα ρουθούνια σου…

Είμαστε κοντά σε ακτές. Έτσι, πήρα μια πολυθρόνα ξαπλωτούρα -αυτές που οι Γάλλοι ονομάζουν chaise longue-, κι αντί να την στρέψω στον θαλασσινόν ορίζοντα, την γύρισα δυτικά, να κοιτάζει στεριά.
Ο ήλιος, ίσα που είχε ξεπεράσει τη μέση του ουρανού, έλαμπε ακόμα ζεστός χειμωνιάτικος και φωτεινός.
Έβαλα άντικρυ του την πολυθρόνα μου και ξαπλώθηκα. Γύρισα το πρόσωπο, να με λούζει το φως ολόκληρη, κι έκλεισα τα μάτια. Δεν κοιμήθηκα. Απολάμβανα την ζεστασιά και την ησυχία.
Τι ωραία στιγμή χαλάρωσης ! Πόσο μου χαν λείψει τα τελευταία χρόνια, στο ρυθμό της πόλης, οι στιγμές της χαλάρωσης… Σκληρές πολύ έχουν γίνει οι μεγαλουπόλεις. Πόλεις για γερά νεύρα , γερά στομάχια κι ανθρώπους με αντοχές.
Τι καλή απόφαση πήρα να φύγω, να ταξιδέψω, σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι…και τεντώνω τα πόδια με ευχαρίστηση στην πάνινη, κάτω απ’ τον ήλιο !
Που και που ανοίγω τα μάτια. Αντίκρυ, χαμηλοί αμμόλοφοι και ακόμα πιο πίσω, πρασινάδες.
Ένας γλάρος στέκεται στο μεσαίο κατάρτι, μπροστά μου, ξάφνου βουτάει στο νερό που αστράφτει, αρπάζει με το ράμφος κάτι στο φτερό και ξανασηκώνεται προς την ακτή.
Μαζεύω στο στήθος τα πόδια, λυγίζω τα γόνατα, κι ακουμπάω πάνω το βιβλίο που ανέβασα.
Ψυχή δεν υπάρχει τέτοιαν ώρα στη γέφυρα. Έτσι, πήρα απόφαση να διαβάζω μεγαλόφωνα.
.
«Διά τον αρχιμουσικόν. Επί κρίνων..

Όλα τα ενδύματά σου ευωδιάζουν από σμύρναν και αλόην και κασίαν,
Από ελεφάντινα ανάκτορα σε ευφραίνουν έγχορδα όργανα»

Μετάφρασις των εβδομήκοντα
Σελ. 113, ψαλμός ΜΔ΄, των υιών Κορέ.
.
.

«…Συ, Κύριε,
ο οποίος θέτεις τας δοκούς των υπερώων σου εις τα ύδατα,
ο οποίος περιπατείς επί πτερύγων ανέμων,
ο οποίος κάμνεις τους ανέμους αγγελιοφόρους σου…»
.

«… εκεί είναι η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος,
όπου υπάρχουν αναρίθμητα ερπετά,
ζώα μικρά μετά μεγάλων.
Εκεί διατρέχουν τα θαλάσσια κήτη,
Ο Λευϊάθαν, τον οποίον έπλασες δια να παίζη εντός αυτής…».

Τω Δαυίδ, ψαλμός ΡΓ΄, σελ. 171

Ξάφνου έπεσε πούσι. Χαμηλώνει ο ήλιος.
Ένα θαλασσινό σύννεφο κατέβασε υγρασία, και μ’ έπιασε ρίγος.
Στ’ αμπάρι, πίσω. Στη θερμάστρα, και στα ζεστά μου σκεπάσματα.

4 σχόλια:

genna είπε...

Να ξαναβγείς στη γέφυρα, στον άνεμο θα πετώ, θα σε καλημερίσω, όμορφο το πέλαγος κι ο γλάρος σύντροφος πιστός... οι μέρες των υδάτων... σε φιλώ...

quartier libre είπε...

οι μέρες των υδάτων
και τα ταξίδια,
δεν είναι, παρά
όνειρα χειμερινής νυκτός...

sinnefo rain είπε...

καλημέρα καλή λέξη

quartier libre είπε...

καλή μέρα, συννεφούλα :)