Τετάρτη, Δεκεμβρίου 31, 2008

γέρο Χρόνε φύγε τώρα...












γιά να γελάσει λιγάκι το χείλι μας...







θα δείτε,
όλα καλά θα πάνε!
όλα θα πάνε καλύτερα...
.
.
.
.
.
.
.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 27, 2008

PINTERISH / PINTERESQUE

HAROLD PINTER
.



Αναζητώντας διάλεκτο*


*(τρόπο έκφρασης κι επικοινωνίας)

.

ΚΑΙ αυτήν την κακή συνήθεια έχω ! Μου αρέσουν τα μολύβια . Όχι τα μηχανικά, μοδάτα, signés μολυβάκια, αλλά αυτά τα ξύλινα, τα μολυβένια μολύβια με μύτη, που τα ξύνουμε με τις ξύστρες πάνω απ’ τα καλαθάκια και μέσα στα τασάκια . Αυτά μ’ αρέσουν !
Έχω λοιπόν από πάντα την κακή συνήθεια, να παίρνω μολυβένιο μολύβι και να υπογραμμίζω τα βιβλία. Ξέρω, δεν είναι σωστό να σημαδεύεις τα βιβλία, αλλά εγώ τους δίνω και καταλαβαίνουν ! Από πάντα έτσι έκανα... Που πάει να πει, ανοίγω σήμερα τα παλιά μου βιβλία, και βρίσκω με μολύβι σημειωμένο, το τι με ενδιέφερε εκείνη την εποχή της ζωής μου, που τα διάβαζα... Γιατί βέβαια, εκείνο που σε ενδιαφέρει ή εκείνο που σε εκφράζει σημειώνεις...

Σήμερα λοιπόν, Παρασκευή, δεύτερη μέρα Χριστουγέννων,

IN MEMORIAM, άνοιξα ένα θεατρικό βιβλίο - παλαιόν - .


2 θεατρικά έργα.
Τίτλος πρωτοτύπων :
“THE COLLECTION” and
“THE LOVER”

ΧΑΡΟΛΝΤ ΠΙΝΤΕΡ

Μετάφραση: ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΤΕΣΙΣ

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΘΕΑΤΡΟ
Εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ


Εδωδά, θα σας σημειώσω μονάχα τα υπογραμμισμένα μου , όχι από τα 2 έργα, μα από τις σημειώσεις – πρόλογο – εισαγωγή του Παύλου Μάτεσι.
Σκέφτομαι ότι και σήμερα, 25 χρόνια μετά, μάλλον τα ίδια θα υπογράμμιζα...
.
.
.
.
.
Σελ. 9
Θαραλέα είναι τα έργα που προβάλλουν μπροστά μας σαν ερωτηματικά. Επειδή κι εμείς οι ίδιοι είμαστε ερωτηματικά.

Το σύγχρονο θεατρικό έργο δεν προσφέρει απαντήσεις, θέτει ερωτήματα. Μόνο.
Η απάντηση που θα δοθεί από τον συγγραφέα είναι ύποπτη: μπορεί να είναι συνταγή, ή συμβουλή, ή παραμυθία. Ο ρόλος του σημερινού συγγραφέα είναι να δείχνει.
Ο ρόλος του καλού σύγχρονου συγγραφέα είναι να αφίνει να δούμε.

Σελ. 10-11
Είναι γενικά παραδεγμένο πως, όταν ένας συγγραφέας συνθέτει ένα θεατρικό έργο, θ’ αφίσει απέξω από το κείμενό του ορισμένα πράγματα.

ΕΡΩΤΗΜΑ: μήπως τα κριτήρια στην επιλογή (αφαίρεση αυτών των πραγμάτων) είναι πιά ξεπερασμένα; Μήπως τα κάποτε «άχρηστα» είναι τώρα χρήσιμα;

Αμάρτημα τώρα είναι η «επιλογή», που μπορεί να είναι και απόκρυψη.

Η επιλογή, φαίνεται, ήταν απάτη. Η αποσιώπηση, παραπλάνηση. Χρειάζεται μια αναθεώρηση.

Σελ. 12
Τι είναι καλό; Τι είναι κακό;
ΠΡΟΤΑΣΗ:
(δίπλα στην πρόταση, έχω πάλαι ποτέ σημειώσει ένα μεγάλο θαυμαστικό κι ένα ερωτηματικό)
Μήπως, αντί να τυρβάζουμε για το καλό και το κακό, θάπρεπε να ξεχωρίζουμε τα πράματα σε υπάρχοντα και μη υπάρχοντα;

Στις μέρες μας, γνωρίζουμε πως η αλήθεια δεν είναι μία, μόνη, αιώνια κι αμετακίνητη, αλλά κινούμενη και εναλλασσόμενη σε κάθε στιγμή.

Σελ. 13
Η αναθεώρηση, το ξανασκάψιμο του θεμέλιου, δεν είναι απελπισία, ούτε φόβος. Είναι θάρρος κι αποφασιστικότητα. Γι αυτό, το σύγχρονο θέατρο είναι θέατρο αισιόδοξο.

Σελ.14
Από φόβο, αρνηθήκαμε να παραδεχτούμε τα γεγονότα, τις παραλείψεις.

Τώρα, πρέπει να ξορκίσουμε τον φόβο αυτόν. Η διάγνωση, η γνώση, δεν είναι βέβαια το γιατρικό για το φόβο. Είναι όμως το πρώτο βήμα.
.

.
Σελ.16
Στο καινούργιο έργο, ο θεατής θα ανακαλύψει, χωρίς τον μύθο, σε πείσμα της απουσίας μύθου, τις Σκύλλες, που τον παραμονεύουν στο σπίτι του, στο κρεβάτι του, στο γραφείο του, στις συναλλαγές του με τους άλλους: τη βία, την έλλειψη επικοινωνίας, την ατονία της έφεσης για επαφή.
Θα δει τους μυστικούς, υπόγειους τρόπους που ενεδρεύουν κάτω από την καθημερινή κουβέντα, ή την απουσία κουβέντας.
Θα δει ανθρώπους σαν και τον εαυτό του, που στα ερωτήματά τους εισπράττουν, αντί για απάντηση, άλλο ερώτημα.
Θα ανακαλύψει τις φοβίες που, με το καθαρότερο προσές της νεύρωσης, προκαλούνται από άσχετες λέξεις.
Θα δει ο θεατής τον συγγραφέα, να του αρνιέται με σκληρότητα την προσφορά ροζ αισιοδοξίας. (….)
Θ’ ακούσει τις ασήμαντες φράσεις που πετιούνται τρομαγμένα για να καλύψουν την ανυπαρξία ουσίας.
Θα επισημάνει την αίσθηση του «έρημου κέντρου στην μέση ενός έρημου κύκλου», που στοιχιώνει το έργο του Κάφκα.
.
Η κατανόηση του Πιντερικού έργου δεν είναι θέμα πολλής ή λίγης νοημοσύνης. Η λύση βρίσκεται στην αλλαγή οπτικής γωνίας του θεατή. Και τότε, θα παρακολουθήσει στη σκηνή μια περιπέτεια πολύ πιο συναρπαστική από κάθε φιλμ γουέστερν :
την προσωπική του περιπέτεια.
Στο σύγχρονο έργο, ο θεατής καλείται να δουλέψει. Ίσως δεν θα πρεπε πιά να λέγεται θεατής, αλλά μέτοχος, ή συνένοχος.


Και

Σελ. 21
Ο όρος Pinterish, Pinteresque, πολιτογραφημένος τα τελευταία χρόνια στη θεατρική σημαντική, είναι μέτρο της παρουσίας του Πίντερ.
Ο τρόπος γραφής του;
Ο Πίντερ δεν «γράφει». Γίνεται μαγνητόφωνο, όπου ο ήρωάς του καταγράφει μόνος του τη δική του φωνή, τη δική του ομιλία, με κακή σύνταξη, πλεονασμούς, κομπιάσματα, αντιφάσεις – ένας καθρέφτης του μέσα και του έξω κόσμου του.
Ο Πιντερικός ήρωας, αδιάφορος για τα όσα λέει ο απέναντί του, ελάχιστα ενδιαφέρεται για τα όσα και ο ίδιος λέει. Και καθόλου για τον τρόπο, που τα εκφράζει.


.
Μέρος του προλόγου
του Παύλου Μάτεσι 1969
στο θεατρικό βιβλίο
"Η ΣΥΛΛΟΓΗ"
"Ο ΕΡΑΣΤΗΣ"
του
Χάρολντ Πίντερ
εκδ. ΔΩΔΩΝΗ
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.*Ό, τι με αστερίσκο, γαλάζιο ή πλαγιαστό,
είναι του αντιγραφέα
quartier



.
.
.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 26, 2008

LE TESTAMENT POLITIQUE DE HAROLD PINTER
.
.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ του HAROLD PINTER -.
.
Η ομιλία του Χάρολντ Πίντερ
στην τελετή για το
Νόμπελ Λογοτεχνίας 2005
.
.
.
.
"ΠΕΡΙ ΑΞΙΟ ΠΡΕΠΕΙΑΣ
ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ" !
.





.

.

.

Έχω στα χέρια ένα λιγνό βιβλιαράκι, μόλις 29 σελίδων, αγορασμένο στη fnac με άλλα βιβλία, πέρσι ή πρόπερσι - δεν θυμάμαι - τέτοια εποχή, μποναμάς Χριστουγέννων, από μένα για μένα, 4 Ευρώ και 50 λεπτά.

Σε εξώφυλλο χαρτόνι, γκρι απαλό, γράμματα κόκκινα :



.ΤΕΧΝΗ, ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ


HAROLD PINTER

Εκδόσεις ΑΙΩΡΑ




Αντιγράφω εδώ για σας.

-Το 1958 έγραψα:

«Δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ του πραγματικού και του μη πραγματικού, ούτε μεταξύ του αληθινού και του μη αληθινού.
Ένα πράγμα δεν είναι απαραιτήτως ή αλήθεια ή ψέμα. Μπορεί να είναι ταυτόχρονα και αλήθεια και ψέμα».
Πιστεύω ότι αυτοί οι ισχυρισμοί εξακολουθούν να ισχύουν, ως προς τη διερεύνηση της πραγματικότητας, μέσω της τέχνης. Έτσι, ως συγγραφέας, τους υποστηρίζω αλλά ως πολίτης αδυνατώ να το κάνω. Ως πολίτης οφείλω να ρωτήσω: Τι είναι αλήθεια; Τι είναι ψέμα;
Η αλήθεια στο θέατρο είναι πάντα φευγαλέα. Δεν την βρίσκεις ποτέ ακριβώς αλλά η αναζήτησή της είναι καθηλωτική. Η αναζήτηση είναι σαφώς το κίνητρο της προσπάθειας. Η αναζήτηση είναι η δουλειά σου. Τις περισσότερες φορές σκοντάφτεις στην αλήθεια μέσα στο σκοτάδι , πέφτεις πάνω της ή βλέπεις φευγαλέα μια εικόνα ή ένα σχήμα που μοιάζει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια, συχνά χωρίς να συνειδητοποιείς ότι συνέβη. Αλλά η πραγματική αλήθεια είναι, ότι στη δραματική τέχνη δεν υπάρχει μία μοναδική αλήθεια. Υπάρχουν πολλές αλήθειες, οι οποίες αμφισβητούν η μία την άλλη, αποστρέφονται η μία την άλλη, αντανακλούν η μία την άλλη, αγνοούν η μία την άλλη, κοροϊδεύουν η μία την άλλη, δεν βλέπουν η μία την άλλη. Μερικές φορές αισθάνεσαι ότι κρατάς την αλήθεια μιάς στιγμής στα χέρια σου κι αμέσως μετά γλιστράει μέσα από τα δάχτυλά σου και χάνεται.

..................................................................

Έτσι, η γλώσσα στην τέχνη παραμένει μια εξαιρετικά αμφίσημη συναλλαγή, μία κινούμενη άμμος, ένα τραμπολίνο, μια παγωμένη λίμνη, όπου ο πάγος μπορεί ανά πάσα στιγμή να θρυμματιστεί κάτω από τα πόδια του συγγραφέα.
Αλλά, όπως είπα, δεν μπορείς να σταματήσεις την αναζήτηση της αλήθειας. Δεν μπορείς να τη διακόψεις, να την αναβάλεις. Οφείλεις να την αντιμετωπίσεις, εδώ και τώρα.
Το πολιτικό θέατρο θέτει μια εντελώς διαφορετική σειρά προβλημάτων. Το κήρυγμα πρέπει να αποφεύγεται πάση θυσία. Η αντικειμενικότητα είναι ουσιαστικής σημασίας. Τα πρόσωπα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναπνέουν ελεύθερα.

....................................................................

Η πολιτική γλώσσα, όπως χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς, δεν εκφράζει τέτοιες αναζητήσεις, εφόσον η πλειονότητα των πολιτικών, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε στα χέρια μας, ενδιαφέρονται όχι για την αλήθεια, αλλά για την εξουσία και τη διατήρηση αυτής της εξουσίας. Για να διατηρήσουν αυτήν την εξουσία, είναι αναγκαίο να παραμένουν οι πολίτες σε άγνοια, να αγνοούν την αλήθεια, ακόμα και την αλήθεια της δικής τους ζωής.
Ως εκ τούτου, ό, τι μας περιβάλλει είναι ένα απέραντο υφαντό ψεμάτων, από τα οποία τρεφόμαστε.

................................................................

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν βρίσκουν πλέον απαραίτητες τις συγκρούσεις «χαμηλής έντασης». Δεν βρίσκουν κανένα λόγο να είναι επιφυλακτικές ή ακόμα και να δρουν παρασκηνιακά. Ανοίγουν τα χαρτιά τους στο τραπέζι χωρίς φόβο και πάθος. Πολύ απλά, δεν τους καίγεται καρφί για τον ΟΗΕ, το διεθνές δίκαιο ή την κριτική των διαφωνούντων. Τα θεωρούν ανίσχυρα και ασήμαντα. Σέρνουν πίσω τους, δεμένο στο λουρί του, το κλαψιάρικο μικρό αρνάκι τους, την αξιολύπητη και αδρανή Μεγάλη Βρετανία.

Τι απέγινε η ηθική ευαισθησία μας; Είχαμε ποτέ κάτι τέτοιο; Τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις; Μήπως αναφέρονται σε μια έννοια, που σπάνια χρησιμοποιείται σήμερα – τη συνείδηση; Μια συνείδηση, που δεν έχει να κάνει μόνο με τις δικές μας πράξεις, αλλά και με το μέρος της ευθύνης που φέρουμε για τις πράξεις άλλων; Είναι όλα αυτά νεκρά;

.............................................................

Είπα νωρίτερα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ανοίγουν πλέον τα χαρτιά τους στο τραπέζι με απόλυτη ειλικρίνεια. Έτσι είναι. Η επίσημη πολιτική τους ορίζεται σήμερα ως «κυριαρχία σε όλο το φάσμα». Ο όρος δεν είναι δικός μου, είναι δικός τους. «Κυριαρχία σε όλο το φάσμα», σημαίνει έλεγχο στην ξηρά, στη θάλασσα, στον αέρα, στο διάστημα και σε όλες τις σχετικές πηγές πρώτων υλών.

..............................................................

Γνωρίζω ότι ο πρόεδρος Μπους έχει πολλούς εξαιρετικά ικανούς ανθρώπους που γράφουν τους λόγους του, αλλά θα ήθελα να δηλώσω κι εγώ εθελοντής γι αυτή τη δουλειά.
Προτείνω την εξής σύντομη ομιλία, την οποία μπορεί να απευθύνει από την τηλεόραση στο αμερικανικό έθνος. Τον βλέπω μπροστά μου, επίσημο, προσεκτικά χτενισμένο, σοβαρό, νικητή, ειλικρινή, συχνά απατηλό, μερικές φορές με ένα μισοειρωνικό χαμόγελο, παράξενα ελκυστικό. Αυθεντικός.
.
«Ο Θεός είναι καλός. Ο Θεός είναι μεγάλος. Ο Θεός είναι καλός. Ο δικός μου Θεός είναι καλός. Ο Θεός του Μπιν Λάντεν είναι κακός. Ο δικός του Θεός είναι κακός. Ο Θεός του Σαντάμ ήταν κακός, μόνο που εκείνος δεν είχε Θεό. Ήταν ένας βάρβαρος. Εμείς δεν είμαστε βάρβαροι. Εμείς δεν κόβουμε τα κεφάλια των ανθρώπων. Εμείς πιστεύουμε στην ελευθερία. Το ίδιο κι ο Θεός. Εγώ δεν είμαι βάρβαρος. Είμαι ο δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης ενός δημοκρατικού κράτους που λατρεύει την ελευθερία. Είμαστε μια φιλεύσπλαχνη κοινωνία. Κάνουμε φιλεύσπλαχνες εκτελέσεις στην ηλεκτρική καρέκλα και χορηγούμε φιλεύσπλαχνες θανατηφόρες ενέσεις. Είμαστε ένα μεγάλο έθνος. Εγώ δεν είμαι δικτάτορας. Αυτός είναι. Εγώ δεν είμαι βάρβαρος. Αυτός είναι. Κι εκείνος είναι. Όλοι τους είναι. Έχω ηθικό κύρος. Βλέπετε τούτη τη γροθιά; Αυτή είναι το ηθικό μου κύρος. Και μη διανοηθείτε να το ξεχάσετε».

Η ζωή ενός συγγραφέα είναι μια εξαιρετικά τρωτή, σχεδόν γυμνή δραστηριότητα. Δεν χρειάζεται να χύσουμε δάκρυα γι αυτό. Ο συγγραφέας κάνει την επιλογή του κι εμμένει σ’ αυτήν. Αλλά είναι αλήθεια, ότι βρίσκεσαι εκτεθειμένος στους ανέμους, και κάποιοι από αυτούς είναι πολύ παγωμένοι.
Είσαι εκεί έξω μόνος σου, απροστάτευτος. Δεν βρίσκεις καταφύγιο – εκτός κι αν λες ψέματα – οπότε, στην περίπτωση αυτή, έχεις φτιάξει το καταφύγιό σου και, θα μπορούσε να πει κανείς, έχεις γίνει πολιτικός.

...................................................

Πιστεύω ότι παρά τις τεράστιες αντιξοότητες, η επίδειξη ακλόνητης, απαρέγκλιτης, έντονης πνευματικής αποφασιστικότητας, ως πολίτες, προκειμένου να ορίσουμε την πραγματική αλήθεια της ζωής μας και της κοινωνίας μας, είναι ζωτικής σημασίας υποχρέωση, που βαρύνει όλους μας. Η ανάγκη είναι επιτακτική.

Εάν αυτή η αποφασιστικότητα δεν ενσωματωθεί στο πολιτικό μας όραμα, δεν έχουμε καμιάν ελπίδα να αποκαταστήσουμε κάτι που έχουμε σχεδόν χάσει : την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.



Ingmar
. Bergman





FANNY
AND
ALEXANDER







Τα χρόνια
της

ευτυχίας !
.
1/19
.



.
.
2/19
.



.
3/19
.












Πέμπτη, Δεκεμβρίου 25, 2008


Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων.
.
Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον.
.
Ουρανόν το σπήλαιον,
.
θρόνον χερουβικόν την Παρθένον,
.
την φάτνην χωρίον,
.
εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός,
.
ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν.
.
.
.
.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ !

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 24, 2008

BYZANTINOI YMNOI

.
και

.
kaiΎμνοι των Χριστουγέννων






6. Απολυτίκιον.

Ήχος δ΄χρωματικός



.

7. Απολυτίκιον (στα αραβικά).

Ήχος δ΄χρωματικός

.
.
.
.
.


Φώτης Κόντογλου
.
Χριστούγεννα στη σπηλιά
.

.
Χριστούγεννα παραμονές.
Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δέν έρριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη, και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ' αστραπές.
Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωΐ ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κ' έπιασε κ' έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο.
Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόδατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. το μέρος αυτό ήτανε άγριο κ' έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά]. Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια.
Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κ' εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.
.
Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ' ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κ' οι μαρχαμάδες [= τα κρόσια] κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος! Είχε δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ' άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί νά 'ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο. Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ' ήτανε λημέρι των ληστών. Απ' έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.
Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα - νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.
Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ' ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ' επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ' ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.Θά 'τανε ώρα σπερινού.
Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θά 'τανε τίποτα κυνηγοί. το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάϊδαρο, είπε πως το πρωΐ είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυό άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια πού 'χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του, και τα σκάγια τον πόνεσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ' άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ' άλλα σκυλιά.
«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά.Ο άλλος, που ήτανε μαζί του, ήτανε ο γυιός του ο Δημητρός.
«Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ' η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!»Τους πήγανε στη σπηλιά.«Μωρέ, τ' είν' εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να τό 'λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια - Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κ' επειδή ξέραμε απ' άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε νά 'ρθουμε στ' αρχοντικό σας... Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι! Μπρε, μπρε, μπρε! το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το 'κανε!» Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ' έτρεμε σαν θερμιασμένο.«Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!»Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιό βαθιά.
Άμα ήπιανε δυό-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του, και στο τέλος έπιασε να τραγουδά: Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ' αρχοντικό σας.Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι.
Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ' έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά, και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυό καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ' το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ' έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ' είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. οι άλλοι δυό ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.
Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σίλβεστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ' Άγιον Όρος για ελέη, κ' ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορας στο Όρος, κ' ήτανε από τη Θεσσαλία.Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ' έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να 'μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ' απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κ' επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι [=μαντρί]. Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ' - Απόστολο με τον μούτσο.
Σάν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε «εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο...», φτάξατε κ' εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσόν και λίβανον»!Χα! Χα! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάϊδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.
Στο μεταξύ ο πάτερ - Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ' είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίδοντας τα χέρια του:«Δόξα σοι ο θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ' έκανε τον σταυρό του.Ο πάτερ - Σίλβεστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ' είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κ' ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε:«Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων.Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν.»Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ' αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ' άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ' άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.
Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κ' η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ' ύστερα ξυπνούσε κ' έψελνε μαζί με τη συνοδεία.
Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε«την βρώσιν και την πόσιν».




.



Fairuz-Christmas Hymns - 01. Chobho Lhaw Qolo (Syriac).mp3



















Κυριακή, Δεκεμβρίου 21, 2008

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ !
..
.
.
.
.Μικρή αναφορά στην
.
Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου
.
Έλληνες Ζωγράφοι από τη Συλλογή της Εθνικής Τράπεζας.
.
Ι.

.

Σπύρος Βασιλείου
.
(1902/3 - 1985 )
.

.
Σπύρος Βασιλείου
.
(1902/3 - 1985 )
.
















.
.
Γιάννης Μιγάδης - 1926
.
Ο κύριος με τα άσπρα - 1980
.
λάδι σε μουσαμά
.






































































.
.
















Σάββατο, Δεκεμβρίου 20, 2008

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ !
..
.
.
.
.
Μικρή αναφορά στην
.
Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου

.Έλληνες Ζωγράφοι από τη Συλλογή της Εθνικής Τράπεζας.

.
ΙΙ.




Γ. Τσαρούχη


... "την θάλασσα που έφαγε όλους τους καθρέφτες της μονής του χαϊδεμένου πετεινού
που εφυλάσσετο στο γκρεμνό της παραλίας από μοναχές του νοσοκομείου,
τρώγοντας μπαμπάκια με αίμα και στραγάλια και τσιγάρα των στρατιωτών.

Τέλος εβάδισα προς τον γκρεμνό υπό μορφήν στρειδιού, αδιαφορώντας για την σκόνη, του δρόμου που επέρασα, θέλοντας να πάω να κρυφτώ εις το σπήλαιο της νεράϊδας του γιαλού."









Γιάννης Τσαρούχης



Γιάννης Τσαρούχης








Νίκος Εγγονόπουλος

... τα δυο της μάτια είναι
σαν ένα περιστέρι
το στόμα της
είναι σαν τον εμφύλιο πόλεμο
(στην Ισπανία)
ο λαιμός της είναι ένα κόκκινο
άλογο
τα χέρια της
είναι
σαν τη φωνή
του πυκνού
δάσους
τα δυο της στήθη είναι
σαν τη ζωγραφική μου



































ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ !
..
.
.
.
.
Μικρή αναφορά στην
.
Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου

Έλληνες Ζωγράφοι από τη Συλλογή της Εθνικής Τράπεζας


.
ΙΙΙ



















































Ο. Ελύτη
.
από το "Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο"

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...
Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος
―Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!

Δ´

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε... Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του
-Aπό πού του ’φυγε η ζωή.
Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή
Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!



Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
.




































Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

από την Σταχομαζώχτρα

Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεία-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος.
Τὸν Ἰούνιον κατ᾿ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾿ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη.
Ἐκεῖ, μετ᾿ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων.
Κατ᾿ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾿στάνες! μᾶς ᾖρθαν πάλιν οἱ φ᾿στάνες!» Ἀλλ᾿ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλούσιας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τεσσάρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾿ ἐαυτὴν καὶ διὰ τὰ δυὸ ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.




















































































a.k.


Βαδίζουμε πάντα μαζί,
κάτω απ' τους φοίνικες πλάϊ στους κάκτους.
Που εδώ στο νότο, σου θυμίζουν τους κάκτους
της Αττικής
Τους κάκτους του Λυκαβηττού
Και του Παρθένη τους κάκτους.












Καλά Χριστούγεννα
γιά όλον τον κόσμο !