Τετάρτη, Νοεμβρίου 27, 2013


διάβασα στον Φώτη Κόντογλου ( fotis kondoglou ) :



"Τα έθνη που ξαγοράζουνε κάθε ώρα της ζωής τους με αίμα και μ’ αγωνία, πλουτίζουνται με πνευματικές χάρες , που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. 
Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς κι από ανθρωπιά , γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο. Ενώ ο πόνος κατεργάζεται τους λαούς και τους καθαρίζει, όπως καθαρίζεται το χρυσάφι με φωτιά μέσα στο χωνευτήρι.
 
Για τούτο η δυστυχισμένη Ρωμιοσύνη στολίστηκε με κάποια αμάραντα άνθη, που δεν τ’ αξιωθήκανε οι μεγάλοι κι οι τρανοί λαοί της γης"






Κυριακή, Νοεμβρίου 24, 2013


VI - τελευταίο

Οι Χαλασοχώρηδες





Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη







το διήγημα - το οποίο δημοσιεύεται σε συνέχειες -,
καθώς και το λεξιλόγιο (γλωσσάρι)
και τις εισαγωγικές σημειώσεις
βρήκα σε αυτόν τον ιστότοπο : 





Κεφάλαιο ΙΑ'


… Τώρα, δεν τους βλέπεις και τα δύο κόμματα διά ποίων μέσων προσπαθούν να κερδίσουν την εκλογήν; Δεν βλέπεις τα δύο πρακτορεία των ανοικτά, φανερώς ενεργούντα, δεν ακούεις κρυφομιλήματα όπισθεν πάσης θύρας και πάσης γωνίας της οδού, δεν βλέπεις τα τρεξίματα και τους ιδρώτας των οργάνων των, δεν ακούεις τον κρότον των χαλκίνων κερμάτων όπισθεν των λογιστηρίων; Δεν βλέπεις απλοϊκούς εκλογείς να βαδίζουν και να κοντοστέκονται, να εξάγουν την χείρα από την τσέπην και να μετρούν δεκάρες;
Και ο λαλών έδειξεν εις τον ακροατήν του γέροντα χωρικόν, όστις, εξελθών του πρακτορείου των Χαλασοχώρηδων, είχε σταθεί ενώπιόν των κρατών φυσέκιον τεσσάρων δραχμών, το οποίον έσχισε κι εμέτρα, διά να ίδη αν ήσαν σωστές οι δεκάρες. Εφαίνετο οινοβαρής και ηκούετο ο μονόλογος και οι ψιθυρισμοί του: «Τέσσαρες δραχμές βάσταξ’ η ψυχή του;… τέσσαρες, όχι παραπάνω… έχουμε και λέμε, μία, δύο, τρεις, τέσσαρες, πέντε, εξ, εφτά, οχτώ, εννιά… μία δραχμή… Έχουμε και λέμε…» Κι επειδή ευκόλως έχανε τον λογαριασμόν, ήρχιζεν εξ αρχής πάλιν.
-Τους βλέπεις ή όχι; επανέλαβεν ο λαλών.
-Τους βλέπω, απήντησεν ο ομολητής του.
-Λοιπόν, αύριον, να έχης όρεξιν ν’ ακούης τα παράπονα των ηττημένων. Όσοι θα είναι εν αποτυχία θα χαλάσουν τον κόσμον με τις φωνές, θα κατηγορούν τους νικητάς επί χρήσει αισχρών μέσων, θα υποβάλουν φοβεράς ενστάσεις, θα προσβάλουν το κύρος της εκλογής, λόγω ότι το αποτέλεσμα επετεύχθη διά δωροδοκίας. Ούτε θα τους τύπτη η συνείδησις επί τω ότι και αυτοί μετήλθον το αυτό μέσον. «Ουδέ φοβούνται τον Θεόν, ότι εν αυτώ κρίματί εισι».
-Δι’ αυτό λοιπόν συ δεν πηγαίνεις να ψηφοφορήσεις; ηρώτησεν ο άλλος.

Ο ούτως ερωτήσας ήτο ξένος, παρεπιδημών προς καιρόν εν τη νήσω. Ο δε εξ αρχής ομιλών εκαλείτο Λέανδρος Παπαδημούλης και κατήγετο εκ του τόπου. Είχε κατέλθει μετά πολλά έτη νοσταλγός εξ Αθηνών, όπου συνήθως διέτριβεν, ασχολούμενος εις έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος. Ήτο υψηλός, υπερτριακοντούτης, με μαύρην κόμην και γένειον, μελαψός, με αδρούς χαρακτήρας, πενιχρός την αναβολήν, πτωχαλαζών, τρέφων αλλοκότους ιδέας. Περί το δειλινόν, ο ξένος φίλος του, περίεργος ως πας άνθρωπος, τον είχε παρακαλέσει και μετέβησαν ομού αντικρύ του σχολείου, όπου σταθέντες παρά τινα γωνίαν εθεώντο την εκλογικήν κίνησιν.
-Όχι δι’ αυτό, ανένευσεν εντόνως ο Λέανδρος Παπαδημούλης. Αι ατομικαί ιδέαι μου, φίλε, δεν φαίνονται να έχωσι τίποτε το πρακτικόν και διά τούτο δεν αγαπώ να τας εκθέτω. Σέβομαι άλλως τους νόμους και το πολίτευμα της πατρίδος μου και δεν θέλω να ομολογήσω ότι είμαι απολυταρχικός και ότι δεν πρεσβεύω την καθολικήν ψηφοφορίαν. Αλλά και αν σου έλεγα τοιούτο τι θα εχρειάζετο να σου αναπτύξω διά μακρών το θέμα, να δαπανήσω μάτην πολλάς λέξεις, να σου κλέψω τον πολύτιμον καιρόν σου, χωρίς ελπίδα όχι να πεισθής αλλ’ ουδέ να μ’ εννοήσεις και μου αποδώσεις εν μέρει δίκαιον τουλάχιστον. Απλώς σου λέγω ότι παραιτούμαι δικαιώματος το οποίον δεν με ωφελεί, ουτ’ εμέ ούτε τους άλλους. Όσον αφορά την δωροδοκίαν, μη πιστεύεις ότι την βδελύττομαι τόσον, όσον φαίνομαι. Είναι άλλαι πολύ χειρότεραι εκλογικαί διαφθοραί. Το κατ’ εμέ, φρονώ ότι η δωροδοκία είναι το μικρότερον κακόν.
-Το μικρότερον κακόν; επανέλαβεν ο ξένος.
-Ναι· φρονώ, είπεν, ότι η δωροδοκία είναι το μικρότερον κακόν. Μην ακούεις μερικούς φαρισαίους, οίτινες σχίζουν διά κάθε τι τα ιμάτιά των, μήτε μερικούς άλλους ψιττακούς ηθικολόγους των εφημερίδων, οίτινες ρηγνύουν υπερβολικάς φωνάς με τόσην αφέλειαν και αγαθοπιστίαν δι’ όλα τα πράγματα. Οι πρώτοι ομοιάζουσι τους ηττημένους της αύριον, οίτινες θα ζητήσουν την ακύρωσιν της παρούσης εκλογής ως διεξαχθείσης τη βοηθεία της δωροδοκίας. Οι δεύτεροι ουδόλως ενεβάθυναν εις τα πράγματα και δεν αντελήφθησαν την έννοιαν, ήτις είναι παντός ζητήματος ο πυρήν. Πετώντες από γενικότητος εις γενικότητα περιέδρεψαν συλλογήν τινα ηθικών αξιωμάτων, την οποίαν νομίζουσιν αλάνθαστον πανάκειαν προς θεραπείαν πάσης πολιτικής και κοινωνικής νόσου. Όπου γενικότης, εκεί και επιπολαιότης. Διά να είναι τις εμβριθής πρέπει να εγκύπτη εις βαθείαν των πραγμάτων μελέτην.

» Διατί δε και τινές των νεαρών πολιτευομένων εν Ελλάδι, δι’ ούς φαίνεται ότι πληρούται δευτέραν φοράν εις βάρος μας η κατάρα, την οποίαν ο Θεός κατηράσθη διά του προφήτου Ησαΐου τον Ισραήλ λέγων: Και οι νεανίσκοι άρξουσιν υμών –διατί, λέγω, τόσον κακοζήλως, αν όχι τόσον κακοπίστως, κραυγάζουσι κατά της πλουτοκρατίας; Τι τους κακοφαίνεται; qui veut la fin, veut les moyens. Η ηθική δεν είναι επάγγελμα και όστις ως επάγγελμα θέλει να την μετέλθει, πλανάται οικτρώς και γίνεται γελοίος. Όστις πράγματι φιλοσοφεί και αληθώς πονεί τον τόπον του και έχει την ηθικήν όχι εις την άκραν της γλώσσης ή εις την ακωκήν της γραφίδος αλλ’ εις τα ενδόμυχα αυτά της ψυχής, βλέπει πολύ καλά ότι είναι αδύνατον να πολιτευθεί. «Κυάμων απέχεσθε!» Ο Χριστός είπεν: «Ου δύνασθε Θεώ λατρεύειν και Μαμμωνά»
»Διατί δεν έλαβεν ως όρον αντιθέσεως άλλο τι βαρβαρικόν είδωλον; Διατί δεν είπε «Θεώ και Μολώχ ή Θεώ και Ασταρώθ ή Θεώ και Βάαλ;» Διότι ο Μαμμωνάς είναι ισχυρός, ο κραταιότατος, όστις υποτάσσει παν άλλο είδωλον και τον Μολώχ και τον Ασταρώθ και τον Βάαλ. Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα. Αύτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς.
-Και ύστερον λέγεις ότι η δωροδοκία εις τας εκλογάς είναι μικρόν κακόν; παρετήρησεν ο ξένος.
-Ναι, διότι κινδυνεύω να πάθω το αυτό πάθημα, εφ’ ω κατέκρινα τους ευθηνούς ηθικολόγους των ημερών μας, απήντησεν ο Λέανδρος Παπαδημούλης. Να πέσω δηλαδή εις το εσπαρμένον σκοπέλους πέλαγος των γενικοτήτων. Αλλ’ ιδού επανέρχομαι εις το προκείμενον. Ο λόγος, δι’ όν θεωρώ την δωροδοκίαν ως το μικρότερον κακόν είναι ότι ως είδος εκλογικής διαφθοράς την υπάγω εις το γένος της συναλλαγής. Συναλλαγή είναι η εν πρυτανείω σίτησις, αι εκ του δημοσίου ταμείου παροχαί, τα ρουσφέτια. Συναλλαγή είναι και η εις παρανόμους δίκας προστασία. Συναλλαγή είναι και η προς παραγραφήν οφειλομένων φόρων συνδρομή και η παράνομος εξαίρεσις κληρωτών. Συναλλαγή είναι και η δωροδοκία. Τώρα, ποίος προστάτης, ποίος πολιτευόμενος, ποίος βουλευτής είναι ιπποτικώτερος; Εκείνος όστις εκ του ιδίου ταμείου αγοράζει τας ψήφους των εκλογέων ή εκείνος όστις τας αγοράζει εκ του δημοσίου θησαυρού; Εκείνος όστις πληρώνει εκ του θυλακίου του ή εκείνος όστις πληρώνει εκ των χρημάτων του έθνους, χρημάτων ξένων, τα οποία εις την Ελλάδα μάλιστα εσυνηθίσαμεν όλοι να θεωρούμεν έρμα και σκοτεινά; Ποίος είναι πλέον γαλαντόμος;
-Βεβαίως, εκείνος που πληρώνει από την τσέπην του, απήντησεν αδιστάκτως ο ξένος.
-Βλέπεις; Ιδού διατί μισώ τας γενικότητας και επιθυμώ να ειδικεύω. Ομιλώ σχετικώς όχι απολύτως. Δεν λέγω ότι η δωροδοκία είναι καλόν τι, λέγω ότι είναι το ολιγώτερον κακόν. Και σημείωσε ότι ουδείς ποτε εκλέγεται βουλευτής διά της δωροδοκίας. Ο απάνθρωπος τοκογλύφος, όσας και αν αγοράσει ψήφους, ποτέ δεν θα εκλεχθεί. Πριν κατέλθη εις τον αγώνα, θα υποδυθή την φιλανθρωπίαν ως προσωπείον, θα φορέση την δημοτικότητα ως κόθορνον. Θα φροντίση ν’ αποδώση μέρος των όσων ήρπασεν εις τους εκλογείς. Και μεταξύ των δύο αντιπάλων, μετερχομένων την αυτήν διαφθοράν, θα επιτύχη εκείνος, όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κι επιδεξιώτερον τον κόθορνον.

»Ας εξετάσωμεν τώρα, εξηκολούθησεν ο Λέανδρος Παπαδημούλης, πόθεν και πώς, αφού η πλουτοκρατία είναι δεδομένον τι και αναπόδραστον κακόν, ας εξετάσωμεν πώς εγεννήθη, πώς γεννάται φυσικώς η δωροδοκία.
»Υπόθεσε, φίλε, ότι σ’ εκυρίευσε και σε έξαφνα η φιλοδοξία του Γιαννάκου του Χαρτουλάριου, ότι επεθύμησες να γίνεις βουλευτής διά να υπηρετήσης το έθνος. Διά να επιθυμήσης τούτο, σημείωσε, πρέπει να είσαι χορτάτος. Η φιλοδοξία είναι η νόσος των χορτάτων, η λαιμαργία είναι των πεινασμένων το νόσημα. Εξέρχεσαι εις την αγοράν, βγάζεις λόγον και παρακαλείς τους προσφιλείς συμπολίτας να σε τιμήσωσι διά της ψήφου των. Αλλ’ είσαι άραγε εις θέσιν να ηξεύρης πόσοι εκ των προσφιλών συμπολιτών σου είναι χορτάτοι και πόσοι δεν είναι; Μην αμφιβάλλης, ότι οι πλείστοι είναι πεινασμένοι, διότι αν δεν ήσαν, όλοι θα έβγαζαν κάλπας διά να γίνουν βουλευταί. Αλλά μεταξύ των ακροατών σου, μεταξύ των προσφιλών σου συμπολιτών, δυνατόν, πιθανόν, βέβαιον μάλιστα ότι ευρίσκονται τινές, εις, δύο, τρεις, πέντε, δέκα, κατά γράμμα πεινασμένοι. Τώρα, την ημέραν της εκλογής, πώς απαιτείς να υπάγη άνθρωπος πεινασμένος, άνθρωπος όστις θα ψαύη την κοιλίαν του ως έγχορδον όργανον, άνθρωπος όστις δεν θα έχη την δύναμιν να ίσταται και να βαδίζη, πώς απαιτείς τοιούτος άνθρωπος να υπάγη να ψηφοφορήση εις την κάλπην σου και να σου δώσει μάλιστα λευκήν ψήφον; Φυσικόν είναι, αφού θα λάβει τον κόπον προς χάριν σου, να του δώσης τουλάχιστον να φάγει δι’ εκείνην την ημέραν.
»Εάν δεν του δώσης χρήματα, θα του προσφέρης γεύμα. Και τούτο δωροδοκία δεν είναι; Ή θα του στείλης κατ’ οίκον βακαλιάρον και σαρδέλλες και οίνον. Δωροδοκία και τούτο. Εάν δεν σπεύσεις εγκαίρως συ, θα σε προλάβη ο αντίπαλός σου, όστις θα φορή τον κόθορνον της φιλανθρωπίας αμφιδεξιώτερον.

»Ιδού πόθεν εγεννήθη η δωροδοκία. Πώς θέλεις να ενδιαφέρεται ο αγρότης, ο βοσκός, ο πορθμεύς, ο ναύτης, ο εργάτης, ο αχθοφόρος, πώς θέλεις να ενδιαφέρωνται διά τον Καψιμαΐδην και τον Γεροντιάδην αν θα γίνωσι βουλευταί ή όχι; Εκείνοι είναι χορτάτοι και τρέφουσιν όνειρα, φιλοδοξίας, ούτοι πεινώσι και θέλουν να φάγωσι. Δεν έχουσιν οι πτωχοί μεγάλας αξιώσεις. Δεν περιμένουν διορισμούς και παχέα ρουσφέτια από την Κυβέρνησιν. Αλλ’ αφού θητεύουσιν επιπόνως και δεν επαρκούν να τραφώσιν εκ του ιδρώτος των, αφού οι λεγόμενοι αντιπρόσωποί των δεν παύουν να ψηφίζωσιν ελαφρά τη καρδία φόρους και φόρους και πάλιν φόρους, ας τους θρέψωσιν επί μίαν ημέραν εκ του βαλαντίου των.
»Ανέκαθεν τα αξιώματα ήσαν αγοραστά. Και αφού η επάρατος πλουτοκρατία είναι άφευκτον κακόν, κατά ποίον άλλον τρόπον θ’ αποκτώνται τ’ αξιώματα; Πράγμα το οποίον έχασε προ πολλού πάσαν ηθικήν αξίαν, μόνον διά χρημάτων είναι κτητόν. Και ούτως επόμενον ήτο να καταντήσουν τα πράγματα. «Ουδέν κακόν άμικτον καλού». Ευτύχημα μάλιστα νομίζω ότι δεν ανεφάνη επιφανής τις πολιτευτής εις τα μέρη ταύτα.
-Πώς είπες; ηρώτησεν απορήσας ο ξένος.
-Λέγω ότι λογίζομαι ως ευτύχημα το ότι δεν ανεφάνη τις εκ των λεγομένων επιφανών πολιτευτών εις τας νήσους ταύτας. Ενθυμούμαι τι συνέβη προ πολλών ετών, όταν είχε γίνει τις υπουργός, βουλευτής γείτονος επαρχίας. Οι κουρείς έκλεισαν τα κουρεία των, οι καφεπώλαι τα καφενεία των, οι υποδηματοποιοί επώλησαν τα καλαπόδια των. Δεν υπήρξε βοσκός, όστις να μη διωρίσθη τελωνοφύλαξ, ούτε αγρότης, όστις να μη προχειρισθή εις υγειονομοσταθμάρχην. Τότε είδομεν πρώτην φοράν κι εδώ εις την νήσον λιμενάρχην φουστανελλάν. Ο εκ της γείτονος επαρχίας υπουργός μας τον είχε στείλει ως δείγμα περίεργον υπαλλήλου. Ο Θεός μάς ελυπήθη και δεν παρεχώρησε να γεννηθεί επιφανής τις εδώ, εσκλήρυνε δε την καρδίαν μας και δεν εδέχθημεν εισβολήν ξένου υποψηφίου. Ιλιγγιώ να φαντασθώ τι θα εγίνετο. Όλοι οι πορθμείς θα εγκατέλειπον τας λέμβους των, οι κυβερνήται θα έρρπτον έξω τα πλοία των, οι ναυπηγοί θα επετούσαν τα εργαλεία των και θα εζήτουν δημοσίας θέσεις. Διότι μη νομίσης ότι η θεσιθηρία γεννάται μόνη της. Τα δύο κακά αλληλεπιδρώσιν. Η ακαθαρσία παράγει φθείρα και ο φθειρ παράγει την ακαθαρσίαν. Το τέρας το καλούμενον «ε π ι φ α ν ή ς» τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών, τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων, τα οποία αποζώσιν εξ αυτού, παχυνόμενα επιβλαβώς, σηπόμενα, ζωύφια βλαβερά, ύδατα λιμνάζοντα, παράγοντα αναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα την ακαθαρσίαν. Ευτυχώς δεν υπήρξεν ενταύθα έδαφος κατάλληλον, διά να γεννηθή το θρέμμα το καλούμενον ε π ι φ α ν ή ς και ούτως απηλλάγημεν της τοιαύτης αθλιότητος μέχρι της ώρας. Η δωροδοκία δε την οποίαν βλέπεις τόσον γενικευμένην ως εκλογικόν όπλον, είναι κατ’ εμέ το μικρότερον κακόν. Όστις όμως δυσφορεί επί ταύτη ας μη μετέχει του εκλογικού αγώνος, μήτε ως εκλογεύς μήτε ως εκλέξιμος. «Κυάμων απέχεσθε…»









Κεφάλαιο ΙΒ'

 

Οι πέντε εγκαρδιακοί φίλοι, ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής, ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος, ο Δημήτρης ο Ζάβαλος, ο Γιαννιός ο Κάβουρας και ο Κώστας ο Αγγουροκομμένος, είχον εκκινήσει, ως είπομεν, εκ του κήπου, όπου είχον συμποσιάσει και ευθυμήσει επί πολλάς ώρας, και κατήρχοντο εν πομπή εις τον τόπον της εκλογής διά να ψηφοφορήσωσιν, ηγουμένου του κυρ-Μανουήλου του Στεργιωμένου, όστις καίτοι μη βλέπων αυτούς όπισθεν ακολουθούντας, έβλεπεν όμως τους ήσκιους των μηκυνομένους υπό τας τελευταίας ακτίνας του δύοντος ηλίου, προς ανατολάς όπου εβάδιζον και τους εμέτρει επιμελώς και τους εύρισκε πέντε. Ενίοτε όμως, βαίνοντος του ενός των εταίρων όπισθεν του άλλου, οι ήσκιοι των συνεχωνεύοντο εις δύο ή τρεις και τότε ανησύχει κι εστρέφετο αποτόμως να ίδη. Αλλ’ ο Μανόλης ο Πολύχρονος, τον οποίον κανείς εξ όλων δεν είχεν ιδεί κατασκοπεύοντα όπισθεν του φράκτου, είχε προπορευθή αυτών κατά πολύ κι είχε φθάσει έξωθεν του δημοτικού σχολείου. Εκεί εκάλεσεν εις την θύραν τον κυρ-Ανδρέαν τον Απίκον, έν των μελών της επιτροπής και του εσύριξεν ολίγας λέξεις εις το ούς.
Ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος και δύο άλλα μέλη απετέλουν την πλειοψηφίαν της επιτροπής και ήσαν αφωσιωμένοι εις τους Ανδρογυνοχωρίστρες. Ευθύς ως ήκουσε την ανακοίνωσιν του Μανόλη ο κυρ-Ανδρέας, έσυρε το ωρολόγιον εκ της μικράς τσέπης του περιστηθίου του και κρατών αυτό εις την παλάμην, επανήλθεν εις τους συναδέλφους του καθημένους περί την τράπεζαν, με τον Αγγελήν τον Μαλλίνην εν τω μέσω, όστις με την πένναν εις την χείρα εσημείωνεν έν όνομα εκλογέως κάθε τέταρτον της ώρας και εν τω μεταξύ εφλυάρει κι εκάπνιζεν ογκωδέστατα τσιγάρα, τα οποία ελάμβανεν αυτοδικαίως από τους αντιπροσώπους και αναπληρωτάς των υποψηφίων.
- Κύριοι, είπεν ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος, η ώρα είναι επτά και πέντε· καιρός να κηρύξωμεν την λήξιν της ψηφοφορίας, να κλείσωμεν το κιβώτιον των καλπών, να συντάξωμεν το πρακτικόν και να ετοιμασθώμεν διά την διαλογήν.

Έσυραν όλοι τα ωρολόγιά των. Τα ωρολόγια των άλλων μελών της πλειοψηφίας εδείκνυον του ενός επτά παρά τρία, του ετέρου επτά παρά εννέα. Το ωρολόγιον του προέδρου κυρίου Νιαουστέως εδείκνυε επτά παρά είκοσι. Τέλος το ωρολόγιον του ελληνοδιδασκάλου, κ. Μυροκλείδου, εδείκνυε έξ και δέκα οκτώ λεπτά.
Προ τριών ετών το δημοτικόν συμβούλιον είχε φιλοτίμως ψηφίσει, ο κ. Νομάρχης είχεν ευαρεστηθή να εγκρίνη και ο κ. Δήμαρχος είχεν επιμεληθή δραστηρίως να κατασκευασθή μαρμαρίνη μεριδιάνα υψηλά επί του τοίχου του Ελληνικού σχολείου του βλέποντος προς μεσημβρίαν ακριβώς. Τη βοηθεία της μεριδιάνας εκείνης εκανόνιζεν έκτοτε ο ελληνοδιδάσκαλος το ωρολόγιόν του. Αλλ’ οι μάγκαι του σχολείου πριν αρχίση το μάθημα ή ευθύς ως ήθελον σχολάσει, είχον εύρει τερπνήν ενασχόλησιν το να ρίπτωσι λίθους εκεί υψηλά εις το λευκόν και χαρακωμένον με πολλάς μαύρας γραμμάς μάρμαρον και είχον καταστήσει σκοπόν των πετροβολημάτων των το λεπτόν σιδηρούν πέταλον, το χρησιμεύον ως δείκτης της μεριδιάνας. Όθεν δεν είχον παρέλθει ολίγαι εβδομάδες και το λεπτόν σιδηρούν πέταλον εστράβωσεν ελεεινά και αντί να δεικνύει μεσημβρίαν, εδείκνυε μίαν και ημίσειαν ώραν, κανείς δε δεν είχε φροντίσει εν τω μεταξύ να το διορθώση ή το αντικαταστήση. Ο ελληνοδιδάσκαλος εν τούτοις προσεπάθει του λοιπού να κανονίζη το ωρολόγιόν του μάλλον κατά συμπερασμόν και δεν εβασίζετο πολύ εις την μεριδιάναν, ήτις ίστατο εκεί υψηλά, αρχίσασα να μαυρίζει εν μέρει από την βροχήν και την υγρασίαν, πολλώ δε μάλλον από τας κηλίδας των βωλοκοπημάτων των μαθητών, ομοία με εκλογικόν πρόγραμμα, το οποίον εκόλλησαν υψηλά, διά να το σώσουν από τα λασποβολήματα των διαβατών.
Διά να μη μας μεμφθώσι δε ότι κάμνομεν κατάχρησιν της ελευθερίας των παρομοιώσεων, θα προσθέσωμεν ότι ολιγώτερον τολμηρόν θα ήτο να παραβάλη τις το άτυχον εκείνο ηλιακόν ωρολόγιον με πρόσωπον υποψηφίου βουλευτού, ωχρόν κι ελεεινόν εκ της αϋπνίας ή εκ του φόβου της αποτυχίας, υποψηφίου κολλημένου σύρριζα εις τον τοίχον, στριμωγμένου όπισθεν του ανοικτού καλύμματος του κιβωτίου των καλπών, επαιτούντος εν συντριβή καρδίας τας ψήφους των εκλογέων με ορθήν ή λοξήν την ρίνα με χάσκον το στόμα δεικνύοντος, κατά το τραϊάνειον επίγραμμα, τας ώρας εις τους προ των καλπών διαβαίνοντας ψηφοφόρους.
Αλλ’ ιδού ήγγιζε ήδη το πέρας της αγωνίας των υποψηφίων, της ανησυχίας των κομματαρχών και ψηφοθηρών και της ενοχλήσεως τόσου κόσμου, και ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος, φιλάνθρωπος λίαν, απήτει να προβώσιν εις την διαλογήν μίαν ώραν αρχήτερα.
Το πράγμα δεν ήρεσεν εις τον πρόεδρον, τον γερο-Νιαουστέα, όστις ολίγην ευχαρίστησιν είχεν αισθανθή εκ της προεδρίας του καθ’ όλην την ημέραν. Διότι δεν ήτο αληθώς πρόεδρος ειμή της μειονοψηφίας της επιτροπής, ήτοι του ελληνοδιδασκάλου κ. Μυροκλείδου. Η πλειονοψηφία, απειθής, αχαλίνωτος, τον αντέπραττεν, έκαμνεν «του κεφαλιού της», ως να μην ήτο αυτός πρόεδρος.
-Δεν είναι ακόμα ώρα, κυρ-Ανδρέα, είπεν ο κ.Νιαουστεύς. Από τώρα να κλείσουμε;
-Είναι επτά και πέντε, αντέλεξεν ο Απίκος.
-Είναι επτά παρά είκοσι, επέμενεν ο πρόεδρος.
-Κι εγώ έχω επτά παρά τρία, είπε το άλλο μέλος της επιτροπής.
-Κι εγώ επτά παρά δέκα.
-Κι εγώ έχω έξ και δεκαοκτώ, είπεν ο ελληνοδιδάσκαλος.
-Είναι επτά η ώρα, επέμεινεν ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος. Δεν βλέπετε που ο ήλιος εβασίλεψε! Εις τας επτά γράφει και το πρόγραμμα.
-Γράφει εις τας επτά και είκοσι δύο λεπτά, είπεν ο ελληνοδιδάσκαλος.
-Ως που να κλείσουμε τις κάλπες και να υπογράψουμε το πρακτικό θα πάει εφτάμιση.
-Εγώ είμαι ο πρόεδρος, είπεν αγερώχως ο κ. Νιαουστεύς.
-Ημείς είμαστε η πλειονοψηφία.

Ο κυρ-Ανδρέας έσπευδε και δεν ήθελε πολλά λόγια. Έστρεφε από καιρού εις καιρόν βλέμμα προς την θύραν, ως να επερίμενε δυσάρεστόν τι εκείθεν. Φαίνεται ότι η ανακοίνωσις του Μανόλη του Πολύχρονου απέβλεπε τους πέντε εμπιστευμένους φίλους, τους οποίους ωδήγει όπως ψηφίσωσιν υπέρ του αντιθέτου κόμματος ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος.
-Δεν με μέλει τόσο για την διαλογή αν θ’ αργήσει, είπε με τόνον ειλικρινείας ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος· αρκεί να κλείσουν οι κάλπες για να ησυχάσουμε.
-Είναι και άλλοι να ψηφοφορήσουν, είπεν ο ελληνοδιδάσκαλος, όστις, ενώ το πρωί επεδείκνυεν αμεροληψίαν, έως την εσπέραν είχε καταντήσει βαθμηδόν να φανατισθεί υπέρ των Χαλασοχώρηδων.
-Δεν είναι άλλοι, είπεν ο κυρ-Ανδρέας. Αλλά και αν είναι, ο κύριος πρόεδρος ας κάμη το χρέος του και ας διατάξη τον τελάλη να φωνάξη τρεις φορές, πριν κλείσωμε τις κασέλες. Ορίστε, κύριε πρόεδρε. Αλλοιώς, θα διατάξη η πλειονοψηφία.
-Θα διατάξετε τον πρόεδρον;
-Θα διατάξομε τον τελάλη.
-Και πού ηκούσθη αυτό, να προστάττη η πλειονοψηφία τον πρόεδρον; ήρχισε ν’ απαγγέλλει εν είδει λογυδρίου ο ελληνοδιδάσκαλος. Σφετερίζεσθε αλλότρια δικαιώματα. Φατριάζετε. Δεν σέβεσθε τους γεροντοτέρους σας. Ο κύριος πρόεδρος… ο κύριος πρόεδρος, κύριοι, είναι…
-Κήρυξ, εφώναξε προς την θύραν στραφείς ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος βλέπων ότι η ώρα παρήρχετο.

Ο κήρυξ, όστις ανήκε φαίνεται εις τους Ανδρογυνοχωρίστρες, μυρισθείς ότι κάτι τον ήθελαν, είχε πλησιάσει προς την θύραν.
-Κήρυξ, επανέλαβεν ο κυρ-Ανδρέας, φώναξε δυνατά τρεις φορές, όποιος είναι για να ψηφοφορήση ναρθή, γιατί θα κλείσουμε τις κάλπες.
Ο κήρυξ επανέλαβε διά τον τύπον τρις, χύμα και με νυστασμένην φωνήν: «Όποιος δεν εψηφοφόρησε να τρέξει αμέσως, γιατί θα κλείσουν οι κάλπες».

Συγχρόνως τα τρία μέλη της πλειονοψηφίας, χωρίς να περιμένωσιν όπως παρέλθωσιν ολίγα λεπτά, άνευ των οποίων ουδεμίαν είχεν έννοιαν η κλήσις του κήρυκος, προέβησαν εν σπουδή παρά τας διαμαρτυρίας του προέδρου και του ελληνοδιδασκάλου εις το κλείσιμον των δύο κιβωτίων.
-Κήρυξ, έκραξεν ο κυρ-Ανδρέας, φώναξε ότι η ψηφοφορία ετελείωσε και ότι αρχίζει η διαλογή.

Ο κήρυξ ήνοιξε το στόμα όπως εκτελέση την διαταγήν ταύτην, όταν εις την θύραν του σχολείου εφάνη ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος ακολουθούμενος υπό των πέντε αχωρίστων φίλων, των περί τον Κουσερήν και τον Απίκραντον.
-Πώς! αρχίζει η διαλογή; εψέλλισε με ηλλοιωμένον το πρόσωπον ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος.
-Φώναξε! υπέγρυξε προς τον κήρυκα ο κυρ-Ανδρέας, ευθύς ως είδε τα νέα εμφανισθέντα πρόσωπα.
Ο κήρυξ εφώνησεν: «Η ψηφοφορία ετελείωσε, κύριοι! άρχεται η διαλογή…».
Εν τω μεταξύ εστάλη έγγραφον προς τον Ειρηνοδίκην, αντιπρόσωπον του Επάρχου, όπως ευαρεστηθή να προσέλθη, διά να πρωτοστατήση εις την διαλογήν.
Ο πρόεδρος και ο ελληνοδιδάσκαλος εκόντες άκοντες υπέγραψαν το έγγραφον τούτο ως και το πρακτικόν της λήξεως της ψηφοφορίας.

Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος διεμαρτύρετο από της θύρας κι έστελλεν απειλητικά βλέμματα προς τον Απίκον. Ο κυρ-Ανδρέας του απήντα διά περιφρονητικού μειδιάματος.
-Τώρα; είπεν ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος.
-Τώρα… δεν θα ψηφοφορήσετε πλέον…αργήσατε πολύ να το αποφασίσετε…ποιος σας φταίει;…και σας παρακαλώ πολύ να μου δώσετε πίσω εκείνα που σας έδωσα…ετραύλισεν ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος.
-Και τι φταίμε εμείς;…τα δοσμένα είναι καλώς δοσμένα…υπέλαβεν ο Γιαννιός ο Κάβουρας.
-Και ό,τι πάρουμε δεν τα ξαναδίνουμε πίσω, προσέθηκεν ο Δημήτρης ο Ζάβαλος.
-Και δε μου δώσατε κι εκείνα-δα τα τσαρούχια που μου ‘πατε, παρετήρησεν ο Κώστας ο Άγγουρος.
-Κοίταξε, μπαρμπα-Γιώργη, πράγγα το χέρι σου, μη σε καταφέρη και του τα δώσης πίσω, είπεν ο Κάβουρας περισφίγγων εκείθεν τον Απίκραντον, φόβω μη ούτος εξ ευσυνειδησίας επιστρέψη τον γνωστόν φάκελλον οπίσω.
Ο γερο-Κουσερής είχε πέσει εις σκέψεις και ηρέμα ανένευε διά της κεφαλής. Εφαίνετο της γνώμης ότι έπρεπε να επιστραφεί ο φάκελλος.

Όταν ήλθεν ο αντιπρόσωπος της διοικητικής αρχής και ήρχισεν η διαλογή, ηκούετο ακόμη η λογομαχία των έξ ανθρώπων έξωθεν του σχολείου. Ύστερον εγνώσθη ότι εξευρέθη μέσος όρος κι επήλθε συμβιβασμός, τον οποίον διά το ασκανδάλιστον ηναγκάσθη να παραδεχθή ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος.
Εξήχθη το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης, ψηφοφορησάντων 498 (ο κατάλογος είχε διπλασίους, αλλ’ οι ημίσεις των εκλογέων ήσαν εν διαρκεί αποδημία)· ο Αβαρίδης Δημήτριος έλαβεν εις το ναι ψήφους 289 και εις το όχι 209.
Δεύτερον εξήχθη το αποτέλεσμα της κάλπης του Αλικιάδου Παναγιώτου (συγγραφεύς, όστις εστοχάσθη να γράψει ηθογραφικήν μελέτην επί εκλογικού θέματος, οφείλει να είναι ο αυτός και υποψήφιος κομματάρχης και ψηφοφόρος και διαλογεύς και κήρυξ του εξαγομένου της ψηφοφορίας), όστις έλαβεν εις το ναι ψήφους 263 και εις το όχι ψήφους 237, ευρεθέντων και δύο πλεοναζόντων σφαιριδίων, τα οποία αφηρέθησαν εκ του ναι, εν ω κατελογίσθησαν ψήφοι 261.
Τρίτη ηνοίχθη η κάλπη του Γεροντιάδου Κωνσταντίνου, λαβόντος εις το ναι ψήφους 317 και εις το όχι ψήφους 182, ευρέθη δε και έν πλεονάζον σφαιρίδιον , αφαιρεθέν εκ του ναι (=316).
Τέταρτον αποτέλεσμα εγνώσθη το της κάλπης του Καψιμαΐδου Θεοδώρου, λαβόντος ψήφους 243 εις το ναι και 245 εις το όχι.
Πέμπτη τέλος ηνοίχθη η κάλπη του Χαρτουλαρίου Ιωάννου, τιμηθέντος διά ψήφων 154 εις το ναι και 344 εις το όχι.

Την αγγελίαν ενός εκάστου των αποτελεσμάτων υπεδέχετο έξω ο λαός δι’ επευφημιών, δι’ αλαλαγμών και καγχασμών ευθυμοτάτων.
Την αυτήν στιγμήν ο Λάμπρος ο Βατούλας έσπευσε να τηλεγραφήσει εις τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον πολλά συγχαρητήρια και πολλά εγκώμια διά τον εαυτόν του, λόγω ότι καίτοι μόνος υπηρετών αυτόν, πρώτην φοράν εκτεθέντα ως υποψήφιον, καίτοι πολεμούμενος λυσσωδώς από δύο ισχυρότατα κόμματα, κατώρθωσεν ουχ ήττον να του δώσει τόσας ψήφους.
Μετ’ ολίγας ώρας ήλθε τηλεγραφικώς το γενικόν της επαρχίας αποτέλεσμα και πολλοί τενεκέδες εβρόντησαν ως συνήθως εις βάρος των αποτυχόντων Καψιμαΐδου, Αβαρίδου και Χαρτουλαρίου.
Εξελέχθησαν δε ευτυχώς βουλευταί της επαρχίας ο κ. Γεροντιάδης διά ψήφων 1239 και ο κ. Αλικιάδης διά ψήφων 1158 απέναντι 1644 ψηφοφορησάντων εις τους τέσσαρας δήμους.
Και ούτω διπλούν επήλθε κέρδος. Πρώτον ησύχασε προς καιρόν ο κόσμος και δεύτερον δεν εκλείσθη το στάδιον των δύο προμνημονευθέντων πολιτευτών, οίτινες έμελλον να συνεχίσωσιν επί μίαν εισέτι περίοδον τας διακεκριμένας υπηρεσίας των, ο είς διά τα γενικά του έθνους συμφέροντα, ο έτερος διά τα δημόσια έργα της επαρχίας





Γλωσσάρι



Αιμασιά=φράχτης, ξερολιθιά
Αμανάτι=ενεχυριασμένο πράμα
Αμέτ-Μουαμέτ=Με κάθε θυσία
Αμφιδεξιώτερον=επιδεξιώτερα
Ανακατωτά=χωρίς σειρά, εδώ κι εκεί
Απασπάλωτη=ανοικοκύρευτη
Απρόντο=έτοιμος
Αρικοκιά=είδος, δέντρου, Ρικιά
Αριστερά τη χειρί=, κρυφά, εμπιστευτικά, μοναχικά
Αρτύω= στολίζω, καρυκεύω
Ατερπής=κρύος, άσχημος

Βαμβακόσπορος= (μεταφορικά) δωροδοκία, μασούρι με νομίσματα που μοιάζει με φυσέκι βαμβακόσπορου.
Βαναυσουργής=χοντροφτιαγμένος

Γαλιός=γαλέος
Γιούλος= είδος ψαριού
Γούμενα= το χοντρό καραβίσιο σχοινί, που δένουν τα καίκια και τις βάρκες στους μώλους.

Διψασμένος=αμέθυστος, άπιοτος
Δυσαπάλλακτος= δυσκολοξεδιάλυτος

Εναμίλλως ρέγχοντες= συναγωνίζονταν στο ροχάλισμα
Επενδύτης=το παλτό
Εύρος=σορόκος
Έχω κρεμασμένο το ζωνάρι δια τας εκλογάς=είμαι έτοιμος για τον εκλογικό αγώνα.

Καραούλι=φρουρά, βάρδια
Κοπροδήμηδες=τα καθάρματα
Κουκουλόσπορος= αμοιβή, δωροδοκία ψηφοφόρου, βλ. βαμβακόσπορος
Κουμερκιάρης=τελώνης
Κουρδίζω=πειράζω
Κουριόζος=περίεργος, δύσκολος, παράξενος, πεισματάρης
Κούτσα-Κούτσα=σιγά-σιγά
Κουτσαβακισμός=ψευτοπαλληκαρισμός
Κρικέλλα=χαλκάς της πόρτας
Κρυφό= η μυστική ιδιαίτερη κατήχηση και δωροδοκία του ψηφοφόρου
Κυάμων απέχεσθε=μακριά απ’ τις εκλογές (και την πολιτική)

Λαδιά=το ψητό
Λιλιά=τα παράσημα
Λουφές=μισθός, αποζημίωση

Μεριδιάνα=ηλιακό ρολόι
Μερωμένο=αγαπημένο
Μολυβήθρα=το βαρίδι του διχτυοού
Μούδα= σχοινιά που κατεβάζουν τα πανιά
Μούχτι=χορτασμός
Μπέρκα=πέρκα (ψάρι)

Ξεσυνερίζομαι= δίνω σημασία, πειράζομαι
Ξωμερίτης=αγρότης

Οψία δείλη=αργά το δειλινό
Πεκούνια=χρήματα
Πράγκα=ψαράδικο σύνεργο για χταπόδια

Ρουβάδα=βλακεία, αφέλεια
Σηπογιάλι=αλιευτικό σύνεργο για ψάρεμα σουπιών και χταποδιών
Σιχνάτσα=χαρτονόμισμα ξεπεσμένο, μτφ τιποτένιος άσημος
Σκάλα=κοινωνική τάξη
Σκαπουλάρω=γλυτώνω, ξεφεύγω τον κίνδυνο
Σκίμπους=σκαμνί
Σκότα=σκοινί που με το τράβηγμά του τεντώνουν τα πανιά του πλοίου
Σμιγός=μικτός
Σοιλής=ευγενικής καταγωγής, από σόι
Σουρτούκα=είδος σακακιού

Τράχωμα=μέτρημα, πανωπροίκι
Τσομπανοφλοέρα=ο βλάχος (περιφρονητικά)

Χάρος=είδος Ψαριού














Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2013

Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, 

όπου και να θολώνει ο νους σας 

μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό 

και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (μέρα που είναι σήμερα...)

 

 V


 Οι Χαλασοχώρηδες







Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη




το διήγημα - το οποίο δημοσιεύεται σε συνέχειες -,
καθώς και το λεξιλόγιο (γλωσσάρι)
και τις εισαγωγικές σημειώσεις
βρήκα σε αυτόν τον ιστότοπο : 




Κεφάλαιο Θ'

Έξω, ου μακράν του τόπου της εκλογής, τα πρακτορεία ειργάζοντο δραστηρίως. Το πρακτορείον των Χαλασοχώρηδων έκειτο απέναντι ακριβώς του δημοτικού σχολείου και η μία θύρα αντίκρυζε με την θύραν του σχολείου, η άλλη ήτο κρυφή. Διά της δευτέρας εισήρχοντο οι εκλογείς, επλησίαζον, οδηγούμενοι υπό του Λάμπρου εις γραφείον τι με καινουργή κάγκελλα, αχρωμάτιστα, έσωθεν των οποίων εκάθητο εν μέσω καταστίχων και πλησίον ημιανοίκτου συρταρίου ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος. Εκεί, οι εκλογείς ήκουον «τον κρυφό το λόγο», εφωδιάζοντο με δύο ή τρία «φυσέκια» και εξήρχοντο διά της άλλης θύρας, όπου ο Λάμπρος ο Βατούλας τους προέπεμπεν επιτηρών αυτούς, διά να βλέπη, αν θα μετέβαινον κατ’ ευθείαν εις τον τόπον της εκλογής. Οι πλείστοι, είτε διότι είχαν επισκεφθή ήδη και το άλλο πρακτορείον, είτε διότι δεν τους επέτρεπεν η συνείδησίς των να λάβωσι και από τα δύο μέρη «κουκουλόσπορο», επήγαιναν κατ’ ευθείαν· μερικοί όμως, ενώ εκαμώνοντο ότι επερίμεναν να εύρουν σειράν διά να εισέλθουν, με τρόπον «το έστριβαν». Τότε ο Λάμπρος ο Βατούλας προσεποιείτο γενναιοτέραν αγανάκτησιν παρ’ όσην πράγματι ησθάνετο. Διότι δεν ήτο και πολύ ευχαριστημένος κατά την ημέραν εκείνην της εκλογής.
Τούτο δε, διότι οι ίδιοι άνθρωποι του κόμματός του τον είχον διαβάλει παρά τω Αλικιάδη και Καψιμαΐδη, ευρόντες λαβήν την φανεράν προσπάθειαν και τον ζήλον, όν εδείκνυεν ο Λάμπρος προς τον Χαρτουλάριον, προτιμών τούτον μάλλον ως βουλευτήν ή ενδυναμώνων, διά της προς αυτόν παρεχομένης ανωφελούς άλλως συνδρομής, τους Γεροντιάδην και Αβαρίδην. Όθεν οι δύο υποψήφιοι οι υποστηριζόμενοι υπό του κόμματος των Χαλασοχώρηδων, τείναντες το ούς εις τας διαβολάς ταύτας, απέσυραν από του Λάμπρου μέρος της προς αυτόν παρεχομένης εμπιστοσύνης και έδωκαν τα πιστά εις τον κυρ-Μανουήλον τον Στεριωμένον, εις χείρας τού οποίου ενεπιστεύθησαν και τα εκλογικά έξοδα.
Ήτο δε ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος «καλός νοικοκύρης», εμποροπαντοπώλης και κτηματίας και σύμβουλος του δήμου ισόβιος, τόσον, ώστε μίαν φοράν μόνον, ότε ήλθε δέκατος τέταρτος, ήτοι δεύτερος παραπληρωματικός, ο ίσκιος του ή η καλή του τύχη «εψωμόφαγε» μετ’ ολίγας εβδομάδας δύο των προ αυτού πλειοψηφησάντων και ούτως εισήλθεν εις το δημοτικόν συμβούλιον ως ενεργόν μέλος.
Ήτο δε άνθρωπος με επιρροήν, διότι ήξευρε να κάμνει «ευκολίας» εις τους χωρικούς. Μίαν οκάν αχύρου έδιδε τον χειμώνα εκ της προμηθείας του, μίαν οκάν κριθής ελάμβανε το θέρος εκ του αλωνίου. Είχεν όλας τας αρετάς του μύρμηγκος και υπερείχεν αυτού κατά μίαν, ότι ήτο δανειστής. Μίαν οκάν ελαίας έδιδε την μεγάλην τεσσαρακοστήν εις πτωχήν χήραν, μίαν οκάν έλαιον ελάμβανε το φθινόπωρον εις την αποθήκην, όπου είχεν αραδιασμένας περί τας δύο δωδεκάδας μεγάλους πίθους κτιστούς, ασβεστωμένους και χωμένους εις την γην. Περίεργον δε ότι, ενώ τα σταθμά του μαγαζίου του ήσαν όχι λιποβαρέστερα ή των άλλων παντοπωλών, τα μέτρα της αποθήκης του εφημίζοντο ως σωστά και μάλιστα ως πρόσβαρα.
Δι’ όλων αυτών των μέσων, ως και διά τινων χρηματικών δανείων, τα οποία εδάνειζεν εις τους χωρικούς «το διάφορο κεφάλι», είχεν αποκτήσει ου μικράν περιουσίαν, δημοπρατήσας τας οικίας ή τας αμπέλους χωρικών τινων, οίτινες ουδ’ έλειψαν έκτοτε από πλησίον του, ούτε έχθραν ή μνησικακίαν εφαίνοντο τρέφοντες προς αυτόν, αλλά τουναντίον μάλιστα εφαίνοντο ως να του ήσαν υπόχρεοι. Τούτο δε, διότι εις τα χωρία και εις τας μικράς πόλεις οι πτωχοί άνθρωποι δεν έχουσι κανέν μέσον πώς να γλυτώσουν από τας χείρας των μικρεμπόρων, των μικροκεφαλαιούχων και των δικολάβων. Αυτοί οι τύραννοί των είναι και οι προστάται των. Ο ίδιος, όστις επώλησε χθες τον βουν ή τον αγρόν του δείνος γεωργού, ο ίδιος θα δανείση αύριον τον αυτόν γεωργόν ή θα τον πιστώση, επιφυλαττόμενος μετ’ ου πολύ να του πωλήσει την οικίαν ή την άμπελον. Και μετά τινα χρόνον, ότε δεν θα έχη πλέον ούτε αγρόν, ούτε βουν, ούτε άμπελον, ούτε οικίαν, αυτός πάλιν ο τύραννος, αυτός ο προστάτης θα τον μισθώση, όπως καλλιεργεί αντί ευτελούς αμοιβής τον κατεσχημένον, τον πρώην ιδικόν του αγρόν ή άμπελον. Και ούτω αληθεύει κοινή τις παροιμία λεγομένη περί της λάσπης, εις την οποίαν, όσον προσπαθεί ν’ απαλλαγή τις, τόσον βαθύτερα χώνεται, ή περί της ψώρας, ήτις όσον μοχθεί να την εξαλείψει τις, τόσον πληθύνεται. Το αυτό και χειρότερον συμβαίνει, αν ο χωρικός εδοκίμαζεν εις το ήμισυ της οδού να απαλλαχθεί του πρώτου καλοθελητού, ορφανευμένος από τον βουν και τον αγρόν, σώζων την οικίαν και άμπελον. Θα αντικαθίστα απλώς τον καλοθελητήν, θα ήλλαζε προστάτην και τύραννον αλλά δεν θα εγλύτωνεν ούτε την άμπελον ούτε την οικίαν. Ο νέος καλοθελητής θα εφήρμοζεν απλώς το αυτό σύστημα με την επί το χείρον διαφοράν προς ζημίαν του χωρικού, ότι θα ησθάνετο ολιγώτερον προς αυτόν οίκτον. Τρίτος τρόπος θα ήτο να καταφύγη ο χωρικός εγκαίρως προς τον δικολάβον. Αλλ’ ο δικολάβος είναι το χείριστον κακόν. Θα εδίδασκε τον χωρικόν την στρεψοδικίαν και το ψεύδος, θα τον έπειθε να ψευδορκήση, θα του μετέδιδε τα πρώτα σπέρματα της δικομανίας και της φυγοπονίας και θα του έτρωγεν επίσης τον βουν, τον αγρόν ή την οικίαν και την άμπελον.
Εις τούτον λοιπόν τον κυρ-Μανουήλον τον Στεριωμένον είχαν δώσει πάσαν εμπιστοσύνην ο Αλικιάδης και ο Καψιμαΐδης, παραγκωνίσαντες τον Λάμπρον Βατούλαν, όστις, πλην του πλεονεκτήματος των πλησίον του Γιαννάκου του Χαρτουλαρίου εκδηλώσεών του, εζήτησε να παρηγορηθή κατ’ άλλον τρόπον και εκ του μέρους τούτου. Την ημέραν της εκλογής, παρουσιαζόμενος κάθε τέταρτον, κάθε είκοσι λεπτά εις το πρακτορείον, εισερχόμενος, εξερχόμενος, δρομαίος, πολύφροντις, σπογγίζων επί του μετώπου τον ιδρώτα με λευκόν λινομέταξον μανδήλιον, εισέβαλλεν οπίσω από τα κάγκελλα, διέκοπτεν αποτόμως πάσαν συνεννόησιν ή διαπραγμάτευσιν του Στεριωμένου μετά ψηφοφόρων ή ψηφοθηρών, έκυπτεν εις το ους του, του ωμίλει και εις απάντησιν ο κυρ-Μανουήλος πότε μορφάζων, πότε στενάζων, πάντοτε σκυθρωπός, τού έθετεν εις την παλάμην άλλοτε έν, άλλοτε δύο δεκάρικα, δύο ή τρία φυσέκια χαλκίνων κερμάτων και ο Λάμπρος επί ατμού αμέσως έφευγεν, ετρέπετο δεξιά ή αριστερά προς τον δρόμον της συνοικίας, διά να επανέλθει και πάλιν μετά είκοσι λεπτά ή ημισείαν ώραν. Ιδού τι συνέβαινεν. Ο Λάμπρος την ημέραν εκείνην είχε βάλει εις πράξιν την μέθοδον «των κρυφών εκλογέων». Διηγείτο εκάστοτε εις τον κυρ-Μανουήλον τον Στεριωμένον ότι είχε δύο εκλογείς, δύο σίγουρους ψήφους, κρυφούς, οι οποίοι ως νοικοκυραίοι άνθρωποι, βλέπεις, πτωχοί και υπερήφανοι εσυστέλλοντο να παρουσιασθώσι φανερά εις το «πρακτορείον» διά να πάρουν λεπτά. Ο κυρ-Μανουήλος προσεποιείτο ότι τον επίστευε· δεν ηδύνατο ν’ αρνηθεί απολύτως την πληρωμήν, καθόσον δεν είχεν οδηγίας να φθάσει έως εκεί από τον Αλικιάδην και τον Καψιμαΐδην.
Εφρόντιζε μόνον ως καλός διαχειριστής και ως καλύτερος έμπορος «να κόφτει» κάτι τι από τας απαιτήσεις του Λάμπρου. Εάν εκείνος εζήτει εικοσιπεντάρικον, ο κυρ-Μανουήλος έδιδεν έν δεκάρικον και δύο φυσέκια των τεσσάρων δραχμών· εάν του εζήτει δύο δεκάρικα, έδιδε δύο πεντάρικα και έν φυσέκιον μ’ εξήντα πεντάρες.
Ο Λάμπρος εγόγγυζεν εκάστοτε λέγων ότι «δεν θα ταιριασθούν οι άνθρωποι με τόσα», ο δε Μανουήλος εμορμύριζεν εν σπουδή:«Κοίταξε να τους καταφέρεις, δεν έχουμε πολλά λεπτά». Και ο Βατούλας ελάμβανε τα χρήματα κι εκινείτο να εξέλθει.
Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος τον εκράτει τότε και απήτει να του είπει τουλάχιστον τα ονόματα των «κρυφών εκλογέων», διά να τα σημειώσει εις το κατάστιχον, αλλ’ ο Λάμπρος διεμαρτύρετο με τόνους αισθηματικούς, πρόθυμος να κοκκινίσει αυτός, διά να παράσχει δείγμα του πώς θα εκοκκίνιζαν οι πελάται του κι έλεγε: «δεν κάνει να εκθέσουμε τους ανθρώπους· τότε καλύτερα να λείπει»! Κι ενώ αι χείρες αι κρατούσαι τα χαρτονομίσματα και τας δεσμίδας των κερμάτων ετείνοντο μακραί προς στιγμήν, ως διά να επιστρέψωσι τα χρήματα εις το γραφείον του Μανουήλου, με βλέμμα εναγωνίου προσδοκίας παρακολουθούντος την κίνησιν, αίφνης αι χείρες αύται εχώνοντο βραχείαι εις τα θυλάκια της ιδίας περισκελίδος του, αποθέτουσαι τα χρήματα εκεί.
Το πρακτορείον του άλλου κόμματος έκειτο επίσης ουχί μακράν του σχολείου, αλλ’ όπισθεν, εις ολιγώτερον κεντρικόν μέρος και η θύρα του δεν αντίκρυζε τον τόπον της εκλογής. Όθεν, επειδή ήτο δύσκολον απ’ αυτού του πρακτορείου να επιτηρώσι τους ψηφοφόρους, όσοι εξερχόμενοι μετέβαινον εις τον τόπον της εκλογής ίνα ψηφοφορήσωσιν, ο Μανόλης ο Πολύχρονος ένευε συνήθως εις δύο ή τρεις των στενωτέρων φίλων να τους συνοδεύωσιν, ενίοτε δε και αυτός ο ίδιος τους προέπεμπεν εις τας κάλπας. Ήτο δε λεπτόν και ακανθώδες το πράγμα. Ο συνοδεύων ώφειλε να μη δεικνύει ότι συνοδεύει. Ώφειλε να τους εμβιβάζει με τρόπον εις τον τόπον της εκλογής, χωρίς να κάμνει ότι αυτός τάχα τους ωδήγησε και τους προέπεμψεν όπως ψηφοφορήσωσιν. Οι εντροπαλώτεροι των εκλογέων, σχεδόν όλοι, με όλην την μέθην ήν είχον τινές αυτών, εστενοχωρούντο και διεμαρτύροντο λέγοντες ότι «τι; πρόβατα είμαστε, να μας πάν’ έτσι;». Εν τοσούτω ενομίζετο επάναγκες να τους επιτηρώσιν. Οι πονηρότεροι των ψηφοφόρων μη απαξιούντες να λάβωσι «βαμβακόσπορον» και από τα δύο κόμματα έβαινον μετά της υστεροβουλίας, όπως επισκεφθώσι και το άλλο πρακτορείον, το οποίον έκειτο κατέμπροσθεν του εκλογικού τμήματος. Τινές δε, αν και δεν το επεθύμουν χάριν του διπλού χορηγήματος, αλλ’ εφοβούντο τα μίση και τους κατατρεγμούς, και δεν ήθελον να εκτεθώσι και απέναντι του κόμματος των Χαλασοχώρηδων. Ολίγοι μόνον εκλογείς εφόρουν φανερά το σημείον του κόμματος, άσπρην κορδέλλαν ως Χαλασοχώρηδες ή κοκκίνην ως Ανδρογυνοχωρίστρες. Πολλοί δε, αν και εβιάζοντο υπό των κομματαρχών των δύο μερίδων να φορέσωσιν εις απόκεντρον μέρος το λευκόν ή ερυθρόν σήμα, ευθύς ως επρόβαλλαν εις την αγοράν, το απέσπων από της κομβιοδόχης των και το έκρυπταν εις το θυλάκιον.
Ο «βαμβακόσπορος», τον οποίον έδιδαν τα δύο κόμματα εις τους ψηφοφόρους, ανεβοκατέβαινεν από δύο φυσέκια έως τέσσαρα και πέντε ή από μίαν σιχνάτσα έως τρεις και τέσσαρας. Είχαν φέρει επί κραβάτου και τον γερο-Κώσταν τον Γιουλάρην, δυστυχή παραλυτικόν, ίνα ψηφοφορήσει υπέρ των Χαλασοχώρηδων. Αλλοκότως δε πένθιμον ήτο το θέαμα του ταλαιπώρου πρεσβύτου, βασταζομένου επί φορείου υπό τριών ρωμαλέων ανδρών, εισκομιζομένου εις τον τόπον της εκλογής, περιαγομένου έμπροσθεν των καλπών, μετά κόπου κινούντος τον βραχίονα και ρίπτοντος εις το «σκασμένον» στόμιον τα σφαιρίδια. Είχαν φέρει από τα Καλύβια και τον μπαρμπα-Γιώργην τον Ξοπούλην, αγροίκον, όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε καταβή εικοσάκις εις την πόλιν και τούτο μόνον εν καιρώ εκλογών. Του είχον τάξει ζεύγος τσαρουχίων και μίαν τραγόκαπαν και ούτως επείσθη να έλθει. Κατήλθε περί την μεσημβρίαν με όλον το αιπόλιόν του, μη εμπιστευόμενος να το αφήσει προς ώραν εις την φροντίδα άλλου βοσκού. Έφερε τας αίγας του έως εις τα πρόθυρα του σχολείου, εισήχθη εις το πρακτορείον των Χαλασοχώρηδων, είτα ευθύς μετέβη εις τον τόπον της εκλογής κρατών και την πήραν του ανηρτημένην υπο την αριστεράν μασχάλην, μόλις πεισθείς ν’ αφήσει την μαγκούραν του έξω της θύρας. Εισήλθεν, εχαιρέτησε την επιτροπήν και τους παρεστώτας, ειπών «γεια σας». Εψηφοφόρησεν, εξήλθεν αμέσως και συρίξας συνήγαγε το αιπόλιόν του και απήλθεν εν βοή και κωδωνισμώ.
Οι Ανδρογυνοχωρίστρες έδωκαν αντί χαρτονομίσματος εξώφυλλα σιγαροχάρτου επίχρυσα και κυανίζοντα εις τον Γιάννην Ψειροκόνιδαν, βλάκα εκ γενετής, ον από εβδομάδος δεν έπαυσαν εμπράκτως να διδάσκωσιν όπως μάθει να διακρίνει το λευκόν και το μέλαν της κάλπης, αποστηθίσει δε και των υποψηφίων τα ονόματα.
Έδωκαν προσέτι τρία παλαιά σβάντζικα αυστριακά εις τον μαστρο-Δημητρόν τον Λογαριασμόν, όστις δεν είχε μάθει ν’ αναγνωρίζη άλλο νόμισμα, όπως ψηφοφορήση υπέρ των ιδικών των. Είχε προσαχθή το πρωί φορών την κοκκίνην σκούφιαν του «αποκαής» ακόμη από την εσπερινήν κραιπάλην και δεν εχρειάσθη περισσότερον από δύο μαστίχας διά να μεθύσει εντελώς. Τον είχε προσαγάγει, μέγαν επιδεικνύων ζήλον, ως νεοφώτιστος υπέρ του κόμματος, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και οδηγών αυτόν τον επαρουσίασεν εις τον Μανόλην. Δεν ετύχομεν ευκαιρίας να είπωμεν ότι οι δύο εμπιστευμένοι φίλοι, ο Κωνσταντής ο Καλόβολος και ο Γιάννης της Κ’σάφους, τα είχαν γυρίσει εν τω μεταξύ αμφότεροι. Τώρα ο Γιάννης ήτο υπέρ των Χαλασοχώρηδων, διότι είχεν εύρει εκεί, φαίνεται, το συμφέρον του, ο δε Κωνσταντής είχε μεταστή προς τους Ανδρογυνοχωρίστρες απλώς διότι τα είχε γυρίσει ο Γιάννης. Ούτω καθίστατο προβληματικόν του λοιπού και το σπουδαίον στοίχημα, το οποίον τους ηνάγκασε να στοιχηματίσωσιν ο Μανόλης ο Πολύχρονος, καθ’ α ιστορήσαμεν εν τη εισαγωγή της παρούσης πραγματείας.
Περί την μεσημβρίαν δε ήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μόσκοβος, παλαιός ναυτικός, μικρόσωμος, ταχέως και δυσκρινώς ομιλών, ψημένος από την θαλασσίαν άλμην, μελαψοκοκκινισμένος από τας τρικυμίας του πελάγους, φέρων δύο τολύπας πυρόφαια μαλλία περί τους κροτάφους και δύο στοίβας χονδρών και ακανθωδών τριχών περί τας γνάθους. Εξελθόντα του πρακτορείου, ο Μανόλης ο Πολύχρονος έκαμεν απόπειραν να τον συνοδεύσει μέχρι του τόπου της εκλογής, προσπαθών ν’ αρχίσει μετ’ αυτού ομιλίαν επί τετριμμένου θέματος·
- Ε! πώς τα βλέπεις τα πράματα, μπαρμπα-Στεφανή;
- Πώς θέλεις να τα βλέπω, εμορμύρισε δυσφορών ο παλαιός θαλασσινός.
- Απ’ το άλλο κόμμα σκύλιασαν… Δεν είδες τι πηλάλα την έχουν;
- Ας πα να σκυλιάσουν όλοι, έγρυξεν ο μπαρμπα-Στεφανής.
- Εγώ λέω θα τους ρίξουμε κάτω, επανέλαβε, κατά βήμα παρακολουθών αυτόν βαδίζοντα, ο Μανόλης.
Αίφνης στραφείς προς αυτόν ο μπαρμπα-Στεφανής·
- Για να σου πω, κυρ-Μανόλη, του είπε με την ραγδαίαν και όχι πολύ καθαρεύουσαν προφοράν του· μη θαρρείς πως είμαι βολικό πράμα, για να με μπαρκάρης εσύ στο σκολειό μέσα;… Εμένα εύκολα δε με τσουρμάρεις…οι άνθρωποι δεν είναι μπαούλα για να τους μπατάρετε σεις όπως θέλετε, μπάτει από δω, μπάτει από κει…μη σας χρειάζεται ακόμα κανένας κάβος, καμμιά γούμενα, για να μας δέσετε, μη μπας και σας σκαπουλάρουμε;…τίποτες αμπάσες μούδες μη θέλετε, για να μας αρμενίζετε πρύμα; Καλούμα από δω, όρτσα από κει, φούντα εκεί! Εμένα, για να σου πω, εύκολα-εύκολα δεν μπορείς να με σκαντζάρεις με το μυαλό το δικό σου. Ίσα τρίγκο, ίσα παρουκέτο, μάινα μπαμπαφίγκο! Για καμμιά τσομπανοφλοέρα μ’ επήρες και μου κόλλησες στα νερά, σαν να σου κατέβηκε να σου τραβήξω γιουντέκι ή ν’ αρμενίσουμε κουσέρβα; Αβάρα! Σία! Ανοιχτά!
Ο Μανόλης δεν ηδυνήθη να μη γελάσει κι έσπευσε να απαλλάξει τον μπαρμπα-Στεφανήν της φορτικής συνοδείας του



Κεφάλαιο Ι ' 

 

Ήτο δειλινόν ήδη και το πολύ των επιδημούντων εκλογέων είχε ψηφίσει από πρωίας αγεληδόν. Εις τον μέγαν κήπον του κυρ-Χαράλαμπου του Νιανιού, παρά την κεντρικήν στέρναν και το μαγγανοπήγαδον, υπό τρία με συμπεπλεγμένους τους κλώνους μεγάλα δένδρα, βερικοκκιάν και συκήν και απιδέαν, είχον στρωθεί από της μεσημβρίας ο Γιαννιός ο Κάβουρας, ο Δημήτρης ο Ζάβαλος, ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος, ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής και ο Κώστας ο Αγγουροκομμένος. Καίτοι διαφόρων ηλικιών κι επαγγελμάτων, ήσαν και οι πέντε μερακλήδες και το είχαν στρώσει εκεί, ουδ’ είχαν σκοπόν να υπάγουν να ψηφοφορήσωσιν. Ήθελαν να επιβάλουν τους όρους των και εις τα δύο διαμαχόμενα μέρη. Ο κήπος ήτο ως αδέσποτος την ημέραν εκείνην, η δε γραία Νιανίτσα, η σύζυγος του ιδιοκτήτου, περιφερομένη από αυλακιάς εις αυλακιάν, μύωψ ούσα, έκοπτε κολόκυνθον αντί σικυού και μελιτζάναν αντί τομάτας. Ο κηπουρός, ο μπαρμπα-Νικόλας ο Χλώρης, από τεσσαρακονταετίας δεν είχε παύσει να καλλιεργεί τον κήπον, αλλ’ ενώ όλον τον χρόνον τα είχε καλά με τον ιδιοκτήτην, τον κυρ-Χαράλαμπον, εις τας παραμονάς πάσης εκλογής εμάλλωναν κι εγίνοντο από δυο χωριά. Εις τα πολιτικά ο κυρ-Χαράλαμπος εχώνετο έως τις μασχάλες, ο μπαρμπα-Νικόλας έως τον λαιμόν. Αλλ’ από τεσσαράκοντα ετών δεν συνέπεσε ποτέ να είναι οι δύο με το αυτό κόμμα. Περί του κυρ-Χαράλαμπου υπήρχε ένα παλαιόν δημώδες δίστιχον, το εξής·
Σκόρδα, πράσα και ρεπάνια και ακόμα κάτι τι
ο Νιανιός θα θυσιάση για να βγάλει βουλευτή.

Εις τας παραμονάς δε εκάστης εκλογής, εάν ο ιδιοκτήτης ηρώτα απλώς τον μπαρμπα-Νικόλαν αν την φοράν ταύτην θα είναι με το αυτό κόμμα, ο γέρων κηπουρός εφουρκίζετο τόσον, ώστε άφηνε τον κήπον έρημον και έφευγεν, εωσού μετά τας εκλογάς επήρχετο η συνδιαλλαγή και η επάνοδος εις τον κήπον. Δις ή τρις ο κυρ-Χαράλαμπος είχεν αποπειραθεί ν’ αντικαταστήση τον κηπουρόν, αλλά μόνον διά ν’ αποδειχθεί ότι ούτε αυτός και ο κήπος του ημπορούσαν να κάμουν χωρίς τον μπαρμπα-Νικολόν, ούτε ούτος χωρίς τον κυρ-Χαράλαμπον και τον κήπον του.
Την εξαιρετικήν ταύτην κατάστασιν επωφελούμενοι οι πέντε εγκάρδιοι φίλοι έκοπτον μόνοι των, χωρίς να κρατώσι λογαριασμόν, όσα αγγούρια ήθελαν, είχαν δε αδειάσει ήδη ολόκληρον δαμιτζάναν του αντικρινού καπηλείου ως μόνον πρόγευμα έχοντες χλωρές πιπεριές και τομάτες με άλας. Μικρόν μετά την μεσημβρίαν έφθασε μέγα πήλινον γιουβέτσι, με χασάπικους μεζέδες, σπληνάντερο και κοιλίτσες και καρδιές μετά παχείας βορβορόχρου σάλτσας. Εκ της αφορμής ταύτης απεδείχθη ότι καλώς είχε προβλέψει ο κάπηλος φροντίσας να γεμίσει εκ νέου την κενωθείσαν δαμιτζάναν. Ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής ήτο εν ευθυμία και μετά μικρόν ήρχισε να τραγουδεί τα οικεία αυτώ παλαιά μερακλίδικα τραγούδια·
Απ’ τα πολλά μου βάσανα κι απ’ τα πολλά μου πάθη
σ’ ένα δενδρί ακούμπησα κι εκείνο εμαράθη.

Και πάλιν:
Όλοι κακό μου θέλουνε, οι πέτρες και τα ξύλα,
σαν ακουμπήσω σε δενδρί, μαραίνονται τα φύλλα.

Οι άλλοι συνωμίλουν με σχήματα και μεταφοράς, όπως συνήθιζαν, με κολοβάς φράσεις, με ατελείς προτάσεις. Εν τη συνδιαλέξει των διεκρίνοντο ολίγαι τινές οιονεί συνθηματικαί λέξεις υπό εκφραστικών χειρονομιών συνοδευόμεναι, πάντοτε ποικίλλουσαι και πάντοτε αυταί·
- Ψιλούρα, ε, Γιαννιό;
- Βαμβακόσπορος, αν αγαπάτε…
- Χωρίς πεκούνια δεν κάνουμε τίποτε.
- Ας φέξει!
- Χρειάζεται και λιγάκι βοτάνι.
- Τραβούμε, τραβούμε σφλόμο, μα λιανά τίποτα.
- Τι λες και συ, Άγγουρε;…που να ρημάξει το κεφάλι σου!
- Χωρίς ρηγάλα δεν κάνουμε τίποτα.
- Θέλουμε και προικιά.
- Το τράχωμα, που λένε.
- Ημείς καλαμαράδες δεν είμαστε, να παίρνουμε λουφέ… Κανένα μεγάλο συφέρο δεν έχουμε. Ας βγάλουν τις μαύρες…
- Μη μπας και θα με διορίση εμένα σε θέση ο Καψιμαΐδης, πώς τον λένε, κι ο Αλικιάδης τους;
- Ή ο Αβαρίδης κι ο Γεροντιάδης;

Έως εδώ ήτο η συνομιλία των πέντε εγκαρδιακών φίλων, όταν εισήλθε διά τρίτην φοράν ήδη ο Μανόλης ο Πολύχρονος. Εχαιρέτησε την παρέαν, εστάθη ολίγον παράμερα υπό την σκιάν δένδρου και καλέσας διά νευμάτων τον μπαρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον και τον Γιαννιόν τον Κάβουραν, ήρχισε να ομιλή διά μακρών ζωηρώς και με πολλάς χειρονομίας προς αυτούς. Εκείνοι επανειλημμένως ανένευαν. Ο Μανόλης έσεισε την κεφαλήν και απεμακρύνθη βραδέως υποσχόμενος ότι θα επανέλθη.
Μόλις είχεν εξέλθει ούτος κι επαρουσιάσθη ο Λάμπρος ο Βατούλας. Εκάλεσε και ούτος τον μπαρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον και τον Δημήτρην τον Ζάβαλον και ήρχισε να τους ομιλεί. Αλλά μετά πολλάς προσπαθείας απήλθεν άπρακτος.
Ο μπαρμπα-Γιώργος επανελθών προς τους ιδικούς του, ανεκοίνωσεν αυτοίς τας προτάσεις αμφοτέρων των ψηφοκαπήλων. Εκείνοι επεδοκίμασαν την απάντησιν, ην είχε δώσει ο γερο-Απίκραντος.
- Ό,τ’ κάμ’ς, μπαρμπα-Γιώργη, καλά καμωμένα, είπε και ο Κώστας ο Άγγουρος.
Όσον διά τον γερο-Λευθέρην τον Κουσερήν, ούτος δεν έπαυσε να τραγουδή τα παλαιά μερακλίδικα τραγούδια του.

Ιδού εν ολίγοις περί τίνος επρόκειτο. Η πεντακέφαλος εύθυμος παρέα επείθετο να ψηφοφορήσει μονοκούκι υπέρ του ενός κόμματος ή υπέρ του άλλου αντί προκαταβολής 210 δραχμών εις μετρητά, ενός γιουβετσίου, δύο γαλονίων οίνου και ενός παγουρίου ρακής, ως και ζεύγους τσαρουχίων περιπλέον διά τον Κώσταν τον Άγγουρον, όστις είχε λειώσει πολλά ζευγάρια τσαρούχια να τρέχει πότε για τον ένα, πότε για τον άλλον, καθώς εκαυχάτο ο ίδιος.
Τας 210 ταύτας δραχμάς θα διεμοιράζοντο ως εξής: θα ελάμβανον ανά 50 δραχμάς οι τέσσαρες και θα έδιδαν τας λοιπάς 10, ως και τα τσαρούχια, εις τον Κώσταν τον Άγγουρον. «Τόσα άξιζε, δεν άξιζε παραπάνω», εβεβαίου ο μπαρμπα-Γιώργης.
Την απαίτησιν ταύτην διεβίβασεν από της πρωίας ο γερο-Απίκραντος και εις τα δύο κόμματα. Κατόπιν όμως, μέχρι της μεσημβρίας, μετά πολλάς διαπραγματεύσεις, είχαν καταβεί εις δραχμάς 170 μετρητάς, έν γιουβέτσιον, δύο γαλόνια οίνου και ζεύγος τσαρουχίων διά τον Άγγουρον, παραιτηθέντες του παγουρίου της ρακής.
Βραδύτερον, περί την δείλην, κατέβησαν ακόμη εις δραχμάς 150 και ζεύγος τσαρουχίων, παραιτηθέντες του γιουβετσίου και του οίνου. Θα ελάμβανον ανά 35 δραχμάς οι τέσσαρες και 10 δραχμάς πάντοτε ο Κώστας ο Αγγουροκομμένος πλέον του ζεύγους των τσαρουχίων. Επί παρουσία του Κώστα οι τέσσαρες εταίροι εφυλάττοντο καλώς ν’ αναφέρωσι το ποσόν.
Ούτος καμαρώνων ήδη νοερώς τα καινουργή τσαρούχια υπέθετεν ότι εζήτουν απλώς δύο εικοσιπεντάδραχμα, όπως πεισθώσι να δώσωσι ψήφον.
Εκατόν δέκα δραχμάς τοις είχε προτείνει ο Μανόλης ο Πολύχρονος, εκατό είκοσιν ο Λάμπρος ο Βατούλας. Αλλά δεν εννόουν να καταβούν παρακάτω από τας 150.
Εν τούτοις η ώρα παρήρχετο, ήτο ήδη οψία δείλη. Ο ήλιος εχαμήλωνεν.
Από μιας ώρας δεν είχε παρουσιασθεί εις την θύραν του περιβόλου κανείς απεσταλμένος ούτε του ενός ούτε του άλλου κόμματος. Οιονεί διά σιωπηλής συμφωνίας τους άφησαν να παραδοθώσι διά της ολιγωρίας και δι’ αναγκαστικής απραξίας.

Τέλος, περί την έκτην ώραν, όταν ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, εφάνη εισελθών και βαίνων δρομαίως προς την στέρναν εγγύς της οποίας το είχαν στρωμένον οι πέντε φίλοι, εξ ων ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής και ο Κώστας ο Άγγουρος είχαν αποκοιμηθή επί της παχείας φυλλάδος, ήτις τους είχε χρησιμεύσει ως τάπης και ως τράπεζα, ενώ οι λοιποί τρεις ησχολούντο περιτρώγοντες τα τελευταία λείψανα του συμποσίου και παρηγορούμενοι διά της φλάσκας, της επτάκις γεμισθείσης ήδη από της δαμιτζάνας του γείτονος καπήλου, εφάνη, λέγω, βαίνων προς την στέρναν ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος, αυτοπροσώπως.
Φαίνεται ότι μετά τας πολλάς ανωφελείς αποπείρας τας γενομένας διά του Λάμπρου του Βατούλα ηθέλησε ο ίδιος να πραγματευθεί προς τους πέντε συνωμότας. Επλησίασεν. Ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος και ο Δημήτρης ο Ζάβαλος εσηκώθησαν και μετέβησαν όπισθεν του μαγγανοπηγάδου, όπου τους ένευσε να τον ακολουθήσωσι.
Κατόπιν τούτων, απρόσκλητος ηκολούθησε και ο Γιαννιός ο Κάβουρας. Όσον διά τον γερο-Κουσερήν και τον Άγγουρον, ούτοι εξηκολούθησαν να κοιμώνται πλησίον αλλήλων, εναμίλλως ρέγχοντες.

Την ιδίαν στιγμήν, εις εκατόν πεντήκοντα βημάτων απόστασιν, όπισθεν της λιθίνης αιμασιάς και του επιστέφοντος αυτήν από τρικοκκιές φράκτου, εφάνη προκύψασα η κεφαλή του Μανόλη του Πολύχρονου.
Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος ωμίλει ταπεινή τη φωνή και μετά χειρονομιών προς τους τρεις φίλους. Ο Μανόλης ο Πολύχρονος μετά συντόνου προσοχής κατασκοπεύων όπισθεν του φράκτου, αδύνατον ήτο ν’ ακούσει λέξιν αλλ’ εννόει πολύ καλά τι ελέγετο εκεί, παρά το μαγγανοπήγαδον.
Ο γερο-Απίκραντος απήντα εκάστοτε εις τας προτάσεις του κυρ-Μανουήλου τείνων λίαν εκφραστικώς τας χείρας. Οι άλλοι έσειον τους ώμους.
Ο κυρ-Μανουήλος εφαίνετο ανυπόμονος και ομιλών άμα, έκαμνε βραχείς περιπάτους περί το μαγγανοπήγαδον. Δύο ή τρεις φοράς έβγαλεν από την τσέπην του γελέκου το ωρολόγιόν του, το εκοίταξε κι εφαίνετο λέγων προς τους τρεις εταίρους ότι η ώρα περνά και ότι πρέπει να σπεύσωσι.
Τέλος, αφού περιέφερε βλέμμα εις τους τέσσαρας φράκτας και εις τας τέσσαρας γωνίας του κήπου, εστράφη προς το μαγγανοπήγαδον, έβγαλεν από την εσωτερικήν τσέπην του επενδύτου μικρόν φάκελλον και τον ενεχείρισεν εις τον μπαρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον.

Ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος έλαβε τον μικρόν φάκελλον και στραφείς προς τους συντρόφους του, ήρχισε να διερευνά το περιεχόμενον.
Ο κυρ-Μανουήλος, αφού είπεν ολίγας τεελυταίας λέξεις, εστάθη ολίγον τι παράμερα και εφαίνετο περιμένων. Ο Ζάβαλος και ο Κάβουρας αφού εξήλεγξαν το περιεχόμενον του φακέλλου, έτρεξαν προς την στέρναν υπό τα μεγάλα δένδρα, όπου εκοιμώντο οι δύο σύντροφοί των.
Έκυψαν, έσεισαν τους ώμους των και τους εξύπνησαν.
Ο Κώστας ο Άγγουρος, μόλις εξυπνήσας, έτριψε τους οφθαλμούς και δεν ανεσηκώθη αλλ’ εσήκωσε τον πόδα, διά να ιδή αν εφόρει τα τσαρούχια τα οποία ωνειρεύετο.
Ο γερο-Λευθέρης ο Κουσερής εξύπνησε μετά ψιθυρισμού ατελώς διασκεδασθείσης μέθης και ήρχισε να τραγουδή το προσφιλές αυτώ άσμα·

Σ’ ένα δενδρί ακούμπησα κι εκείνο εμαράθη…
Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος εξηκολούθει να περιμένει ολίγα βήματα απωτέρω.
Οι δύο υπνηλοί εσηκώθησαν, ετινάχθησαν και οι σύντροφοί των τους έβρεξαν τα πρόσωπα με νερόν από την στέρναν.
Οι πέντε άνδρες ητοιμάσθησαν, ετίναξαν τα ενδύματά των, εφόρεσαν έκαστος το έν μανίκι της τσάκας του ή της σουρτούκας του.
Ο κυρ-Μανουήλος είπε: Πάμε! κι εστράφη προς την θύραν. Οι πέντε φίλοι τον ηκολούθησαν.
Συγχρόνως ο Μανόλης ο Πολύχρονος, όστις δεν έπαυσε να κατασκοπεύη μετά συντόνου προσοχής τα συμβαίνοντα όπισθεν του φράκτου, εστράφη τρέχων προς την πρώτην καμπήν της οδού κι έγινε άφαντος.










Τρίτη, Νοεμβρίου 12, 2013

IV

 Οι Χαλασοχώρηδες




Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


το διήγημα - το οποίο δημοσιεύεται σε συνέχειες -,
καθώς και το λεξιλόγιο (γλωσσάρι)
και τις εισαγωγικές σημειώσεις
βρήκα σε αυτόν τον ιστότοπο : 



 

Κεφάλαιο ΣΤ'

.

Την πρωίαν εκείνην ο μπαρμπ’- Αναγνώστης ο Συβίας, αφού εσυλλειτούργησε τον παπα-Σωτήρην, τον εφημέριον των Τριών Ιεραρχών, εισώρμησεν, όπως πάντοτε συνήθιζεν, άμα τη απολύσει της λειτουργίας εις το ιερόν βήμα, διά να λάβη τον μισθόν του δι’ όλα τα νε-να-να-νέ και τα τε-ρε-ρέμ, τα οποία είχε συνεισφέρει προς συντέλεσιν της ιεράς μυσταγωγίας. Συνίστατο δε ο μισθός ούτος εις έν «ξάκρισμα» προσφόρου «διά τον καφέ» και εις ημίσειαν προσφοράν περιπλέον, την οποίαν αυθαιρέτως ελάμβανε παρά τας διαμαρτυρίας του συγγενούς του ιερέως, θέτων αυτήν εις τον κόλπον του «για τη συβία». Ο παπα-Σωτήρης δεν εθύμωνε τόσον διά την ημίσειαν προσφοράν και διά το ξάκρισμα, όσον διά την τόλμην του να εισβάλη εις το ιερόν βήμα «εξήντα χρόνων άνθρωπος, εν αμαρτίαις γηράσας». Αλλ’ ο μπαρμπ’-Αναγνώστης από πεντηκονταετίας δεν είχε παύσει ούτε τον παπα-Σωτήρην να συλλειτουργή, ούτε εις το ιερόν βήμα να εισέρχεται.
Είτα, αφού έβαλεν εις τον κόλπον του την ημίσειαν προσφοράν «για τη συβία», φράσις εξ ης έλαβεν αρχήν και το παρωνύμιόν του, εξήλθεν υποσκάζων εκ του ιερού βήματος, κρατών εις την αριστεράν το «διά τον καφέν» ξάκρισμα, το οποίον ήρχισε και να μασσά, εμάζωξε και την φαιάν και πρώην ξανθήν κόμην του υπό την σκούφιαν, έλαβεν εκ του στασιδίου την ράβδον του κι εξήλθεν εις την πλατείαν.
Η εκκλησία μόλις απείχεν εκατοντάδα βημάτων από της παραθαλασσίου αγοράς και αποβάθρας. Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης κατέβη κούτσα-κούτσα, και εις τον δρόμον πρώτον συνήντησε δύο παιδία του δρόμου παίζοντα εις τον περίβολον της εκκλησίας, τα οποία ηπείλησε με την ράβδον του και εδίωξε μακράν του ναού. Είτα επερίπαιξεν ένα γύφτον, τον οποίον συνήντησε μεθυσμένον, άγοντα έωθεν τα προεόρτια των εκλογών και κατόπιν επείραξε μίαν χήραν «απασσάλωτην», την οποίαν είδε καταβαίνουσαν διά πλαγίου δρόμου εις τον βράχον τον πέραν της αγοράς, ξεκάλτσωτην και με κοντό φουστάνι. Είτα, πριν φθάσει εις το καφενείον, είδεν έν κότερον και δύο μεγάλας λέμβους, αίτινες είχαν φθάσει και την στιγμήν εκείνην ηγκυροβόλουν προ της αποβάθρας.
«Α! θα είναι οι υποψήφιοι», είπε· και αφού εκαλημέρισε δύο ή τρεις λεμβούχους ή αλιείς, οίτινες εκάθηντο έξωθεν του καφενείου καπνίζοντες ναργιλέν, τους ηστεΐσθη λέγων: «Για σας έφεξε πάλι· εσείς είσθε οι σπορίτες του χωριού», αισθανόμενος μεγάλην επιθυμίαν να εναλλάξη τα δύο αρκτικά σύμφωνα της λέξεως, αλλά μη τολμών· δια να ξεθυμάνη όμως, όταν είδε τρεις ή τέσσαρας γέροντας καθημένους σοβαρώς εντός του καφενείου επί υψηλού και πλατέος σανιδίνου καναπέ, χωρίς να φθάνη η πλάτη των ν’ ακουμβήση εις τον τοίχον και με τους πόδας μετεώρους εις το κενόν, υπεράνω της μακράς τάβλας της φραττούσης την υπό τον καναπέν καρβουνοθήκην, τους έδειξε προς τους λεμβούχους λέγων: «Κοιτάξτε, κείνοι είναι οι κοπροδήμηδες, οι προεστοί του τόπου. Δεν σας φαίνονται σαν τα μικρά παιδιά που κάνουν κουρμαντέλα;».
Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ο Συβίας, υγιής τους πόδας, είχε κουτσαθή προ ολίγων ετών υπό τινος οργίλου και φιλεκδίκου χωρικού, τον οποίον είχε παραφορτώσει με τα σκώμματά του.
Με όλον όμως το πάθημα, δεν ηδυνήθη να επιβάλει χαλινόν εις την γλώσσαν του και εις τους ελέγχοντας αυτόν οικείους έλεγεν·
- Η ψυχή θα βγει πρώτα κι ύστερα το χου.
Είτα παρήγγειλε τον καφέν του, και ηξεύρων ότι έπρεπε να περιμένη επί είκοσι λεπτά της ώρας εωσού κατορθώσει να του τον ψήση ο γερο-Ακούκατος, ο καφετζής, μετέβη χωλαίνων εις την αποβάθραν, όπου είχον συναχθεί άνδρες τινές και παιδία ξυπόλυτα πολλά, όπως ίδωσι και θαυμάσωσι τους υποψηφίους.

Την στιγμήν εκείνην απεβιβάζοντο εκ των λέμβων οι υποψήφιοι.
Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης έκραξε προς αυτούς·
- Καλώς ωρίστε!
Και ευθύς προσέθηκε·
- Πόσα καντάρια ρουβάδα έχετε;
Γενικός καγχασμός υπεδέχθη την ερώτησιν.
Είτα επανέλαβεν·
- Δεν ακούτε; Μας φέρατε πολλή ρουβάδα; Πόσην έχει ο καθένας σας;
Ο γέλως επανελήφθη αλλ’ ουδεμία απάντησις εδόθη.
Και τρίτον ηρώτησε·
- Έχετε δηλωτικό για τη ρουβάδα;
Οι υποψήφιοι γελώντες ηνείχοντο το άκακον σκώμμα του μπαρμπ’-Αναγνώστη, προσηνείς άλλως νησιώται και αγαπώντες τα αστεία.
Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης εψιθύρισε, μετά προσποιητής οργής·
- Κάμετε καλά με τον κουμμερκιάρη, εγώ δεν ανακατώνουμαι.
Και στρέψας την ράχιν, απήλθε χωλαίνων να πίη τέλος τον καφέν του, αφού είχε καταφάγει ήδη εξ ανυπομονησίας το ξάκρισμα και θα ηναγκάζετο ίσως να βάλη χείρα εις το ήμισυ της προσφοράς, το προωρισμένον διά την συμβίαν.

Οι υποψήφιοι, ο Γεροντιάδης, ο Αλικιάδης και ο Αβαρίδης, ο Καψιμαΐδης και ο Χαρτουλάριος, δεχόμενοι τους χαιρετισμούς και τας χειραψίας των εντοπίων, συνοδευόμενοι από τον Μανόλην τον Πολύχρονον και από τον Λάμπρον τον Βατούλαν, οίτινες είχον ταχθή, ως χωροφύλακες, εκ δεξιών και αριστερών του Χαρτουλαρίου και δεν τον άφηναν να κάμει βήμα, ήλθαν και έπιαν καφέν εις το αυτό καφενείον του γέρο-Ακούκατου και ακολούθως χωρισθέντες μετέβησαν ανά δύο προς τους εις προϋπάντησιν ελθόντας φίλους των. Όσον διά τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον, ούτος, βλέπων την προς αυτόν σπουδήν και προσπάθειαν και των δύο κομμάτων, αντιπροσωπευομένων επισήμως από τον Λάμπρον τον Βατούλαν και από τον Μανόλην τον Πολύχρονον, εθεώρησε τώρα παρά ποτε βεβαιοτέραν την επιτυχίαν και ασφαλεστέραν την θέσιν του. Επίστευε δε, ότι αμφότερα τα κόμματα, Ανδρογυνοχωρίστρες και Χαλασοχώρηδες, θα τον εψήφιζαν μονοκούκι, ώστε και αν εμειονοψήφει εις τους άλλους δήμους, εδώ όμως θα έβγαινε παμψηφεί.
Όχι τόσον ροδίνας τας προβλέψεις, παρά τας παχείας υποσχέσεις, τας οποίας ελάμβανον, είχαν ο Καψιμαΐδης και ο Αβαρίδης. Ούτοι οι δύο εθεωρούντο παρά πάντων ως υποψήφιοι παραπληρωματικοί· οι δυνατώτεροι δ’ εκ των τεσσάρων ήσαν ο Γεροντιάδης και ο Αλικιάδης. Άλλως δε, ήξιζαν, κατά κοινήν ομολογίαν,  ν’ αντιπροσωπεύσωσιν οι δύο ούτοι την επαρχίαν. Ο Γεροντιάδης είχε διαπρέψει ήδη ως βουλευτής, αρνηθείς παν ρουσφέτιον εις τους μη στενούς φίλους, διά να υπηρετήση τα γενικά του έθνους συμφέροντα. Ο δε Αλικιάδης είχε διατελέσει και αυτός βουλευτής άλλοτε και είχε διακριθή. Δεν ήτο άνθρωπος να πηγαίνη στα χαμένα. Ήθελε «σίγουρες δουλειές». Ήτον ικανός να εξοδεύση και δέκα πέντε χιλιάδας και είκοσι χιλιάδας διά να επιτύχη. Αλλά δεν επετούσε τα λεπτά «στο βρόντο». Ήτο βέβαιος ότι εκλεγόμενος βουλευτής, θα ωφελείτο είκοσι πέντε ή τριάντα χιλιάδας το ολιγώτερον. Α! ήτο πολύ «κουλοπετσωμένος». Εν πρώτοις, όταν επρόκειτο να διορίσει υπάλληλον, θα του έλεγε «μ’ δίνεις τα μισά;», πριν αποφασίσει να δώση μπιλιέτο. Νέτα σκέτα, «σίγουρες δουλειές». Και αν κανείς κακομοίρης ετύγχανε να του χρεωστή από παλαιόν καιρόν τίποτε ψωροδραχμές, θα τον διώριζεν, εξαναγκάζων αυτόν να υπογράψει εκ προκαταβολής πολλών μηνών αποδείξεις διά τους μισθούς του, με χρονολογίας ημερών μήπω ανατειλασών μέχρις υπερεξοφλήσεως. Αλλ’ αυτά ήσαν δευτερεύοντα και ανάξια λόγου. Ό,τι απετέλει την δύναμιν του Αλικιάδου ήτο ο πόθος, υφ’ ου εφλέγετο, να φανή χρήσιμος εις την εκτέλεσιν δημοσίων έργων της επαρχίας. Εν πρώτοις, υπήρχεν η εθνική οδός, η προκηρυσσομένη εκάστοτε ως μέλλουσα να κατασκευασθή παρά την πρωτεύουσαν της επαρχίας πόλιν. Εκείθεν, αν εξελέγετο βουλευτής, θα είχε την μερίδα του λέοντος. Από τώρα είχεν αρχίσει να συνεταιρίζεται κρυφά με τους εργολάβους. Κατά την πρώτην βουλευτείαν του ολόκληρον δάσος το είχε κάμει ιδικόν του, δικαιώματι κατακτήσεως. Με τον έφορον, τον οποίον είχε φέρει εις την επαρχίαν του, είχε προεξηγηθεί σαφέστατα:«θα σε διορίσω, αλλά φόρον δεν θα βεβαιώσης από την ξύλευσιν του δάσους». Έπειτα ήτο ο λιμήν, ο λιμήν της βορειοανατολικής πόλεως. Α! αυτός ο λιμήν είχεν όλους τους μυθολογικούς χαρακτήρας, ούς ηδύνατό τις να επιθυμήσει διά μεγάλην επιχείρησιν. Ωμοίαζε με το παλάτι των Σαράντα Δράκων ή με το Κάστρο της Ωριάς. Εις κάθε νέας εκλογάς επροκηρύσσετο η εργολαβία· εις κάθε διάλειμμα μεταξύ δύο εκλογών η εργολαβία εγκατελείπετο. Ερρίπτοντο ακριβώς τόσαι πέτραι προς μόλωσιν της θαλάσσης κατά τας παραμονάς εκάστης εκλογής, όσαι, αν υπελογίζετο ότι θα είχομεν βουλευτικάς εκλογάς κατά παν έτος, θα ήρκουν όπως, μετά τρεις αιώνας, μετά πέντε αιώνας το πολύ, συντελεσθή το έργον. Αλλά την φοράν ταύτην ο Αλικιάδης είχεν απόφασιν «αμέτ Μουαμέτ», να βάλει τη δουλειά εμπρός. Α! δεν τον εγελούσαν αυτόν με το σήμερα και με το αύριο οι εργολάβοι. Ήθελεν εκ παντός τρόπου να φανή χρήσιμος εις την επαρχίαν του.
Αφού έπιον διπλούς καφέδες κι εδέχθησαν προσρήσεις, οι πέντε υποψήφιοι μετέβησαν, ως είπομεν, έκαστος προς επίσκεψιν των φίλων. Ήσαν και οι πέντε υψηλοί, φραγκοφορεμένοι, ηλιοκαείς, με υψηλά καπέλα, τα οποία εφόρουν όλοι τόσον στραβά, ώστε το αριστερόν ωτίον εκαλύπτετο όλον και μόνον το δεξιόν ήτο ορατόν, ελευθέρως αναπτυσσόμενον. Τούτο ιδών εις των εντοπίων, θέλων να ευφυολογήσει ακαίρως λίαν, είπεν ότι και οι πέντε ήσαν «μ’ εν’ αυτί».



Κεφάλαιο Ζ'



Την πρωίαν της Παρασκευής, αφού έμειναν επί τεσσαράκοντα ώρας ψηφοθηρούντες και συνεννοούμενοι μετά των φίλων, ανεχώρησαν επιστρέφοντες εις την πρωτεύουσαν της επαρχίας οι πέντε υποψήφιοι. Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος είχεν εκφράσει την επιθυμίαν να μείνει κατά την ημέραν της εκλογής εν τω δήμω, ελπίζων να λάβει πλείονας ψήφους διά της παρουσίας του βασίζων την επιτυχίαν του επί της εν τω δήμω τούτω υπεροχής. Αλλ’ ο Λάμπρος ο Βατούλας, προς όν μεγάλην έτρεφεν υπόληψιν ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος, μεθ’ όλας τας ραδιουργίας και διαβολάς, άς έβαλεν εις πράξιν προσπαθών να τον υποσκελίση ο Μανόλης ο Πολύχρονος, ο Λάμπρος, λέγω, ο Βατούλας αντέστη λίαν επιμόνως και τον απέτρεψε, λέγων ότι, εκεί, εις την πρωτεύουσαν της επαρχίας, όπου είναι και οι περισσότεροι ψήφοι, ήτον αναγκαιοτέρα η παρουσία του, διά να μη τον ρίξουν κάτω ο Αβαρίδης και ο Καψιμαΐδης. Όσον απέβλεπε τα εδώ, αυτός, επιθέτων εις το στέρνον την χείρα, τον έπαιρνεν επάνω του. Από εδώ ήτο σίγουρος βουλευτής, του το έδιδεν εγγράφως· εκεί να κοιτάξει, πέρα εκεί, να μη τους φάνε, τα μάτια του τέσσερα. Ο Χαρτουλάριος επείσθη, δους τα πιστά εις τον Λάμπρον, και ανεχώρησε μετά των άλλων.
Την Παρασκευήν εσπέρας και το Σάββατον πρωί έφθασαν τρεις ή τέσσαρες βρατσέραι, μεταφέρουσαι εξ Ωρεών, Στυλίδος, Θρονίου και Βόλου δύο ή τρεις δωδεκάδες εκλογέων, τους οποίους απόστολοι των δύο κομμάτων εκπεμφθέντες προ ημερών είχον στρατολογήσει, πληρώσαντες αυτοίς εις βάρος των υποψηφίων τους ναύλους και τα χασομέρια των. Περί δε την δείλην του Σαββάτου επεχείρησαν και τα δύο κόμματα να κάμουν «επίδειξιν», ως να ήθελαν να γελάσωσιν αλλήλους, ότι είναι περισσότεροι ούτοι ή εκείνοι. Πρώτοι οι Χαλασοχώρηδες συνεκεντρώθησαν, όπως είχαν συμφωνήσει, εις το καφενείον του γερο-Ακούκατου. Λέγομεν συνεκεντρώθησαν μεταχειριζόμενοι απλώς συνήθη εις τον πολιτικόν λόγον λέξιν. Το αληθές είναι ότι η απόπειρα της συγκεντρώσεως διήρκει επί δύο ώρας, και ακόμη δεν είχαν συγκεντρωθή. Μόλις ο Λάμπρος ο Βατούλας και δύο ή τρεις άλλοι συμβοηθοί του κατώρθουν να σύρωσι δέκα ή δώδεκα εκλογείς προς το καφενείον και μετ’ ολίγα λεπτά οι προσήλυτοι, αντί να αυξήσωσιν, ωλιγόστευαν, διότι ο εις επροφασίζετο ότι «θέλει να πάει ως το σπίτι για δουλειά, ως ότου να πεις κρεμμύδι έφθασε», ο άλλος εξεκλέπτετο χωρίς να είπη τίποτε κι έφευγεν από την άλλην πόρταν, διότι το καφενείον είχε δύο θύρας, την μίαν προς την αγοράν, την άλλην προς την συνοικίαν. Ολίγοι μόνον ήσαν οι φανεροί και φανατικοί, οι άλλοι υπέσχοντο, αλλά δεν ήθελαν να τα χαλάσουν με το άλλο κόμμα. Έπειτα και δεν είχεν ανατείλει ακόμη η ημέρα της εκλογής, ουδ’ είχαν αρχίσει ακόμη τα δύο «πρακτορεία» να εισάγουν και να εξάγουν τους ψηφοφόρους να τους ειπούν το «κρυφό», το οποίον ήτο απαραίτητον προ της ψηφοφορίας.
Και όταν εύκολον οπωσούν ήτο ν’ ακούσουν αύριον «το κρυφό» και από τα δύο κόμματα, διατί να κηρυχθούν σήμερον υπέρ του ενός; Διότι δεν ήτο συνήθεια να το λέγουν «το κρυφό» προ της ενάρξεως της ψηφοφορίας. Τα φυσέκια εμοιράζοντο εις τον στρατόν κατ’ αυτήν την ημέραν της μάχης, όχι από της παραμονής.
Τέλος μετά πολλής δυσκολίας, αφού εσυνάχθησαν μερικοί, απεφασίσθη να εκκινήσωσιν ηγουμένων κοκκίνων και λευκών σημάτων και των μουσικών οργάνων, βιολίου και λαγούτου και κλαρινέτου. Υπήρχεν ελπίς ότι καθώς η κυλιομένη σφαίρα της χιόνος, καθ’ όσον διήλαυνε διά των οδών, η διαδήλωσις θα επληθύνετο. Αλλ’ ολίγοι τινές έβαινον προς το μέρος της αγοράς, εκεί όπου έχει δώσει ο Λάμπρος ο Βατούλας οδηγίας εις τους μουσικούς και εις τους κρατούντας τα κοντάρια με τας χρωματιστάς οθόνας να κατευθυνθώσιν· οι άλλοι, οι περισσότεροι, διηυθύνοντο προς το αντίθετο μέρος, επιμένοντες ότι έπρεπε να στραφεί πρώτον ανά τας οδούς και τας συνοικίας της πολίχνης η διαδήλωσις, αν ήθελε να κάμη εντύπωσιν. Ίσως δεν ήθελον να διελάσωσι διά της αγοράς, όπως επεθύμει ο Λάμπρος, διά να μη εκτεθώσιν απέναντι των αντιθέτων. Μεγάλη δ’ έγινε σύγχυσις και ταραχή. Άλλοι ετραβούσαν απ’ εδώ, άλλοι απ’ εκεί.
Οι μουσικοί και οι σημαιοφόροι τα έχασαν, μη ηξεύροντες εις ποίους να υπακούσωσι. Περί τα εκατόν παιδία του δρόμου ανυπόδητα, τα οποία είχε στρατολογήσει προς μίαν πεντάραν το έν ο Λάμπρος ο Βατούλας, δεν έπαυσαν να φωνάζουν σπαρακτικώς: Ζήτω οι καλοί πατριώτες! Ζήτω ο Αλικιάδης! Ζήτω η νοικοκυροσύνη!
Τέλος ο Λάμπρος ο Βατούλας ηναγκάσθη να υποχωρήση εις τους πολλούς, επιφυλαχθείς να μεθύσει τόσον κατά την ανά τας συνοικίας περιοδείαν τούς απροθύμους διαδηλωτάς, ώστε να τους φέρη οπίσω εις την αγοράν φανερούς και παραπαίοντας οπαδούς του χαλασοχωριτικού κόμματος. Ετήρησε δε τον ενδιάθετον όρκον του, όσον ηδυνήθη. Ανά τας συνοικίας υπήρχον πάμπολλα μικρά καπηλίδια και κατώγεια οινοπωλικά, τα οποία είχαν φυτρώσει έξαφνα ως μανιτάρια, άδηλον διατί. Εποχή της εσοδείας του νέου οίνου δεν ήτο, διά ν’ ανοίξωσι διά τρεις μήνας και είτα να κλείσωσι, τουναντίον η ενιαύσιος εσοδεία είχεν εξαντληθεί ήδη και ο τόπος εισήγεν έξωθεν τον οίνον. Αλλά φαίνεται ότι είχαν ανοίξει επίτηδες χάριν των εκλογών. Βοσκοί, πωλήσαντες τελευταίον τας προβατίνας των εις τον επιτήδειον περί τον εξαρρενισμόν των θηλέων χασάπην, αγωγιάται, έχοντες δεμένον τον όνον των απ’ αυτής της κρικέλλας του παραστάτου της θύρας του αυτοσχεδίου καπηλείου των, είχαν παραιτήσει το επάγγελμά των και ήνοιξαν μαγαζία χάριν των εκλογών. Δι’ όλων εκείνων των μερών εφρόντισε να διευθύνη την διαδήλωσιν ο Λάμπρος ο Βατούλας και αι ολίγαι δαμετζάνες, όσας είχε πλήρεις παραπλεύρως των κενών και προς επίδειξιν μόνο τεταγμένων βαρελίων πας κάπηλος, εκενώθησαν προς τιμήν των υποψηφίων.
Εν τω χρόνω τούτω, ο Μανόλης και οι φίλοι του κατεγίνοντο να χορδίσωσι και αυτοί την διαδήλωσίν των. Είχον συναχθή εις το μπακάλικο-εμπορικόν του Θόδωρου του Μοστροπούλου, Αρκάδος, αποπλανηθέντος εις τα μέρη εκείνα περί τους δεκαπέντε χρόνους, διά τους οποίους είχε παρασκευάσει γιουβέτσι ο Μανόλης, διά να πιάση «μαγιά», και αφού τους εμέθυσεν, ήρχισαν αυθορμήτως τον χορόν και το τραγούδι. Επιάσθησαν επί της μικράς πλατείας έμπροσθεν του μαγαζίου και έστησαν τον χορόν, όστις εντός μιας ώρας ηύξησε κι εμεγαλύνθη κατά πολλάς δωδεκάδας, καθόσον πάμπολλοι, αυθόρμητοι ή καλούμενοι υπό του Μανόλη, προσήρχοντο διά να τους κεράση, και αφού εδευτέρωναν και ετρίτευαν, επροσηλυτίζοντο και δεν εξεκολλούσαν πλέον. Ο Θόδωρος ο Μοστρόπουλος προ διετίας μόλις αποκατασταθείς εις το χωρίον είχε χωθεί όλος εις τα πολιτικά κι επιτηδεύετο μέγαν ζήλον και φανατισμόν υπέρ του κόμματος. Επέτα την σκούφιαν του κατά γης, την εδάγκανε, την εποδοπατούσε, επήδα και εχόρευε από την κομματικήν ζέσιν. Έρριπτε τας δεκάρας ασφαλώς εις το συρτάριον και όλα τα είδη του μαγαζίου τα είχεν ελεύθερα, εθυσιάζετο διά τους φίλους: « Ό,τι θέλετε, ό,τι θέλετε!».
Ούτω, αφού ηυξήθη μεγάλως η συνάθροισις, εξεκίνησαν προηγουμένης εκατοντάδος παιδίων, εκλαρυγγιζομένων να φωνάζωσι, μετά των οργάνων και των κυματιζουσών χρωματιστών οθονών. Η διαδήλωσις εξεκίνησεν εν είδει ορχήσεως κατ’ ευθείαν γραμμήν βαινούσης. Όπως ήσαν πιασμένοι εις τον χορόν, ούτως εκίνησαν εκ του υψηλοτέρου μέρους της αγοράς, διά ν’ ανέλθωσιν εις την ενορίαν. Άμα έκαμψαν την πρώτην ανωφερή γωνίαν, επί της παραλλήλου οδού εφάνη η αντίθετος διαδήλωσις κατερχομένη της άνω συνοικίας, προς την αγοράν βαίνουσα με τας κραυγάς των γυμνοπόδων παίδων·
-Ζήτω οι καλοί πατριώτες! Ζήτω η νοικοκυροσύνη!
Οι παίδες της δευτέρας διαδηλώσεως έκραζον αφ’ ετέρου·
-Ζήτω ο Γεροντιάδης! Ζήτω το τσαρούχι! Ζήτω οι ξυπόλυτοι!
-Τ’ ακούς, βρε Μιχάλη; είπεν είς των αγυιοπαίδων της πρώτης διαδηλώσεως προς τον παραπλεύρως αυτού βαδίζοντα ομήλικόν του, εμάς το φωνάζουν το ζήτω.
-Πώς το ξέρεις;
-Δεν ακούς που φωνάζουν ζήτω οι ξυπόλητοι!
-Τότες τι να τους φωνάζουμε κι εμείς;
-Φωνάζουμε κι εμείς ζήτω οι ξυπόλητοι;
-Όχι, να φωνάζουμε καλύτερα: Ζήτω οι ξ’σκιζάνηδες!
Και διά μιας εφώναξαν όλοι με καθαράν και διάτορον φωνήν·
-Ζήτω οι ξ’σκιζάνηδες!
-Σουτ, βρε! έκραξε προς τους παίδας ο Λάμπρος ο Βατούλας· και συγχρόνως, αποταθείς προς τους άνδρας, εξηγών ως ειρωνείαν τάχα την κραυγήν, είπε·
-Καλά τους εκορόιδεψαν οι διαόλοι.

Καθ’ όσον δε επλησίαζον εις την αγοράν οι τελευταίοι βαδίζοντες, οίτινες, φαίνεται, είχαν μείνει τελευταίοι επίτηδες, εβράδυνον έτι μάλλον το βήμα. Ο Λάμπρος, όστις υπώπτευε τους σκοπούς των, έστειλε δύο των στενωτέρων αυτώ να μεταβώσιν ουραγοί, όπως τους επιτηρώσιν. Αλλά μεθ’ όλην την επαγρύπνησιν ταύτην, εις την πρώτην καμπήν της οδού, πριν αρχίσωσι να κατέρχωνται το αντικρύζον την αγοράν μέγα λιθόστρωτον ανά δύο ανά τρεις οι τελευταίοι βαίνοντες, έμενον διά τινα αφορμήν οπίσω, έσκυφταν εις την πεζούλαν να δέσωσι τα λωρία των ή να ξεσκονίσωσι την περισκελίδα των, και είτα εξεκλέπτοντο, απεκόπτοντο από την διαδήλωσιν κι έφευγον δι’ άλλης οδού, μη θέλοντες να προβάλωσι κεκυρωμένοι οπαδοί του ενός κόμματος εις την αγοράν με όλην την μοναξίαν, ήτις επεκράτει εν ταύτη, μετά την αναχώρησιν των δυο διαδηλώσεων.
Απεσπάσθησαν ούτω πολλοί, σχεδόν οι ημίσεις των ανδρών. Όθεν, όταν η διαδήλωσις του Λάμπρου του Βατούλα έφθασεν εις την προκυμαίαν, έκαμεν εις όλους πενιχράν εντύπωσιν.
Εν τούτοις ο Λάμπρος εζήτησε να την αναζωπυρήση διά του χορού και της μουσικής και οδηγών αυτός τον κάβο ήρχισε τον χορόν επί της πλατείας αποβάθρας και της προκυμαίας.
Μετά μίαν ώραν επέστρεψε και η δευτέρα διαδήλωσις και έστησε τον χορόν έξωθεν του μαγαζίου του Θόδωρου του Μοστροπούλου, υπέρ ποτε προθύμου και ενθουσιώσους οπαδού του κόμματος.

Προ της δύσεως δε του ηλίου, ο χορός εγενικεύθη καθ’ όλην την αγοράν, ώστε δεν υπήρχεν ανήρ ή παις, γερόντιον ή νεανίας, όστις να μη χορεύση εκουσίως, ακουσίως, αυθορμήτως ή εντέχνως.
Τινές μάλιστα των γερόντων επέστρεψαν οίκαδε, βαδίζοντες «μπουντουβάρ μπενίμ, μπουντουβάρ σενίν», χάρις εις τας αφθόνους σπονδάς τας γενομένας προς τιμήν των κ.κ. Γεροντιάδου, Αλικιάδου, Χαρτουλαρίου και λοιπών. Και περί το μεσονύκτιον ακόμη, μετά τον πρώτον ύπνον, οι τοίχοι και τα πατώματα πάσης οικίας υφίσταντο τον αντίκτυπον του μανιώδους χορού της εσπέρας, χορεύοντες κατ’ αντανάκλασιν, ως να είχον συμπίει μετά των ιδιοκτητών των εκ του εκλογικού οίνου, του σπεισθέντος αναλώμασι των κ.κ. Γεροντιάδου, Αλικιάδου και συντροφίας.




Κεφάλαιο Η' 
.

Ανέτειλε τέλος η ημέρα της εκλογής και το δημοτικόν σχολείον προς μεγίστην αγαλλίασιν των παιδίων, τα οποία εσχόλασαν ένεκα τούτου από της εσπέρας της Παρασκευής, είχε κοσμηθεί με δύο μικρά κιβώτια φέροντα πέντε κάλπας παμπαλαίας, βαναυσουργείς, μετ’ ακόμψων πιττακίων, φερόντων των υποψηφίων τα ονόματα. Ο κυρ-Αγγελής ο Μαλλίνης επερίμενεν ανυπομόνως την ημέραν ταύτην πότε να ανατείλη. Προ δέκα ετών ακόμη μετήρχετο ευδοκίμως τον δικολάβον, είχε δε υπηρετήσει και ως δημόσιος υπάλληλος. Αλλ’ έκτοτε η ανάδειξις νεωτέρων ανθρώπων, επιτρίπτων και παμπονήρων και η υπέρμετρος χρήσις του οίνου τον είχον καταστήσει απόμαχον. Από δεκαετίας δεν έκαμνε πλέον άλλο έργον, ειμή επερίμενε πότε να διαταχθώσιν εκλογαί δημοτικαί ή βουλευτικαί ή και των επαρχιακών συμβούλων, ή πότε να ενεργηθή τοπική τις συμπληρωματική ή επαναληπτική εκλογή ένεκα θανάτου, παραιτήσεως ή ακυρώσεως, βέβαιος ων ότι η εφορευτική επιτροπή, εξ οιωνδήποτε και αν απετελείτο, αυτόν θα προσελάμβανεν ως γραμματέα. Είχεν αποκτήσει εις τούτο αδιαφιλονίκητον ειδικότητα και ήτο η μόνη ενασχόλησίς του. Ευτυχώς δεν είχε τέκνα, αυτός δε και η γραία του απέζων από τα τελευταία λείψανα των δανείων, τα οποία είχε λάβει επ’ υποθήκη τού αρτίως εκπλειστηριασθέντος ελαιώνος του ή από το αντίτιμον των δύο τελευταίων χωραφίων, τα οποία είχεν ο ίδιος πωλήσει. Τον παλαιόν καιρόν, ότε η εκλογή ήτο τετραήμερος, ήτο λίαν ευάρεστος δι’ αυτόν, διότι και καλύτερον μισθόν ελάμβανε και πλείονα δείπνα ειστιάτο υπό της φιλοτιμίας των υποψηφίων, αντιπροσώπων και λοιπών προσφερόμενα.
Αυτός και ο πρόεδρος της επιτροπής, ο γέρων αγωνιστής Νιαουστεύς, διηγούντο προς αλλήλους τας παλαιάς αναμνήσεις των εκλογών επί Όθωνος εξυμνούντες την επί της πρώτης βασιλείας ακμήν και ζωτικότητα, ταλανίζοντες την σημερινήν νάρκην και αηδίαν. Τον παλαιόν καιρόν αι εκλογαί εγίνοντο με όρεξιν, με πείσμα και με μυθιστορικάς πολλάκις περιπετείας.
Εις τας ημέρας του γέροντος προέδρου, ότε εις τας δημοτικάς εκλογάς εψηφοφόρουν οι μάλλον φορολογούμενοι, ήρκει να λάβη τις είκοσι πέντε ψήφους νοικοκυραίων διά να γίνει δήμαρχος· δεν εχρειάζετο, καθώς σήμερον, να ψηφίζωσιν όλοι οι παρακατινοί, όλοι οι εξωμερίτες, όλες οι τσοπανοφλοέρες. Και αν τυχόν ηπειλείτο ισοψηφία και χωρικός τις έχων ψήφον εδείκνυτο σκληροτράχηλος και δεν ήθελε να τα γυρίσει, τον έκλεπταν, τον ήρπαζον, τον απήγον, τον έκρυπτον εις ασφαλές μέρος, όπου έτρωγε και έπινεν εκτάκτως, παχυνόμενος επί τρεις ή τέσσαρας ημέρας, εωσότου παρέλθουν αι εκλογαί. Είτα τον άφηναν ελεύθερον. Ούτω πως εξησφαλίζετο η επιτυχία του δημάρχου, όν ήθελεν η τάξις των φρονίμων να εκλέξει. Εις τας βουλευτικας εκλογάς πάλιν, αν και εψηφοφόρουν πολλοί, το καλόν ήτο ότι δεν εχρειάζοντο σφαιρίδια, ίσχυον τα ψηφοδέλτια. Τοιαύτα μικρά δελτάρια χάρτου είς καλός γραμματεύς ηδύνατο να συντάξει πεντακόσια εις δύο ώρας. Επ’ αυτών έγραφε τα ονόματα των υποψηφίων, ούς ήθελε, χωρίς καν να ερωτήσει τον ψηφοφόρον τίνας επιθυμεί να εκλέξη. Και εις τον κατάλογον των ψηφοφορησάντων δεν ήτο ανάγκη να εγγράφονται πάντοτε ονόματα ζώντων. Διά της προσθήκης διακοσίων ή τριακοσίων ψηφοδελτίων επ’ ονόματι ισαρίθμων συχωρεμένων, ο δήμαρχος και η επιτροπή ηδύναντο να κεραυνοβολήσωσι τους αντιπάλους, πλάσσοντες αυτοί αντιπροσώπους ούς ήθελον. Εάν όμως οι αντίθετοι τους διέβαλλον επί κιβδηλεία και πλαστογραφία εύκολον ήτο να εξαφανίσωσι παν ίχνος, εισορμώντες διά του παραθύρου εις τον τόπον της εκλογής, κλέπτοντες διά της νυκτός την μοναδικήν και ευμετακόμιστον, με το χάρτινον φορτίον της, κάλπην και καταστρέφοντες αυτήν και το περιεχόμενον, συγχρόνως δε υπογράφοντες αναφοράν προς τον κύριον νομάρχην και παρακαλούντες αυτόν ευσεβάστως να διατάξει νέας εκλογάς, «επειδή οι αντίθετοι βλέποντες την αποτυχίαν των, εξηφάνισαν την κάλπην».
Ο γέρων πρόεδρος υψηλός, ευθυτενής, ογδοηκοντούτης, πάσχων την όρασιν, αναμασών διά χιλιοστήν φοράν τας αναμνήσεις ταύτας, επλησίασε προς το κιβώτιον των καλπών κι έκυψε να ίδη αν αι κάλπαι ήσαν καλώς συνδεδεμέναι, αν η σιδηρά ράβδος είχε προσαρμοσθεί και σφραγισθή καλώς. Δεν ήτο βέβαιος αν θα έβλεπε καλώς αυτός, ήθελε μόνον να τον ίδωσιν οι άλλοι ότι καλώς επιβλέπει. Αι πέντε κάλπαι συνδεδεμέναι όπως ήσαν διά του χονδρού σύρματος, αλλόκοτοι, ατερπείς, πένθιμοι κατά το ήμισυ, λευκαί και μαύραι, ωμοίαζον με πέντε καταδίκους του κατέργου, το ήμισυ της κεφαλής ξυραφισμένους, δέσμιους με την αυτήν άλυσιν, κύπτοντας επιπόνως, εκτελούντας την ημερησίαν αγγαρείαν εις τον ναύσταθμον. Ο γέρων πρόεδρος έκυψεν επί της μιας πλευράς του πλάτους του κιβωτίου και επί της άλλης κι εκοίταξε διά μακρών τας αρτίως επιτεθείσας σφραγίδας κι επί του στήθους του εκρότησαν ελαφρώς τα παράσημα. Έφερε το αριστείον του αγώνος αργυρούν και δύο αργυρούς σταυρούς του Σωτήρος. Είχε παρακαλέσει προ πολλού ένα συνηλικιώτην του αρχαίον ναυτικόν, όστις είχε ρίψει ολίγα τουφέκια υπό τον Καρατάσον και πολλές κανονιές υπό τον Κριεζήν και ήτο κάπως γνησιώτερος αγωνιστής από αυτόν, να τον απαλλάξει ενός σταυρού του Σωτήρος λέγων ότι, αφού κατά λάθος η κυβέρνησις τον ενεθυμήθη δις «ημπορούσε να τον φορή αυτός και το ίδιον ήτο». Αλλ’ ο παράξενος γέρων του απήντησεν ότι δεν εξαναμωράθη ακόμη και «δεν του αρέσουν τα λιλιά». Το βέβαιον είναι ότι κατά τινα χύσιν παρασήμων, γενομένην ου προ πολλού, επ’ ευκαιρία δεν ενθυμούμαι ποίας εορτής, η Κυβέρνησις έστειλεν εις τον κύριον Νιαουστέα τον αργυρούν σταυρόν του Σωτήρος, τον οποίον ο γέρων είχεν από του 1883. Αλλ’ η πρώτη απονομή είχε λησμονηθή μη τηρουμένων καταλόγων, ως φαίνεται. Έκπληκτος ο κ. Νιαουστεύς έλαβε το δώρον και δι’ αναφοράς παρεκάλεσε το υπουργείον να τον προβιβάσει, αν ευαρεστήται, εις τον χρυσούν σταυρόν. Αλλ’ ουκ ην φωνή, ουκ ην ακρόασις. Τότε ο Νιαουστεύς ηναγκάσθη ν’ αρκεσθεί εις τους δύο αργυρούς και εις πάσαν εορτήν, βασιλικήν ή θρησκευτικήν, τους εκρέμα επί του στήθους και τους δύο, σήμερον δε, ημέραν εκλογής, αφού μάλιστα ήτο και πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής, θέσις ήτις δεν του εφαίνετο μικροτέρα από την του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθήκον του ενόμισε να εμφανισθή εις τον τόπον της εκλογής φορών τα παράσημά του.
Κατά την τοποθέτησιν των καλπών περί της αλφαβητικής τάξεως προκειμένου, ο ελληνοδιδάσκαλος Μυροκλείδης, μέλος της εφορευτικής επιτροπής, όχι διότι εμερολήπτει υπέρ του ενός κόμματος είτε υπέρ του άλλου, αλλ’ εξ ευσυνειδησίας διδασκαλικής, απήτει να τεθεί πρώτη η κάλπη του Αλικιάδου και δευτέρα η του Αβαρίδου λόγω ότι η ορθή γραφή του ονόματος είναι Αυαρίδης, διά διφθόγγου, το δε αλ προηγείται του αυ. Ισχυρίζετο δε ότι η παραγωγή της λέξεως δεν είναι εκ του αβαρία, καθόσον τότε θα ήτο Αβαριάδης, ούτε εκ του αβαρής δύναται να είναι, διότι δεν δύναται να φαντασθεί τις υποψήφιον βουλευτήν, όστις να μην έχει την απαιτουμένην βαρύτητα. Ο κ. Αβαρίδης μάλιστα δεν παρουσιάζετο πρώτην φοράν τώρα ως υποψήφιος ότε δεν εφαίνετο να έχει και πολλάς πιθανότητας επιτυχίας, αλλ’ είχεν εκλεγεί άλλοτε και διατελέσει δις βουλευτής. Την τελευταίαν φοράν μάλιστα, κάποιος εν Αθήναις, ιδών αυτόν μια των ημερών αναγινώσκοντα εν καφενείω τα πρακτικά της συνεδριάσεως της προτεραίας εν τη Νέα Εφημερίδι, τον ηρώτησεν αν δεν ήτο παρών εις την συνεδρίασιν. «Όχι, ήμουν» απήντησεν ο κ. Αβαρίδης «αλλά καλύτερα τα γράφει εδώ». Είναι αληθές ότι κατά την σύνοδον εκείνην, ως και καθ’ όλην την περίοδον, δεν είχε καλοχορτάσει τον ύπνον επί των εδωλίων της αιθούσης των συνεδριάσεων. Μόλις έκλειε τους οφθαλμούς, και γείτων συνάδελφος, λίαν υποχρεωτικός, πολιτικός φίλος, τον εξύπνα αποτόμως σείων αυτού τον βραχίονα και του εσύριζεν εις το ούς μίαν λέξιν πάντοτε: ναι ή όχι. Σχεδόν κάθε δέκα λεπτά εγίνετο ψηφοφορία. Κοπιωδεστάτη υπήρξεν η σύνοδος εκείνη. Τα νομοσχέδια επέπιπτον σωρηδόν ως βροχή, ως χάλαζα κι ετάραττον τον ύπνον του αγαθού επαρχιώτου. Μόλις απεκοιμάτο κι ετάραττον τον ύπνον του εμφανιζόμενα ως «αναβάται και τριστάται», ως άμαξαι τέθριπποι, ως στρατεύματα παρελαύνοντα εν ήχω σαλπίγγων, εν βοή και αλαλαγμώ. Φοβεράς αναμνήσεις του είχεν αφήσει όλη η σύνοδος εκείνη. Και τώρα, αν επαρουσιάζετο πάλιν κι εζήτει τας ψήφους των συμπολιτών του, αυτός δεν καλοήθελε, άλλοι τον είχαν παρακινήσει. Τοιαύτα τινά διηγείτο προχθές, όταν επεσκέφθη τον δήμον μετά των συνυποψηφίων του. Διά τούτο και ο ελληνοδιδάσκαλος Μυροκλείδης δεν ενόμιζεν ότι τον έβλαπτεν, αν μετέθετε δευτέραν την κάλπην του. Το όνομα είναι σύνθετον, είπεν, εκ του αύος-ξηρός και αρίς-το σκέλος. Αλλά και εκ του αμπάρι, Αμπαρίδης, αν είναι, και ο κάτοχος του ονόματος ηθέλησε να το εξελληνίσει κατά το έθος (καθ’ ον τρόπον ο ίδιος ο ελληνοδιδάσκαλος, έλεγεν, είχεν ένα μαθητήν, Μπογιατζήν καλούμενον, τον οποίον εξηυγένισεν εις Βοϊαζίδην), πάλιν το αλ προηγείται του αμ. Τοιαύτα τινά ισχυρίζετο ο διδάσκαλος. Ο πρόεδρος δε, ο γέρο-Νιαουστεύς, όστις εφρόνει τα των Χαλασοχώρηδων και ήτο ευνοϊκός προς τον Αλικιάδην και Καψιμαΐδην, χωρίς να εννοή καλά-καλά τα διδασκαλικά επιχειρήματα, έσπευσε να τον δικαιώση και ήτο έτοιμος να διατάξη όπως τεθεί πρώτη η κάλπη του Αλικιάδου, μεταβαλλομένης της ορθογραφίας του ονόματος του Αβαρίδου επί της πινακίδος της οικείας κάλπης. Ουδ’ εσυλλογίσθη μάλιστα ότι η αριθμητική τάξις των καλπών και η ορθογραφία των ονομάτων ήτο έργο διοικητικής αρχής και ότι, αν έπραττεν αυθαίρετόν τι η επιτροπή, λόγους μόνον ακυρότητος θα εδημιούργει και λαβήν προς ενστάσεις θα παρείχεν. Ο γέρο-Νιαουστεύς δεν εχώνευε τον Αβαρίδην, συνεπάθει δ’ εξόχως προς τον Αλικιάδην και Καψιμαΐδην. Τον δεύτερον μάλιστα εξετίμα πολύ και αν ήτο εις το χέρι του, θα ετοποθέτει πρώτην όχι την κάλπην του Αλικιάδου αλλά την του Καψιμαΐδου, τον οποίον είχεν επονομάσει τις «το άρτυμα της παρέας των υποψηφίων». Εβεβαίουν, όσοι τον είχαν πλησιάσει, ότι τα ενδύματά του ή ο ιδρώς του απέπνεον παχύ άρωμα αφρογάλακτος και βουτύρου.
Ήτο λίαν ευδόκιμος διοικητικός υπάλληλος και διωρίζετο κατ’ εκλογήν ιδίως εις τας βουτυροφόρους επαρχίας. Ίσως απέκτησε την οσμήν ταύτην εκ της πολυχρονίου αναστροφής μετά κτηνοτρόφων και τυροκόμων, των οποίων τα συμφέροντα μετά ζήλου επροστάτευε. Προ δύο ετών ακόμη, ότε ήτο διωρισμένος, είχε λάβει ποτέ ενός μηνός άδειαν όπως μεταβεί εις την πατρίδα του. Ο καπετάν-Νικολάκης, το Τρυποκαρύδι, όστις τον παρέλαβεν εις το κότερον από τινος παραλίας της Φθιώτιδος, τον είδε να μπαρκάρη φέροντα ολόκληρον δωδεκάδα δερματοτυρίων και δύο κολοσσιαίους πίθους βουτύρου. Ήρχετο εκ τινος πολυθρέμμονος επαρχίας και δεν είχε νομίσει αξιοπρεπές να υπάγει «με άδεια χέρια» εις την πατρίδα του. Ήτο λίαν καλοφορεμένος και σεβαστός κύριος και ο κυβερνήτης του κοτέρου τον έβλεπε διά πρώτην φοράν.
-Κάνεις το εμπόριο των τυριών του λόγου σου; τον ηρώτησεν ο καπετάν-Νικολάκης, το Τρυποκαρύδι.
-Όχι, είμαι έπαρχος, απήντησε μετά σοβαράς υπεροψίας ο κ. Καψιμαΐδης…
-Α! κατάλαβα…

Και δεν αντήλλαξαν πλέον λέξιν καθ’ όλον τον πλουν. Τούτον λοιπόν τον Καψιμαΐδην θα επεθύμει να βάλη πρώτον τη τάξει ο γέρο-Νιαουστεύς, ο και πρόεδρος, αντί του Αβαρίδου, αντί του Αλικιάδου αυτού. Αλλ’ η πλειονοψηφία της επιτροπής, ήτις ανήκε εις τους Ανδρογυνοχωρίστρες και υπεστήριζε τον Γεροντιάδην και Αβαρίδην, αντέστη, και ούτως έμεινε πρώτη η κάλπη του Αβαρίδου.