Κυριακή, Ιανουαρίου 26, 2014



Eliot, Thomas Stearns, 1888-1965 *


Απόσπασμα από την "Έρημη χώρα" (1922)

Μετάφραση Γιώργος Σεφέρης (1936)



"Συ ! hypocrite lecteur ! – mon semblable, - mon frère !" 

 .
όλες οι φωτογραφίες 
αυτού του post 
είναι τραβηγμένες από την quartier libre


 Β΄. ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ

 
Το Κάθισμα όπου κάθονταν, σα στιλβωμένος θρόνος,

Έλαμπε στο μάρμαρο, όπου ο καθρέφτης

Που βάσταζαν κοντάρια πλουμισμένα με κλήματα



Όθε ξεμύτιζε ένας χρυσός Ερωτιδέας


 ( Με τη φτερούγα σκέπαζε τα μάτια του άλλος ένας ) 



Ζευγάρωνε φλόγες από εφτάκλωνους κεροστάτες

Αντιφεγγίζοντας το φως επάνω στο τραπέζι ενώ

Των κοσμημάτων της η λάμψη ορμούσε να το συναντήσει,

Πλούσια ξεχειλίζοντας σε θήκες μεταξωτές.



Σε φιάλες από φίλντισι και χρωματιστό γυαλί

Ξεβούλωτες, ενέδρευαν τ’ αλλόκοτα συνθετικά μυρωδικά της,


Υγρά, σε σκόνη, ή σ’ αλοιφή – σκοτίζανε, συγχύζανε

Και πνίγανε την αίσθηση με αρώματα· ερεθισμένα απ’ τον αγέρα

Που έμπαινε δροσερός απ’ το παράθυρο, τούτα ανεβαίναν

Παχαίνοντας τις τεντωμένες φλόγες των κεριών,


Ρίχνανε τον καπνό τους στα λακουεάρια,**
Ξυπνώντας τα στολίσματα στο φατνωτό ταβάνι.


Πελώρια ξύλα πελαγίσια ταγισμένα μπακίρι

Έκαιγαν πράσινα και πορτοκαλιά, με πέτρα πολύχρωμη πλαισιωμένα,



Και στο θλιμμένο τούτο φως ένα δελφίνι σκαλισμένο κολυμπούσε.




Πάνω απ’ τ’ αρχαίο το τζάκι παρουσιάζονταν

Λες κι άνοιγε παράθυρο σε μιαν υλαία σκηνή



Η μεταμόρφωση της Φιλομήλας, της χαλασμένης τόσο βάναυσα




Από το βάρβαρο βασιλέα· κι όμως εκεί τ’ αηδόνι

Την έρημο όλη γέμιζε μ’ απαραβίαστη φωνή


Κι ακόμη φώναζε κι ακόμη ο κόσμος κυνηγάει,
«Γιακ, γιακ» σε βρώμικα αυτιά.

Κι άλλες ακόμη ρίζες μαραμένες των καιρών

Ήταν στον τοίχο ιστορισμένες· προσηλωμένα σχήματα

Σκύβαν, δηλώνοντας τη σιωπή στην περίκλειστη κάμαρα.

Πατήματα σερνόντουσαν στα σκαλοπάτια.

Κάτω απ’ το φέγγος της φωτιάς, κάτω απ’ τη βούρτσα, η κόμη της

Άπλωνε πύρινες ακίδες

Έλαμπε με λόγια, Κι ύστερα έπεφτε σε μιαν άγρια γαλήνη.




«Τα νεύρα μου είναι άσχημα σήμερα βράδυ.
Ναι, άσκημα. Μείνε μαζί μου.

Μίλησέ μου. Λοιπόν ποτέ σου δε μιλάς; Μίλησε.

Τι συλλογίζεσαι τώρα; Τι συλλογιέσαι; Τι;

Ποτές δεν ξέρω τι συλλογίζεσαι. Συλλογίσου».









* Νόμπελ Λογοτεχνίας [1948]

** τα Laquearia είναι φατνώματα.  
Ταβάνια, που έφτιαχναν οι Λατίνοι με σανιδωτά χωρίσματα και τα διακοσμούσαν με ελεφαντόδοντο ή τα ζωγράφιζαν.

- σημείωση Q.L. :


στην Αινειάδα, βιβλίο VIII, ο Βιργίλιος λέει : 
"erigitur summique ferit lacuaria tecti" 
γαλ. μτφρ : 
se reflétant aux plafonds ouvragés d'une haute demeure.
 











Δεν υπάρχουν σχόλια: