Δευτέρα, Νοεμβρίου 17, 2014





Θα πολιορκώ το

"κοίταζε τη δουλειά σου"

με την αγωνία μου !



ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ
(ολόκληρο το ποίημα) *
.           Ποίηση: Ρένα Χατζηδάκη – Μαρίνα
1943 – 2003
Μουσική : Μ. Θεοδωράκης

Καθώς το παιδί,
που σημαδεύεται απ' την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου
και θα χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου
σαν θα μ ανοίξουνε να βγω από δω

Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού
Σε ισοπεδωμένα τοπία
Στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη
στις σπαταλημένες ματιές
Να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας
Και θα μιλω και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα
Που ήταν κάποτε δική μας
Που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
Μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων, των νεκρών εικόνων
Όταν οι νύχτες μας ήσαν απλά επεισόδια της μεγάλης νύχτας
που έφτασε πριν τόσον καιρό
πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα
τις σεληνιακές σου διαλείψεις, τα αστρικά σου πηδήματα
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο
μες την καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μας
και τώρα την εξουσιάζουνε τα τανκς.

Επτάπυλο το χάος, στεγανό,
Πολιορκημένο με το φόβο με τα χίλια πρόσωπα
Οι φωνές των ανιάτων κοπάζουν κάθε βράδυ στις πεντέμιση
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί
Και πάλι, πάντα πού να ναι τα χέρια σου, η φωνή σου, πού ;
Θ αντέξουν κι απόψε τα τοιχώματα ή θα χυμήξει το σκοτάδι ;

Πώς να μετρήσω; Πώς να μετρήσω; Πώς να μετρήσω ;




Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς, που σημαδεύει έφηβο κιόλας το παιδί
Η απουσία σου, η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου,
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα, ξετρελαμένα στόματα η ασχήμια,
που ενεδρεύει να με καταβροχθίσει
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει, σπαρταράει
μ’ αφύσικα τινάγματα
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ
και γύρω μου παντού, καταμεσίς , κατάστηθα
το χάος στην καρδιά μου,
αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ’ το φόνο στην τύψη, στο μοιρολόι
κι από κει στον άλλο φόνο.


Πώς να τραγουδήσω; Πώς να τραγουδήσω ; Πώς να τραγουδήσω ;
Κι η φωνή μου που αγαπούσες μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια, τα μαλλιά μου που αγαπούσες
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πιά
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ τα σίδερα
η Ρωμιοσύνη προδομένη. Η προδοσία μαχαίρι στην καρδιά
το πληγιασμένο φως μετά τις 10,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία, η απουσία, το τσιγάρο του φρουρού
Και θα μιλώ και θα μιλώ και θα μιλώ μονάχα τούτη τη γλώσσα.

.
"Πώς άλλαξε αυτό το παιδί",
θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας μου να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα, το φόβο,
το βήμα του φρουρού τις νύχτες, τις νύχτες χωρίς εσένα
και θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
και θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
σκορπισμένα σαν τα παιδιά της …………..
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης
γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι
όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι

Χωρίς εσένα, πώς;
Χωρίς εσένα, πώς;
Χωρίς εσένα, πώς;



Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί
το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυντεθούν,
μέσα σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό,
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης,
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
δραπέτευσε, θα πουν οι άλλοι,
παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
"τι είν’ αυτό που ανεβαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουβέρτα"
μόνο εσύ θα ξέρεις πώς, πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγινε η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπο.
Θεέ μου τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.



ΙΙ

Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η φωνή,
ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.
Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις.

Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου ξανθό,
πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει πάλι το παγωμένο κέντρο της μνήμης
τώρα παντού, "την κατάθεσή μου να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου"
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα ίσως
κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ
μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω


III

Ο χρόνος παραμορφώθηκε
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.

Θα πολιορκώ το "κοίταζε τη δουλειά σου" με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγαλικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
πρώτη φορά τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς, της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει.

Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που ανασαίνω
βγαίνει τ’ όνομά σου
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου της καλόγριας
που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως εσύ να `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
να προλάβουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ’ το χάος.

Μα πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου
μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, σ’ όλα τα χιόνια των γκρεμών
θα χω διασχίσει το σκοτάδι που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου ίσως νεκρό
μα πάλι ακέριο θ’ αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και ηλιόλουστη ζωή.



* μου λείπει από το ποίημα μία λέξη.
μου διαφεύγει...






Τετάρτη, Νοεμβρίου 12, 2014


II.

Παραμύθι ν’ αρχινήσει !

 

Άρθρο της


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  09/11/2014 05:45
 
Σήμερα «Το Βήμα», στο πλαίσιο της σειράς «Μια φορά κι έναν καιρό», προσφέρει στους αναγνώστες του τη δεύτερη σειρά ενός έργου αναφοράς και υψηλής αναγνωστικής αξίας, των «Ελληνικών παραμυθιών», σε εκλογή του Γ. Α. Μέγα
Παραμύθι ν’ αρχινήσει


Ο Γεώργιος Α. Μέγας, ο συστηματικότερος μάλλον μελετητής του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού έως σήμερα, έχει πλήθος σχετικές εργασίες στο ενεργητικό του. Οδηγό του είχε την ιστορικογεωγραφική μέθοδο (της φινλανδικής σχολής) που εξετάζει, διεθνώς και διαχρονικά, τη διάδοση των διάφορων παραμυθιακών τύπων, τονίζοντας ιδιαίτερα τη διαχρονική διάσταση των παραμυθιών. Σύμφωνα με τη σχολή αυτή, κάθε λαός παραλαμβάνει την ύλη για τα παραμύθια του από μια διεθνή πηγή και τα μεταβάλλει με τρόπο που να τα καθιστά δικά του. Οπως ο ίδιος σημειώνει, το παραμύθι, αν και δεν υπόκειται στους όρους της πραγματικής ζωής, προσαρμόζεται ωστόσο στα ήθη και τα έθιμα, στους μύθους και τις δοξασίες ενός λαού, με αποτέλεσμα να γίνεται κομμάτι της ζωής του, να αποκτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.

Το κάθε παραμύθι - λέξη που προέρχεται από το ρήμα «παραμυθούμαι», που σημαίνει «δίνω θάρρος», «προτρέπω», «παρηγορώ», «συμβουλεύω», «ανακουφίζω» - αρχικά προοριζόταν για τη διασκέδαση των μεγάλων. Μόνον αργότερα οι αφηγήσεις της παραδοσιακής κοινωνίας έγιναν διηγήσεις για τα παιδιά, κρατώντας ουσιαστικά το ίδιο περιεχόμενο. Ο Μέγας στους δύο τόμους υπό τον τίτλο «Ελληνικά παραμύθια» που εξέδωσε από τις εκδόσεις Εστία (το 1927 και το 1962) επέλεξε πλήρη και άρτια παραμύθια για τα παιδιά, τα οποία να είναι κατάλληλα για παιδαγωγικούς σκοπούς και, παράλληλα, να προσφέρουν χαρά και απόλαυση. Στον τόμο του 1962, τον οποίο προσφέρει σήμερα στους αναγνώστες του «Το Βήμα», ο επιφανής λαογράφος ανθολογεί παραμύθια που απευθύνονται σε παιδιά λίγο μεγαλύτερα σε σύγκριση με την έκδοση του 1927. Επιλέγονται 47 παραμύθια, αριθμός που αποδεικνύει πόσο προσεκτική ήταν η εκλογή του Μέγα, ο οποίος το διάστημα 1957-1963 - σύμφωνα με μαρτυρία του Μιχάλη Μερακλή, στο βιβλίο του «Το λαϊκό παραμύθι» - είχε συγκεντρώσει τον εντυπωσιακό αριθμό των 4.000 παραμυθιών!

Ο θρίαμβος της ηθικής ομορφιάς

Η παιδαγωγική αξία του παραμυθιού έχει υμνηθεί ήδη από τον 19ο αιώνα, με την πεποίθηση ότι ο υπό διαμόρφωση χαρακτήρας του παιδιού και η κοινωνική του αγωγή επηρεάζονται θετικά από το παραμύθι, καθώς του μαθαίνει να ταυτίζεται με το καλό και να εκτιμά την αξία της φιλίας και της εργασίας, ενώ επίσης καλλιεργεί τη γενναιότητα και το θάρρος. Και χάρη στο λυτρωτικό ευτυχισμένο τέλος τα παιδιά κερδίζουν την υπόσχεση ότι, παρά τις δυσκολίες, μπορεί εν τέλει να κατακτήσει την ευτυχία όποιος μάχεται για αυτήν, αφού κάθε είδους ασχήμια παραμερίζεται και θριαμβεύει η ηθική ομορφιά. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο διεξάγεται μια συζήτηση για το κατά πόσον είναι όντως παιδαγωγικά ωφέλιμα τα παραμύθια, δεδομένου ότι πρόκειται για αφηγήσεις που ενίοτε έχουν άγριες σκηνές, και στις οποίες κυριαρχεί το άλογο στοιχείο, το παράλογο, το θαύμα και το υπερφυσικό, τα οποία ενδέχεται, λένε οι υπερασπιστές αυτής της άποψης, να εμποδίσουν την αντίληψη της πραγματικότητας.

Ωστόσο, σύμφωνα με παιδαγωγούς, τα παραμύθια στην αρχική τους μορφή βοηθούν τα παιδιά να ζήσουν τις συγκρούσεις μαζί με τους παραμυθιακούς ήρωες και έτσι να κατανικήσουν τις χαοτικές εντάσεις του υποσυνειδήτου τους. Επίσης, βάσει της ψυχαναλυτικής μεθόδου προσέγγισης του παραμυθιακού λόγου, με ηγετικές μορφές τον Ζίγκμουντ Φρόιντ και τον Καρλ Γιουνγκ, τα παιδιά ταυτίζονται με τους ήρωες του παραμυθιού που αντιμετωπίζουν επιτυχώς τις μάγισσες, τους δράκους, τα άγρια ζώα και κάθε λογής πρόβλημα, και έτσι υπερνικούν κι εκείνα τους φόβους και τις αγωνίες τους.

Από το ρεαλιστικό στο υπερφυσικό

Ο Γεώργιος Μέγας χωρίζει τα παραμύθια του σε τρεις κατηγορίες: σε μύθους ζώων, παραμύθια και ευτράπελες διηγήσεις. Μύθοι ζώων ονομάζονται τα παραμύθια στα οποία πρωταγωνιστούν ζώα, μάλλον από την επιρροή της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, και κυρίως βέβαια των περίφημων Μύθων του Αισώπου.

Οι ευτράπελες διηγήσεις είναι παραμύθια τα οποία παρουσιάζουν σκωπτικά τις πράξεις ή τα παθήματα των δρώντων προσώπων. Πρόκειται για άλλοτε σύντομες και άλλοτε εκτενείς διηγήσεις, με κοινό στοιχείο τους τον διδακτικό χαρακτήρα. Εξαιρετικά αγαπητές στις παραδοσιακές κοινωνίες, όπου προσέφεραν διαφυγή από τον σκληρό βίο της δύσκολης καθημερινότητας, επιβιώνουν μέχρι σήμερα ικανοποιώντας την ανθρώπινη ανάγκη για χιούμορ.

Τα παραμύθια είναι, κατά κανόνα, φανταστικές αφηγήσεις όπου οι ήρωες ζουν σε έναν κόσμο ταυτόχρονα ρεαλιστικό και υπερφυσικό, το μαγικό στοιχείο είναι ενταγμένο στην καθημερινότητά τους. Αντιμετωπίζουν κακόβουλους συγγενείς, θεριά, δράκους και άγρια ζώα, υποβάλλονται σε δοκιμασίες, αλλά στο τέλος κυριαρχούν οι καλές δυνάμεις.

Η πάλη του Καλού με το Κακό

Χαρακτηριστικό και των τριών παραπάνω κατηγοριών είναι ότι έχουμε μια αρχική κατάσταση όπου μνημονεύονται τα κύρια πρόσωπα (π.χ., «Μια φορά ο λύκος κάμανε κολλιγιά με την αλεπού για να σπείρουνε μαζί») και ακολουθεί η αφετηρία της δράσης είτε ως ανάγκη του πρωταγωνιστή να αποκαταστήσει την ισορροπία σε κάτι που έχει διαταραχθεί, είτε να αναζητήσει την ευτυχία σε άλλον τόπο. Ταυτόχρονα, σε όλα υπάρχει οξεία αντίστιξη (με τη μορφή αντιθετικών ζευγών) του καλού με τον κακό, του αδύναμου με τον ισχυρό, των αγαθών με τους κακόβουλους χαρακτήρες. Σταθερά, δικαιώνονται οι πρώτοι και τιμωρούνται οι δεύτεροι. Επίσης, τα παραμύθια είναι άχρονες αφηγήσεις, αφού διαδραματίζονται σε χρόνο απροσδιόριστο («μια φορά κι έναν καιρό»), ενώ ο χώρος είναι επίσης ασαφής και δεν προσδιορίζεται.

Αλήθειες που αντέχουν στον χρόνο

Εχοντας στο επίκεντρό τους τον άνθρωπο, τα λαϊκά παραμύθια προβάλλουν γενικές και καθολικές αλήθειες με διαχρονική αξία, οι οποίες προσλαμβάνονται εύκολα από όλους τους ανθρώπους κάθε ηλικίας και κάθε εποχής. Ο αναγνώστης διαβάζοντας τη συλλογή παραμυθιών του Μέγα θα διαπιστώσει ότι το λαϊκό παραμύθι δεν είναι είδος μουσειακό αλλά μπορεί να μιλήσει και στον σύγχρονο άνθρωπο. Να γίνει παράθυρο στη φαντασία του, να προσφέρει παραμυθία, να απαντήσει στις αντιφάσεις και του δικού του βίου, και έτσι να δώσει και στα παιδιά του την ευκαιρία να υπερβούν τον ασφυκτικό ρυθμό και τον στείρο ρεαλισμό της σύγχρονης κοινωνίας - αρκεί να αφεθεί στον φανταστικό και ονειρικό αυτόν κόσμο, όπου όλα είναι πιθανά:

Κόκκινη κλωστή δεμένη,
στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ' της κλώτσο να γυρίσει,
παραμύθι ν' αρχινήσει.

Η κυρία Ελένη Κεχαγιόγλου είναι φιλόλογος-επιμελήτρια εκδόσεων και έχει επιμεληθεί τη σειρά «Μια φορά κι έναν καιρό» του «Βήματος».
 

Κυριακή, Νοεμβρίου 09, 2014

 I.
Άρθρο της


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  02/11/2014 05:45

Tα λαϊκά παραμύθια και η εθνική αφύπνιση

Σήμερα «Το Βήμα», στο πλαίσιο της σειράς «Μια φορά κι έναν καιρό», προσφέρει στους αναγνώστες του ένα έργο αναφοράς και υψηλής αναγνωστικής απόλαυσης και αξίας, τα «Ελληνικά παραμύθια», σε εκλογή του Γ. Α. Μέγα
Tα λαϊκά παραμύθια και η εθνική αφύπνιση


«Τα "Παραμύθια" εξεδόθησαν για τα παιδιά. Μα αν ξεφυλλίσουν το βιβλίο αυτό κι' οι μεγάλοι, μόνον ωφέλεια θα ιδούν [...], θα γίνουν καλλίτεροι» γράφει ο Φώτος Πολίτης στο «Ελεύθερον Βήμα» στις 2.12.1927 παρουσιάζοντας την πρόσφατη πρώτη έκδοση των «Ελληνικών Παραμυθιών» του Γεωργίου Α. Μέγα. Στο ίδιο σημείωμα εκφράζει τη βαθιά του πίστη στη δύναμη της νεοελληνικής παράδοσης, η οποία μπορεί να αναβαπτίσει την ελληνική κοινωνία, να τη βελτιώσει ηθικά και πνευματικά, δεδομένου ότι «θα σε βοηθήσει να γνωριστής ακόμη και με τον εαυτό σου», άρα είναι εργαλείο αυτογνωσίας. Το δε παραμύθι που «ζη πάντα στο στόμα του λαού», λέει η σημαντική αυτή μορφή του ελληνικού Μεσοπολέμου, μπορεί να οδηγήσει «σε δρόμους χαράς και λυτρωμού» από την τυραννία της καθαρεύουσας.

Ο δευτερότοκος γιος του Νικολάου Γ. Πολίτη - του εισηγητή του όρου «λαογραφία» στην Ελλάδα το 1884, του ιδρυτή και θεμελιωτή της ως αυτόνομης επιστήμης - εμφανίζεται έτσι πιστός στο πνεύμα του πατρός του, του οποίου πεποίθηση αποτελούσε η ανάγκη αναψηλάφισης της εθνικής ταυτότητας προκειμένου η χώρα να αρθεί στο επίπεδο των ευρωπαϊκών κρατών και πάγιο αίτημά του ήταν η διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας στην εκπαίδευση. Ο Ν. Γ. Πολίτης υπήρξε τέκνο του οξυμμένου λαογραφικού ενδιαφέροντος που δημιουργήθηκε μετά τη δημοσίευση του ιστορικού έργου του Αυστριακού Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράγερ τη δεκαετία του 1830. O περιηγητής που έκτοτε θεωρήθηκε η προσωποποίηση του μισελληνισμού διακήρυσσε πως το ελληνικό έθνος είχε εξαφανιστεί διά της σλαβικής και αλβανικής διείσδυσης στον ελλαδικό χώρο κατά τον Μεσαίωνα. Προκειμένου να αντικρουστεί η άποψη αυτή, που εν πολλοίς ακύρωνε την εθνική υπόσταση του νεοσύστατου τότε κράτους, αναπτύχθηκε έντονο ενδιαφέρον για τον λαϊκό πολιτισμό, όπως συνέβη σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς την εποχή της εθνικής τους αφύπνισης, και άρχισε η συλλογή δημώδους υλικού (παροιμίες, τραγούδια, ήθη και έθιμα, μύθοι κ.τ.λ.), που εθεωρείτο ότι εξέφραζε το πνεύμα του έθνους, «ίνα χρησιμεύση προς απόδειξιν ότι οι νυν κατοικούντες την Ελλάδα εισίν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων», σύμφωνα με άρθρο στην «Αρχαιολογική Εφημερίδα» το 1852.

Νεκροί για τη γλώσσα

Το νήμα αυτό, που ξεκινά τον 19ο αιώνα, στις αρχές του 20ού πιάνει ο μαθητής του Ν. Γ. Πολίτη, ο λαογράφος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Γεώργιος Α. Μέγας, που ανδρώνεται την εποχή του Εθνικού Διχασμού, όπου πλέον το γλωσσικό ζήτημα έχει λάβει εθνική διάσταση με ακραιφνώς ιδεολογικό περιεχόμενο. Το 1927, οπότε εκδίδονται για πρώτη φορά τα «Ελληνικά παραμύθια», ύστερα από το διάλειμμα της βενιζελικής μεταρρύθμισης (1917-1919), επισήμως έχει επικρατήσει το πνεύμα του καθηγητή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Μιστριώτη, ο οποίος όχι απλώς υπερασπιζόταν με πάθος την καθαρεύουσα ως αντιστάθμισμα στον «μαλλιαρισμό» αλλά και πρωτοστάτησε στα αιματηρά επεισόδια όπου υπήρξαν νεκροί για τη γλώσσα (θλιβερό ελληνικό προνόμιο αυτό): στα «Ευαγγελικά» του 1901 και στα «Ορεστειακά» του 1903. Μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, το 1925, η Εκκλησία - σε συνεργασία με το Πολυτεχνείο, την Αρχαιολογική Εταιρεία και με εκπροσώπους εργαζομένων στην Εθνική Τράπεζα, στην Ενωση Αθηναϊκών Περιοδικών και αλλού - έχει οργανώσει «Εθνικόν Συνέδριον προς καταπολέμησιν των εχθρών και των διαφθορέων της θρησκείας, της γλώσσης, της οικογενείας, της ιδιοκτησίας, της ηθικής, της εθνικής συνειδήσεως, της πατρίδος», όπου οι έννοιες συγχέονται σκοπίμως και οι υπερασπιστές της δημοτικής γλώσσας καταδικάζονται ως εκφραστές αντεθνικής συμπεριφοράς.

Κάλλιστον κληροδότημα

Η γλώσσα στην οποία ο λαογράφος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Μέγας μεταγράφει τα λαϊκά παραμύθια τα οποία συγκέντρωσε, «όπου ήτο ιδιωματική, προσηρμόσθη εις τον κοινόν τύπον», σύμφωνα με τις Σημειώσεις του - που επέχουν θέση Επιμέτρου και έχουν συνταχθεί σε ήπια καθαρεύουσα γλώσσα -, στη δεύτερη έκδοση του έργου το 1956, στην οποία προστίθενται 14 επιπλέον παραμύθια. Φροντίζει, λοιπόν, υιοθετώντας μια ρέουσα δημοτική γλώσσα, τα κείμενα «να διατηρούν όλην την χάριν αφελούς λαϊκής διηγήσεως», αλλά -διαφοροποιούμενος από τον δάσκαλό του Ν. Γ. Πολίτη - δεν κρατά τα τοπικά ιδιώματα.

Για να δηλώσει την εκ μέρους του πρόθεση, πάντως, ο Μέγας επικαλείται πρώτα μια φράση του δασκάλου του, σύμφωνα με την οποία τα εκλεκτά μνημεία της δημώδους λογοτεχνίας «συντελούν εις την συντήρησιν των καλλίστων κληροδοτημάτων της πατρίου κληρονομιάς» και αποκαλύπτουν στον λαό τους θησαυρούς του. Ακολούθως, καταθέτει ότι τα παραμύθια που επιλέγει φροντίζει «να έχουν αρετάς αφηγηματικάς και συγχρόνως να προσαρμόζωνται εις την σύνθεσιν και την φράσιν και προς παιδαγωγικούς σκοπούς», άρα, χαρίζοντας στα παιδιά χαρά και απόλαυση, να γίνονται αποτελεσματικό εκπαιδευτικό εργαλείο.

Ετσι, ο Μέγας, ο οποίος ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση και συνέταξε αρκετά αναγνωστικά για το δημοτικό σχολείο, εκφράζει την πεποίθηση ότι τα παραμύθια αποτελούν επωφελή αναγνώσματα για τα παιδιά και παίρνει την εξέχουσα θέση που του αναλογεί στη διάσωση και στην καταγραφή των ελληνικών παραμυθιών. Η σχετική προσπάθεια είχε ξεκινήσει τον 19ο αιώνα με την έκδοση δύο συλλογών ελληνικών λαϊκών παραμυθιών, με την επιμέλεια του αυστριακού διπλωμάτη Johann Georg von Hann η πρώτη (Λειψία, 1864) και του δανού φιλολόγου Jean Pio η δεύτερη (Κοπεγχάγη, 1879). Ο Μέγας ήταν ο πρώτος που παρουσίασε λαϊκές αφηγήσεις ταξινομημένες όχι με άξονα τοπικό ή γεωγραφικό, χρονολογικό ή θεματικό, αλλά σύμφωνα με το διεθνές σύστημα Aarne-Τhompson. Για να διευκολύνει μάλιστα τον μελλοντικό ερευνητή, στο τέλος του βιβλίου παρουσιάζει τον τύπο στον οποίο ανήκει κάθε παραμύθι (μύθος ζώων, παραμύθι ή ευτράπελη διήγηση), την προέλευσή του και τις παραλλαγές του.

Στα παραμύθια καθαυτά θα αναφερθούμε την επόμενη εβδομάδα στο σημείωμά μας με την ευκαιρία της έκδοσης του δεύτερου τόμου των «Ελληνικών παραμυθιών» (1962) από «Το Βήμα».


Το διενθές σύστημα ταξινόμησης

Ως είδος του λαϊκού πολιτισμού, τα προφορικά παραμύθια εμφανίζονται, σε παραλλαγές, σε περισσότερους από έναν τόπους και σε διαφορετικές εποχές. Γύρω στο 1910, και με την αντίληψη της παγκοσμιότητας του παραμυθιού εγκαθιδρυμένη, θεωρήθηκε σημαντικό να μελετηθεί διεθνώς το πού και το πότε διαδόθηκε ένα παραμύθι προκειμένου να μελετηθεί, ιστορικά και συγκριτικά, το είδος αυτό που συνιστά, κατά κάποιον τρόπο, τη λογοτεχνία των λαών. Ετσι δημιουργήθηκε το διεθνές σύστημα ταξινόμησης Aarne και Thompson, που πήρε το όνομά του από τους εμπνευστές του, όπως το εισηγήθηκαν στο έργο The Types of the Folktale. Βάσει του συστήματος αυτού συντάχθηκαν οι εθνικοί κατάλογοι των παραμυθιών σε κάθε χώρα. Στην Ελλάδα το σημαντικό αυτό έργο ανέλαβε ο Γεώργιος Μέγας, ο οποίος συγκέντρωνε τις δημοσιευμένες και αδημοσίευτες παραμυθιακές παραλλαγές και έτσι στην αναθεωρημένη έκδοση του διεθνούς καταλόγου το 1961 εκπροσωπείται και το ελληνικό παραμύθι.

Εικόνες και εικονογράφοι

Οι εικόνες που κοσμούσαν την έκδοση του 1927 έφεραν την υπογραφή του ήδη καταξιωμένου, στα 32 του χρόνια, ζωγράφου και λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου. Στην κριτική του ο Φώτος Πολίτης ήταν εκθειαστικός: «Ενας ρυθμός ελληνικός στη σύλληψη και στη σύνθεση της κάθε εικόνας, βγαλμένης ολόισια μέσα από την περίφημη βυζαντινή παράδοση, κυριαρχεί σ' ολόκληρο το ζωγραφικόν όραμα». Ο πολυβραβευμένος Κόντογλου, ηγετική φυσιογνωμία της Γενιάς του 1930, στο πλαίσιο του αιτήματος της ελληνικότητας εκ μέρους της γενιάς του, αναζήτησε ένα εικαστικό ιδίωμα που είχε τις ρίζες του στην αγιογραφία και στη λαϊκή παράδοση. Ανάμεσα στους μαθητές του, στους οποίους συγκαταλέγονται ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος, ήταν και ο γεννημένος το 1929 Ράλλης Κοψίδης, ο οποίος μαθήτευσε κοντά του από το 1953 έως το 1959. Ο Κοψίδης, το έργο του οποίου επίσης συνομιλεί με τη λαϊκή παράδοση και το πνεύμα της Ορθοδοξίας, ανέλαβε την εικονογράφηση των 14 επιπλέον παραμυθιών που προσέθεσε ο Μέγας στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου το 1956.

Η κυρία Ελένη Κεχαγιόγλου είναι φιλόλογος - επιμελήτρια εκδόσεων και έχει επιμεληθεί τη σειρά «Μια φορά κι έναν καιρό» που προσφέρει «Το Βήμα».



 εξαίρετο το άρθρο !
εξαίρετο το εγχείρημα -τότε και τώρα -
κι εξαίρετη η προσφορά όλων τους !

(ακολουθεί)