Τρίτη, Δεκεμβρίου 26, 2017

Χριστουγεννιάτικο ποίημα του Αμερικανού συγγραφέα Κλέμεντ Μουρ 
με τίτλο "Μια επίσκεψη από τον Άγιο Νικόλαο", γνωστότερο σαν 

"Η νύχτα πριν απ' τα Χριστούγεννα"


Δεκέμβριος 1823.


Η ΝΥΧΤΑ ΠΡΙΝ ΑΠ' ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Ήταν η νύχτα πριν τα Χριστούγεννα και παντού μέσα στο σπίτι
Ούτε ένα πλάσμα δεν σάλευε, μήτε καν ένα ποντίκι.
Οι κάλτσες ήταν κρεμασμένες κοντά στο τζάκι με προσοχή,
Ελπίζοντας ότι ο Άη Νικόλας θα βρισκόταν σύντομα εκεί.

Τα παιδιά ήταν φωλιασμένα με θαλπωρή στα κρεβατάκια τους,
Ενώ οράματα από ζαχαρωτά χόρευαν στα κεφαλάκια τους.
Η Μητέρα με ένα μαντήλι στο κεφάλι της κι εγώ μ’ ένα σκούφο,
Είχαμε μόλις βολέψει τα κεφάλια μας για ένα μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο.

Όταν έξω στο γρασίδι σηκώθηκε τέτοιο ποδοβολητό,
Που τινάχτηκα απ’ το κρεβάτι μου τι συνέβαινε να δω.
Πέρα στο παράθυρο πέταξα σαν αστραπή,
Άνοιξα διάπλατα τα παραθυρόφυλλα στη στιγμή.

Το φεγγάρι καθρεφτίζονταν στο φρεσκοπεσμένο χιόνι
Και φώτιζε τα πράγματα σα να ‘ταν μεσημέρι.
Όταν, τι θα εμφανίζονταν μπρος στα κατάπληκτά μου μάτια!
Ένα έλκηθρο μικροσκοπικό με οκτώ μικρούς ταράνδους.

Κι ένα μικρό γέρο οδηγό, τόσο γρήγορο και ζωηρό,
Που στο λεπτό κατάλαβα πως ήταν ο Άη Νικόλας.
Πιο γρήγοροι κι απ’ αετοί, έφτασαν οι δρομείς του,
Κι αυτός σφύριξε και φώναξε, τους κάλεσε με το όνομα τους:

"Τώρα, Ντάσερ! Τώρα, Ντάνσερ! Τώρα Πράνσερ και Βίξεν!
Εμπρός Κόμετ! Εμπρός Κιούπιντ! Εμπρός, Ντόνερ και Μπλίτζεν!
Ψηλά πάνω στη βεράντα, ψηλά ως του τοίχου την κορυφή
Τώρα, ορμήστε μπροστά, ορμήστε μπροστά, γρήγοροι σαν αστραπή!"





Τα ονόματα των ταράνδων του Σάντα Κλάους :


Ντάσερ (Πεταχτός)
Ντάνσερ (Χορευτής)
Πράνσερ (Χοροπηδηχτός)
Βίξεν (Αλεπού)
Κόμετ (Κομήτης)
Κιούπιντ (Αγάπη)
Ντόνερ (Κεραυνός) και
Μπλίτζεν (Αστραπή)

Το 1939 γεννήθηκε ο ένατος τάρανδος με το όνομα Ρούντολφ
το ελαφάκι με την λαμπερή κόκκινη μύτη.



Υγεία
Αγάπη
Ειρήνη 
και Προκοπή
γιά όλον τον κόσμο !





Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2017

ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου


 
Ένα κάρρο ανέβαινε από τα σφαγεία. Μέσα έφερνε ένα βώδι σφαγμένο με τα πόδια στον ουρανό. Απάνω στο σφαχτό καθόταν ο καρροτσέρης, ένας άνθρωπος μελαχροινός με ψαρά γένεια και το παιδί του. Το κάρρο κυλιώταν αργά, νωθρά μέσα στη γαλήνη.
Ήταν Απρίλης, είχε πέσει το βράδυ κι΄άναβαν τα φώτα. Από το καμουτσίκι, ένα μαδημένο σκοινί, μπορούσε να καταλάβη κανείς πως ο καρροτσέρης αγαπούσε τ΄άλογο. Το καμουτσίκι έπεφτε στα καπούλια πολύ ελαφρά σαν παιγνίδι. Και σ΄ όλον τον ανήφορο από τα σφαγεία ίσα με την πόλη αυτό το άλογο δεν άκουσε βρισιά, μήτε προσταγή, παρά τη φωνή: “Έλα Κύρκο, άϊντε Κύρκο”. Έτσι μ΄αυτό το χάδι ανέβαινε και σέρνοντας το κάρρο, ένα σφαχτό και δυό ανθρώπους.

-Που λες, είπεν ο γέρος καρροτσέρης και φτύνοντας καπνό, που λες, ο Κύρκος έχει φιλότιμο. Να τ΄ακούς εσύ, που κάποτε το χτυπάς. Δεν τα δέρνουν τα ζα. Το ζω είναι άνθρωπος. Και τέτοιο άλογο που το βρίσκεις; Σαν τούτο! Μας τρέφει όλους, που λες. Δίνει ψωμί εμένα, εσένα και της μάνας σου, των αδελφιών σου, του σπιτιού. Ένα ζω να θρέφη οκτώ ανθρώπους!... Θα πης εγώ δουλεύω. Αμ΄αυτό δουλεύει πρώτα κ΄ύστερα ΄γω. Γιατί αυτό είναι δουλευτής που δε βρίσκεται. Είν΄από τη Σερβία. Χρεωθήκαμε να το πάρουμε. Δεν τα ξέρεις εσύ.

Πέρασε κάμποση ώρα σιωπής.
Το παιδί έπαιζε με την ουρά του βωδιού. Ο γέρος έφτυνε τον καπνό λέγοντας πότε-πότε: Φτου φαρμάκι! Έπειτα ξανάρχισε:
-Που λες…. Πόσες αραμπαδιές έφερε ο Κύρκος απ΄τα νταμάρια… Κανένα άλογο δεν κουβάλησε τόση πέτρα, τόσο λιθάρι. Δώδεκα δραχμές την ημέρα. Μας έσωσε. Κι΄απ΄την Πεντέλη, πριν πάρουμε κάρρο δικό μας, είχε ζευτεί και τράβαγε μάρμαρο και κακό. Να μάρμαρο! Θεώρατο, για αγάλματα, που λες. Και να πης πως δεν ήτανε άγριο! Ήταν, όμως εγώ του μιλώ. “Κύρκο”, να του πης, ακούει αυτός, γιατί το ζω καταλαβαίνει. Τα βάσανά μας, τη φτώχεια… όλα. Και πως εγώ είμαι άρρωστος, το ξέρει κι΄αυτό.

Το κάρρο πήγαινε βαρειά. Οι ρόδες βροντούσαν με το ρυθμό τους, εκείνο το ρυθμό που ξέρετε, που τον ακούτε κάποτε τη νύχτα, μόνον αυτόν, μέσα στην πόλη. Ξανάρχισε ο γέρος:
- Άκου. Αύριο τα΄άλογο και το κάρρο και τη δουλειά θα την πάρης εσύ. Εγώ δεν μπορώ. Ξέρεις που η μέση μου πονεί. Να, θα πέσω. Μούπε ο γιατρός να μη δουλεύω. Και τι να κάμης, έλα ντε. Ζήσε χωρίς δουλειά μια φαμίλια οχτώ στόματα. Έ! Που καταντήσαμε. Να κουβαλούμε απ΄τα σφαγεία δυόμισυ δραχμές την ημέρα. Τι να κάμης, πως ν΄ανεβής σε νταμάρι, άρρωστο κορμί; Κ΄η αδελφή σου κίτρινη σε κακό χάλι! Ναι. Η Βγενιώ την είδες πως είναι; Αυτά θέλουν γιατρούς, παράδες…
- Είμαστε δυστυχισμένοι, άκου παιδί μου. Κύττα να δουλέψης. Μην το κάνης σαν το αφιλότιμο το μεγαλείτερο. Ο Θεός να τον παιδέψη αυτόν. Κύτταξε συ να πάρης τη δουλειά. Να πάρης τον Κύρκο να τον ξαναπάς στα νταμάρια, να βγάλουμε ψωμί. Να γιατρευτώ κι΄εγώ. Και η μάννα σου να μη ξενοπλένη, κι΄η Βγενιώ να κάνη χρώμα που βήχει το κορίτσι…. Βήχει τα΄ακούς; Να τον βγάλης εδώ τον ανήφορο! Έλα σιγά! Χάϊδευέ τον στο λαιμό. Άϊντε Κύρκο…

Το παιδί πήδησε κάτω, έπιασε τα΄άλογο κα τραβούσε. Ο γέρος έβλεπε με ανάπαυση τη λιγερή σκιά του παιδιού, το τολμηρό του χέρι που κρατούσε τα λουριά, έβλεπε τη συνέχειά του. Αυτό το παιδί θα γενή καλός καρροτσέρης. Ναι! Είναι τόσο δύσκολο να ιδή κανείς το παιδί του να μπαίνει στον ίσιο δρόμο, να παίρνη την πατρική δουλειά και να την σέρνει στο μέλλον, να την κάνη κάτι αιώνιο, σαν νάναι ο ίδιος ο γέρος ξαναγεννημένος!
Πέρασαν εμπρός από κάποιο εικόνισμα του δρόμου. Ο γέρος έβγαλε την ψάθα του και σταυροκοπήθηκε μέσα στο σκοτάδι. Ήταν άρρωστος, σακατεμένος, όμως δε σταυροκοπήθηκε για τον εαυτό του. Είπε: “Θέ μου, κάμε να μη βήχη το κορίτσι η Βγενιώ. Κάμε τούτο το παιδί να πάρη στα χέρια του το κάρρο με τον Κύρκο. Και για μένα, ό,τι πεις”.
Έπειτα συλλογίστηκε το σπίτι του, ένα άθλιο χάλασμα στους Αέρηδες και μέσα τα παιδιά του που φώναζαν, η γυναίκα του επάνω σε μια σκάφη, το κορίτσι του σ΄ένα κρεββάτι μ΄εκείνο το βήχα, που δεν μπορείς να τον ακούς, κι΄ο γιατρός νάρχεται να λέη “φάρμακα, αέρας, λουτρά”, όλα τα πράμματα που δεν γίνονται. Τα συλλογίστηκε όλα.

* * *

Το κάρρο είχε προχωρήσει πολύ μέσα στη πόλη, όταν άκουσε μια φωνή:
-Άλτ!
Η φωνή ερχόταν από μακρυά και δεν κατάλαβε πως ήταν γι αυτόν. Όμως το Άλτ! ξανακούστηκε. Το κάρρο σταμάτησε. Τρεις στρατιώτες του πυροβολικού κι΄ένας δεκανέας με τα όπλα στον ώμο, πλησίασαν.
-Έλα, κατέβα κάτω, είπε ο δεκανέας.
-Σ΄εμένα το λες;
-Άειντε, γειά σου, κατέβα να μη χάνουμε καιρό.
-Και γιατί;
-Κουβέντα θέλεις, πατριώτη; Το κάρρο θα το πάμε στον στρατώνα. Επιστρατεία έχομε. Τώρα το μαθαίνεις;
-Επιστρατεία…
-Ναι, γειά σου. Αναγκαστική εισφορά. Πιάστε από κει να ξεφορτώσουμε…Άειντε γειά σου. Τι έχεις μέσα…
-Κοτζάμ βώδι!
-Να το ρίξης κάτω.
-Έτσι μες στο δρόμο; Για στάσου, βρέ παιδί, τ΄είναι τούτα; Θα το πάω στην αγορά. Έχω δουλειά, έχω μεροκάματο.
-Το μεροκάματο κυττάς, καημένε, ή που φεύγει απόψε το σύνταγμα; χωρατεύεις;
-Για εξήγα μου, χριστιανέ μου… Για πές… πως παίρνεις έτσι τ΄άλογο τ΄αλλουνού, απ΄το δρόμο… Έτσι το λέει ο νόμος!
-Τώρα θα σου ξηγήσω και το νόμο; Εμπρός βοηθάτε από δω. Σύντομα.
Είπεν ο δεκανέας κι΄οι στρατιώτες ανέβηκαν στις ρόδες. Πιάνοντας κι΄οι τρεις έσυραν το βώδι προς τα έξω. Το μαύρο σφαχτό έπεσε με βρόντο βαρύ κάτω στο πεζοδρόμιο.
- Έλα μάρς! Είπεν ο δεκανέας. Κόπιασε κοντά, πατριώτη.
- Που κοντά;
- Στον στρατώνα να πάρης τον αριθμό σου. Κι΄ύστερ΄απ΄τον πόλεμο, αν γίνη πόλεμος, ύστερ΄απ΄την επιστρατεία τέλος πάντων, νάρθης να πάρης τ΄άλογό σου και το κάρρο, ή να πληρωθής απ΄το δημόσιο αν σκοτωθή το ζω.

Ο γέρος γύρισε και κύτταξε το βώδι πούταν πεσμένο στο δρόμο. Είπε στο παιδί του: “Κάτσε αυτού ως που ναρθώ”.Το παιδί έπεσε απάνω στο βώδι και ξεκουραζόταν. Ο γέρος ακολουθούσε το κάρρο. Δεν έλεγε τίποτα. Ένας στρατιώτης εκεί που πήγαιναν χωρίς καμμιά κουβέντα, γύρισε και τούπε:
-Άμ ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, πατριώτη, θα το δώσουμε για την πατρίδα.
Ο γέρος μετά κάμποση ώρα του απήντησε:
-Ποιος λέει όχι. Για την πατρίδα είν΄όλα. Μα ο Θεός δίνει σε κάποιους, βλέπεις, έξη παιδιά. Κ΄ετούτη η δόλια καρδιά που έχουμε, σάμπως μπορείς να την κάμης όποτε θέλεις πέτρα στο νταμάρι; Για να μην ακούη; Πάντα καρδιά είναι.
-Καραβάσης! Εφώναξε ο δεκανέας στον στρατιώτη πούσερνε το άλογο. Τράβα γρήγορα.

Φτάσανε στον στρατώνα κι΄έμπασαν το κάρρο στην αυλή φωνάζοντας “έ! ώ! 'ιπ!. Το σύνταγμα ετοιμαζόταν. Θάφευγε τα μεσάνυχτα. Ο γέρος στάθηκε κι άκουγε το θόρυβο της αυλής. Οι έφεδροι χόρευαν, πηδούσαν, τάραζαν τον κόσμο από τις φωνές. Τα τραγούδια, τα λιανοτράγουδα, τα λησμονημένα, τα παληά, ηχούσαν τόσο χαρωπά, σε τόνο που ποτέ δεν τους έδωκε το κρασί, ποτέ τα πανηγύρια. Τούτο το μεθύσι και ο χάρος κεραστής, πρώτη φορά τώβλεπεν ο γέρος. Έβλεπε του χορού τους τρελλούς γύρους, το χορευτή πούτρεμε το κορμί του στον αέρα, το πηλήκιο που σφενδονιζότανε ψηλά. Ανάμεσα στο τραγούδι, χίλιοι θόρυβοι, της καινούργιας αρβύλας το βιαστικό πάτημα, η προσταγή, το κάρφωμα κασσονιών, το φόρτωμα, πετάλων χτυπήματα στη γη, προσταγές ωργισμένες, τρεξίματα άφηναν ν΄ακούγεται το μεγάλο λαχάνιασμα της επιστρατείας. Πολίτες έμπαιναν μέσα ψάχνοντας για δικούς των, φωνάζοντας ονόματα στο σωρό. Και διαβάτες και χαμίνια. Και φούστες μεταξένιες έκαναν θόρυβο, ακολουθώντας κάποιο παιδί, έφεδρο, που πήγαινε να φορέση το σάκκο, πλέοντας μέσα στην πλατειά στολή. Κάποιοι κρατούσαν εκεί στην άκρη μια σημαία. Ένας παππάς από κάτω, φορώντας φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος, μιλούσε στους άλλους για την ελευθερία και το Χριστό. Ένας έφεδρος στο φανάρι διάβαζεν εφημερίδα. Κι΄άλλος έγραφε στο γόνα με το μολύβι. Το τραγούδι χυνόταν δυνατό από στόματα που γελούσαν.
Μέσα στο σάλαγο σκιές, δυό-δυό, γλιστρούσαν κοντά στο τοίχο, στο σκοτάδι, χέρια έπεφταν απάνω σε ώμους, απελπισμένα. Τα λόγια γίνονταν συντρίμματα μέσα στα δάκρυα, κι΄ένοιωθες τους μεγάλους χωρισμούς, που έχουν τη σιωπή και την επισημότητα του τέλος του θανάτου. Χέρια ζαρωμένα έσφιγγαν τα ζωντανά κορμιά των εφέδρων μ΄όση δύναμη αγκαλιάζει κανείς μια ενθύμηση, ένα σημάδι, μια σκιά, κάτι που έπαυσε ποια να υπάρχη. Τα δάκρυα έτρεχαν και τα μαντήλια έπιναν. Άκουγες ένα φιλί, μια καρδιά που χτυπούσε στο σκοτάδι.

Ο γέρος ήταν μόνος σ΄αυτό το πανηγύρι. Κανένα δεν ήξερε και δεν τον ήξερε κανένας. Όμως προχώρησε στο βάθος εκεί που ήταν αραδιασμένα κάμποσα κάρρα και το δικό του μαζί. Ο Κύρκος σήκωσε το κεφάλι προς αυτόν και φύσηξε με τα πλατιά του ρουθούνια. Ο γέρος άπλωσε τα χέρια και τον έπιασε απ΄το λαιμό.
Κι΄εκεί στη γωνιά παράμερα, ένας άνθρωπος μιλούσε μ΄ένα άλογο.
-Δε θα σε ξαναϊδώ… ‘Ε, δουλευτή… Έ, παλληκάρι… Και στο σπίτι δεν ξέρουν τίποτα. Μήτε η κυρά σου. Μήτε η Βγενιώ, κατάλαβες. Μια φαμίλια σε χάνει… Ήμουν άρρωστος, βρε Κύρκο, μα τώρα είμαι πεθαμένος. Πας στο καλό. Κι΄ό,τι θα σ΄έδινα στο γιό μου, κατάλαβες… Στα νταμάρια ν΄ανεβής…Να κατεβάσης αραμπαδιές. Δουλευτή, έ δουλευτή… Θα σε πάρουνε… Και ποιός ξέρει που θα πεθάνης… και πως…στρατιώτης ... Κύρκο… βρε… έ, Κύρκο, που μας αφίνεις!
Ένας στρατιώτης πλησιάζει ψάχνοντας στο σκοτάδι:
-Άειντε, καϋμένε γέρο! Τη δουλειά σου θάχωμε; Άειντε να πάρης τον αριθμό.
Ο γέρος μπήκε σ΄ένα γραφείο, πήρε κάποιο χαρτί, το έβαλε στον κόρφο. Έπειτα βρέθηκε στο δρόμο. Πήγαινε αργά, νωχελικά με το κεφάλι κάτου προς το μέρος που άφησε το σφαχτό με το παιδί.
Πολλοί γύριζαν απ΄το στρατώνα, μοναχοί, μα μέσα σ΄αυτούς ο καρροτσέρης ο πεζός, ο γέρος, ήταν ο πιο μοναχός



ΖΑΧΑΡΙΑΣ.Δ.ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ




*
εννοείται
ότι έχει κρατηθεί η ορθογραφία του κειμένου!







Σάββατο, Οκτωβρίου 28, 2017

γιατί άρεσε
και
στον πατέρα μου !








Κυριακή, Σεπτεμβρίου 03, 2017








Carmen - Habanera


L'amour est un oiseau rebelle
Que nul ne peut apprivoiser,
Et c'est bien en vain qu'on l'appelle,
S'il lui convient de refuser.
Rien n'y fait, menace ou prière;
L'un parle bien, l'autre se tait,
Et c'est l'autre que je préfère;
Il n'a rien dit mais il me plaît.

L'amour est l'enfant de Bohême,
Il n'a jamais, jamais connu de loi;
Si tu ne m'aimes pas, moi je t'aime;
Si je t'aime, prends garde à toi! (Prends garde à toi!)
Si tu ne m'aimes pas,
Si tu ne m'aimes pas, moi je t'aime; (Prends garde à toi!)
Mais si je t'aime, si je t'aime;
Prends garde à toi!

L'oiseau que tu croyais surprendre
Battit de l'aile et s'envola.
L'amour est loin, tu peux l'attendre;
Tu ne l'attends plus, il est là.
Tout autour de toi, vite, vite,
Il vient, s'en va, puis il revient.
Tu crois le tenir, il t'évite,
Tu crois l'éviter, il te tient!

L'amour est l'enfant de Bohême,
Il n'a jamais, jamais connu de loi;
Si tu ne m'aimes pas, moi je t'aime;
Si je t'aime, prends garde à toi! (Prends garde à toi!)
Si tu ne m'aimes pas, moi je t'aime (Prends garde à toi!)
Mais si je t'aime, si je t'aime
Prends garde à toi!







Τρίτη, Αυγούστου 29, 2017

Δευτέρα, Αυγούστου 28, 2017

Τετάρτη, Αυγούστου 09, 2017

Τρίτη, Αυγούστου 08, 2017

Ολίγα γιά τον Κορινθιακό Κόλπο !  
photos
q.l.




τμήμα, από άρθρο της  Χαράς Τζαναβάρα :

Ο Κορινθιακός αποτελεί την επιτομή του θαλάσσιου οικοσυστήματος, 
μια γοητευτική μικρογραφία της Μεσογείου, με τα λιβάδια της Ποσειδωνίας, 
τους υφάλους και τους μοναδικούς κοραλλιογενείς σχηματισμούς”, 

εξηγεί στην "
Εφημερίδα των Συντακτών" η Μαρία Σαλωμίδου, 
ερευνήτρια του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Μελετών (ΕΛΚΕΘΕ) και υπεύθυνη του διεπιστημονικού προγράμματος αξιολόγησης των θαλάσσιων ειδών και οικοτόπων στη χώρα μας.
Συμμετέχει στη μελέτη του Κορινθιακού από το 2009 και διαπιστώνει ότι λόγω της υπεραλίευσης έχουν χαθεί τα φύκια σε μεγάλη έκταση.
Ανησυχητική χαρακτηρίζει τη συνεχή μείωση του πληθυσμού των σαργοειδών ψαριών, που είναι εξειδικευμένοι θηρευτές των αχινών, οι οποίοι αποκαλούνται “τα κατσίκια της θάλασσας”, γιατί προκαλούν υποβρύχια ερημοποίηση.
Απειλή είναι και η παράνομη αλιεία του πετροσωλήνα, για τη συλλογή του οποίου καταστρέφονται τα βράχια των ακτών!
Προβλήματα όμως δημιουργούν και οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες, σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη οικιστική ανάπτυξη που έχει επεκταθεί σχεδόν σε όλο το μήκος της βόρειας ακτογραμμής της Πελοποννήσου.
Στο θαλάσσιο οικοσύστημα του Κορινθιακού δεσπόζουσα θέση έχουν τα λιβάδια της Ποσειδωνίας, που αναπτύσσονται κοντά στις ακτές αλλά φτάνουν και σε βάθος έως 60 μέτρα.
Στην πλειονότητά τους βρίσκονται κοντά τις ακτές της Στερεάς Ελλάδας, από την Ιτέα ώς τη Ναύπακτο και ανοιχτά του Λουτρακίου.
Φιλοξενούν πάνω από 400 είδη φυκιών και χαρακτηρίζονται οικότοποι προτεραιότητας, με βάση τις κοινοτικές οδηγίες, γιατί παίζουν καθοριστικό ρόλο στην αναπαραγωγή των ψαριών και τη διατήρηση των υπόλοιπων θαλάσσιων οργανισμών.
Ιδιαίτερα οι γόνοι, τα νεογέννητα ψάρια, βρίσκουν σ' αυτά καταφύγιο για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να φτάσουν με τη σειρά τους σε αναπαραγωγική ηλικία.
Η παρουσία τους μειώνει επίσης την κινητική ενέργεια του νερού και λειτουργεί ως φυσικό φράγμα που προστατεύει την ακτογραμμή από τη διάβρωση ενώ συμμετέχει καθοριστικά στην οξυγόνωση του θαλάσσιου νερού.
Συνθέτουν ένα βενθικό σύστημα”, αναφέρει η Μαρία Σαλωμίδου και σπεύδει να προσθέσει ότι ο όρος προέρχεται από την αρχαία λέξη “βένθος”, που σημαίνει βυθός.
Κοράλλια και γοργόνες
Ευχάριστη έκπληξη είναι η αναφορά της στα κοράλλια που έχουν εντοπιστεί κοντά στις ακτές της Αιγιαλείας. Οι αποικίες με τις γοργόνες, που σπάνια απαντούν σε ελληνικές θάλασσες, αναπτύσσονται σε σύνθετες μορφές σχήματος βεντάλιας, με εντυπωσιακές κίτρινες και κόκκινες συστάδες, ενώ υπάρχουν λίγες ροζ που θεωρούνται ιδιαίτερα σπάνιες.
Η δημιουργία τους, όπως μας εξηγεί η ερευνήτρια του ΕΛΚΕΘΕ, οφείλεται στα κρύα νερά της περιοχής που συμβάλλουν στον μηχανισμό στερεοποίησης των φερτών υλικών που καταλήγουν στη θάλασσα από τους χειμάρρους και τα ποτάμια των βόρειων ακτών της Πελοποννήσου.
Το θαλάσσιο οικοσύστημα είναι όπως αυτό της ξηράς, με τα δάση και τα ποτάμια του”, επισημαίνει και διαπιστώνει πως “ο Κορινθιακός δέχεται πιέσεις, αλλά αντιστέκεται”.


Τα τέσσερα είδη δελφινιών και η ανάγκη προστασίας τους.




Στα νερά του Κορινθιακού βρίσκουν καταφύγιο τέσσερα είδη δελφινιών, 
που αξιοποιούν το μεγάλο βάθος του κόλπου το οποίο φτάνει σε ορισμένα σημεία τα 930 μέτρα.
Τα ζωνοδέλφινα, τα σταχτοδέλφινα, τα ρινοδέλφινα και κυρίως τα κοινά δελφίνια, τα οποία έχουν εξαφανιστεί από πολλές θαλάσσιες περιοχές της Μεσογείου και γι' αυτό έχουν καταχωριστεί στα απειλούμενα είδη.
Η ομορφιά και η σημασία τους δεν είναι τα μόνα στοιχεία που τα κάνουν ξεχωριστά. 
Αποτελούν μία από τις σπάνιες περιπτώσεις στον κόσμο που τα τέσσερα αυτά είδη ζουν σε κοινά κοπάδια δημιουργώντας μια μικτή κοινωνία.
Οι αιτίες αυτής της ειρηνικής συνύπαρξης δεν είναι γνωστές, αλλά έχει ενδιαφέρον η επισήμανση από τον Αλέξανδρο Φραντζή, πρόεδρο του Ινστιτούτου Κητολογικών Ερευνών “Πέλαγος”.
Μιλώντας στη συνεδρίαση της επιτροπής περιβάλλοντος της Βουλής επισήμανε ότι πρόκειται για διαφορετικά είδη του ζωικού βασιλείου και επικαλέστηκε τη γάτα και την τίγρη, αποκαλύπτοντας ότι “απέχουν μεταξύ τους γενετικά, δεν αναπαράγονται μεταξύ τους, δεν εκπέμπουν τα ίδια σήματα για να μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους”!
Είναι μία από τις συνολικά τρεις ιδιαιτερότητες των δελφινιών του Κορινθιακού.
Το ζωνοδέλφινο είναι καθαρά πελαγικό είδος, όμως βρέθηκε πριν από πολλές χιλιετίες στον Κορινθιακό και εγκλωβίστηκε.
Στην πάροδο του χρόνου όμως βίωσε και μια ενδιαφέρουσα βιολογική εξέλιξη που έχει παγκόσμιο ενδιαφέρον, αφού δημιουργήθηκε ένα μοναδικό υβρίδιο με το κοινό δελφίνι.
Για όλους αυτούς τους λόγους, πολύ πρόσφατα η IUCN, η διεθνής ένωση για τη διατήρηση της φύσης, που συντάσσει τη βίβλο με τα απειλούμενα είδη, ανακήρυξε τον Κορινθιακό σημαντική περιοχή για τα θαλάσσια κήτη και ζητά τη λήψη μέτρων για την προστασία τους.









Τετάρτη, Αυγούστου 02, 2017

Il Trovatore !

Ο τροβαδούρος !



Έχει πραγματικό ενδιαφέρον η άποψη διαφορετικών σκηνοθετών !

- μεγαλώστε όπωσδήποτε την εικόνα,

παρατηρήστε και τι θαυμαστό ήχο παράγουν οι σιδεράδες! -

















Δευτέρα, Ιουλίου 24, 2017

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Τα 18 ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ



1. Αναβάφτιση    

Λόγια φτωχά βαφτίζονται στην πίκρα και στο κλάημα
βγάζουν φτερά και πέτονται πουλιά και κελαηδάνε

Και κειος ο λόγος ο κρυφός τής λευτεριάς ο λόγος
αντίς φτερά βγάζει σπαθιά και σκίζει τους αγέρες



2. Κουβέντα με ένα λουλούδι  

Κυκλάμινο-κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς πού μίσχο και σαλεύεις

Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα-στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα



3. Καρτέρεμα  

Έτσι με το καρτέρεμα μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε και ψήλωσε σαν δέντρο

Κι αυτοί μες απ' τα σίδερα κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το "αχ" και βγαίνει φύλλο λεύκας



4. Λαός   

Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι

Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί ραγίζουν τα λιθάρια



5. Μνημόσυνο   

Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς στην άλλη δέκα εγγόνια
και στο τραπέζι εννιά κεριά μπηγμένα στο καρβέλι

Μάνες τραβάνε τα μαλλιά και τα παιδιά σωπαίνουν
κι απ' το φεγγίτη η Λευτεριά τηρά κι αναστενάζει



6. Αυγή   

Λιόχαρη Μεγαλόχαρη της άνοιξης αυγούλα
και που 'χει μάτια να σε ιδεί να σε καλωσορίσει

Δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά στ' ανώφλι της πατρίδας



7. Δε φτάνει   

Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε κι ως λιόντας εβρυχήθη

Τώρα δε φτάνει του η φωνή δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό του πρέπει καριοφίλι



8. Πράσινη μέρα    

Πράσινη μέρα λιόβολη καλή πλαγιά σπαρμένη
κουδούνια και βελάσματα μυρτιές και παπαρούνες

Η κόρη πλέκει τα προικιά κι ο νιος πλέκει καλάθια
και τα τραγιά γιαλό-γιαλό βοσκάνε τ' άσπρο αλάτι



9. Συλλείτουργο    

Κάτω απ' τις λεύκες συντροφιά πουλιά και καπετάνιοι
συλλείτουργο αρχινήσανε με τον καινούργιο Μάη

Τα φύλλα φέγγουνε κεριά στ' αλώνι της πατρίδας
κι ένας αϊτός από ψηλά διαβάζει το Βαγγέλιο



10. Το νερό    

Του βράχου λιγοστό νερό απ' τη σιωπή αγιασμένο
απ' το καρτέρι του πουλιού τη σκιά της πικροδάφνης

Κρυφά το πίνει η κλεφτουριά και το λαιμό σηκώνει
σαν το σπουργίτι και βλογά τη φτωχομάνα Ελλάδα



11. Το κυκλάμινο    

Μικρό πουλί τριανταφυλλί δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει

Κι αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις θ' αρχίσει το τραγούδι



12. Λιγνά κορίτσια     

Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ' αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ - το πέλαο δεν το βλέπουν

Κ' ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει στο γαλάζιο
κι απ' το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ' τον καημό του



13. Τ' άσπρο ξωκλήσι  

Τ' άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά κατάγναντα στον ήλιο
πυροβολεί με το μικρό στενό παράθυρό του

Και την καμπάνα του αψηλά στον πλάτανο δεμένη
την εκουρντίζει ολονυχτίς για του Αη Λαού τη σκόλη



14. Επιτύμβιο 

Το παλικάρι που 'πεσε με ορθή την κεφαλή του
δεν το σκεπάζει γης ογρή σκουλήκι δεν τ' αγγίζει

Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι όλο χυμάει τ' αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς και τους χρυσούς αγγέλους



15. Εδώ το φως    

Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στου αγεριού το πόδι

Εδώ το φως εδώ ο γιαλός χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν τα σίδερα μασάνε



16. Το χτίσιμο    

Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί τις πόρτες ποιος θα βάλει
που 'ναι τα χέρια λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες

Σώπα τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αυγαταίνουν
και μην ξεχνάς ολονυχτίς βοηθάν κι οι αποθαμένοι



17. Ο ταμένος  

Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του

Και απά στην πέτρα τής σιωπής τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος



18. Τη ρωμιοσύνη μην την κλαίς  

Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο

Να τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.





"όποιος ξεχνάει χάνεται
ραγίζει όποιος θυμάται"