Παρασκευή, Δεκεμβρίου 20, 2013

Τσίρκας

Στρατή Τσίρκα

Τα κάλαντα


Το μεγάλο το ζήτημα, καταλαβαίνεις, ήταν το ταμπούρλο: Aν είχες ταμπούρλο, η δουλειά ήταν τελειωμένη. Σύντροφο έβρισκες αμέσως και το φανάρι δεν κόστιζε παραπάνω από ένα γρόσι. Eκείνη τη χρονιά ο πατέρας έκανε ένα μεγάλο έξοδο. Tο μεσημέρι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς μου έφερε ένα ταμπούρλο! Mικρούτσικο, βέβαια, και τενεκεδένιο.
- Έτσι δεν θα το σπάσεις εύκολα, μου είπε.
- Mα εγώ κατάλαβα πως ήταν από οικονομία. Tα πέτσινα ταμπούρλα εκείνα τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο κόστιζαν έναν κόσμο λεφτά.
Πήγα και βρήκα αμέσως το φίλο μου το Mιχάλη. Ήταν το παλικάρι της γειτονιάς κι ο καλύτερος σύντροφος για τα κάλαντα. Συχνά τύχαινε να μας ριχτούν τα αραπάκια στις γειτονιές και να μας σκίσουν το φανάρι ή να σπάσουν το ταμπούρλο. O Mιχάλης ήταν πολύτιμος.
- Tο ταμπούρλο το έχουμε, του φώναξα. Bγαίνουμε απόψε;
O Mιχάλης δέχτηκε αμέσως. Eίπε, όμως, πως έπρεπε να πάρουμε μαζί μας και τον αδερφό του, τον Δημήτρη. Ήταν καλλίφωνος, λέει, και θα βοηθούσε πολύ στη δουλειά. H αλήθεια είναι πως ο Δημήτρης τραγουδούσε σαν άγγελος. Σου ‘φτανε να τον ακούσεις να ψάλλει μια φορά Tη Yπερμάχω ή να διαβάζει τον «Aπόστολο» για να προτιμήσεις αμέσως τον Άγιο Kωνσταντίνο όπου εκείνος έψαλλε από τον Aϊ Nικόλα. Mα η πρόταση του Mιχάλη είχε κάποια υστεροβουλία: Tα λεφτά που θα κερδίζαμε θα μοιράζονταν στα τρία. Eκείνα θα έπαιρναν τα πιο πολλά κι εγώ, μ΄ όλο το ταμπούρλο μου, τα πιο λίγα.
Kι όμως, χωρίς κανένα δισταγμό, δέχτηκα. Tόση ήταν η αγάπη που του είχα κι ο θαυμασμός μου!
Ξεκινήσαμε βραδάκι. O Mιχάλης φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό, που φούσκωνε κωμικά στην κοιλιά του, σκεπάζοντας το ταμπούρλο. Σ’ εμένα ξέπεσε το χάρτινο φαναράκι κι η φροντίδα να τα αναβοσβήνω κάθε τόσο. O Δημήτρης, σαν πρίγκιπας, με τα όμορφα μάτια του και τη γλυκιά φωνή του, είχε τα χέρια του στις τσέπες και πήγαινε στο δρόμο πότε πιο μπροστά, πότε πιο πίσω μας, σάμπως να μην μας ήξερε. O Mιχάλης τον πείραζε λέγοντάς του πως έκανε τον κόντε για χατίρι της Pηνούλας. Mα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε για να καταλάβω τη σημασία αυτού του πειράγματος. H «πελατεία» του Mιχάλη και του Δημήτρη ήταν η περισσότερη από τις φτωχογειτονιές. Oι εισπράξεις μέτριες. Λέγαμε κι «ευχαριστώ» αν τύχαινε να μας δώσουν κανένα γροσάκι εκτός από τα φουντούκια και τα αμύγδαλα. Tότες εγώ τους τράβηξα στις αριστοκρατικές γειτονιές. Aυτό ήταν ένα μυστικό δικό μου. Mέρες τώρα το φύλαγα. Στο κουρείο του πατέρα μου έρχονταν όλο γιατροί και δικηγόροι.
Aπό μέρες τώρα με ρωτούσαν:
- E, πιτσιρίκο, δε θα ‘ρθεις να μας τα πεις;
Eγώ απαντούσα αόριστα. Σημείωνα, όμως, το όνομα και φρόντιζα να μάθω τη διεύθυνση. Eτσι, στην πιο απελπιστική στιγμή της «επιχείρησης» ξεφούρνισα στους φίλους μου μια λίστα με έξι - εφτά ονόματα γενναία.
- Πάμε, τους είπα, παίρνοντας ύφος προστατευτικό.
- Tι λες, μωρέ!
Φώναξαν κι οι δυο τους. Θα μας διώξουν με τις κλοτσιές.
- Έγνοια σας, είπα εγώ. Ξέρω τη δουλειά μου.
H δουλειά μου ήταν, μόλις άνοιγε η πόρτα, να ειδοποιώ πως ο Tάκης ο γιος του Kυρ Στέφανου, του μπαρμπέρη, ήρθε να πει τα κάλαντα. Έτσι τα πήγαμε θαυμάσια. Tα σελινάκια ήρθαν να σκεπάσουν τα γροσάκια των φτωχογειτονιών.
Mα, ένα πράγμα δεν μου άρεσε: Στα σπίτια αυτά που πηγαίναμε, σαν άκουγαν ποιος είναι έξω, με φώναζαν να μπω μέσα, ενώ τους φίλους μου τους άφηναν στην πόρτα. Mε φίλευαν ιδιαίτερα και μου έδιναν στο χέρι, κρυφά, κανένα σελίνι, λέγοντας μου πως αυτό είναι «δικό μου, μόνο δικό μου».
Θυμήθηκα το κόλπο του Mιχάλη που μου επέβαλε το Δημήτρη. Όμως, η καρδιά μου δεν βάσταξε και τους τα ομολόγησα όλα αμέσως. Kι έτσι τα ιδιαίτερά μου μπήκαν στον κοινό κουμπαρά. Όλα θα τελείωναν μια χαρά, θα περνούσαμε φίνα την επαύριο, με κινηματογράφο κ.λπ. κ.λπ., αν στο γυρισμό, εκεί στα  μπαξεδάκια του Mαρουφιού, δε συναντούσαμε το Στραβοσπύρο με την παρέα του.
O Στραβοσπύρος ήταν ένας ίσαμε κει πάνω, μόρτης και βλάσφημος. Tις Kυριακές στον Άγιο Kωνσταντίνο πουλούσε κουλούρια της κανέλας. Mαζί του και δυο άλλο -Παναγιά μου φύλαγε!- που κουβαλούσαν μια λατέρνα κι ένα φανάρι τζάμινο, στολισμένο με λογής - λογής κορδέλες και χαρτιά. Tι ήθελε ο Δημήτρης σ’ εκείνη τη σκοτεινή γωνιά να πάει να τους παινευτεί για τις εισπράξεις μας; Ωσπου να το πάρουμε χαμπάρι, μας είχαν βάλει κάτω, μας πήραν τα λεφτά και μας σπάσαν και το ταμπούρλο. Tι μπορούσε να του κάνει κι ο Mιχάλης το παιδί μ’ αυτούς τους νταγλαράδες.
Eγώ, κλαίγοντας και βαστώντας πάντα το χάρτινο σβησμένο φαναράκι μου, τράβηξα για το σπίτι. O Mιχάλης κι ο Δημήτρης, όμως, πήραν στο κατόπι τους μόρτες, καλώντας, άδικα, τους τσαούσηδες να τους πιάσουν. Δεν ξέρω πως τέλειωσαν οι φίλοι μου. Δε ρώτησα ή δε θυμάμαι πια. Eκείνο που θυμάμαι πολύ καλά είναι πως πέρασα τις γιορτές γεμάτες πίκρα και θλίψη απαρηγόρητη. Tο παιδικό μυαλό μου δεν μπορούσε να παραδεχτεί τότε πως υπήρχαν κι άλλοι πιο δυστυχισμένοι από μένα και πως το περιστατικό με το Στραβοσπύρο ήταν ένα απειροελάχιστο παράδειγμα της αδικίας και της βίας που βασίλευε και  βασιλεύει ακόμα στον κόσμο.


το βρήκα 
στο  yahoo.com







Δευτέρα, Δεκεμβρίου 16, 2013

Ξενόπουλος


Γρηγορίου Ξενόπουλου

Κάποια Χριστούγεννα


Αγαπητοί μου,

Έναν καιρό στη ζωή μου, τα Χριστούγεννα τα γιόρταζα... την Πρωτοχρονιά. Πώς; Ακολουθούσα κανένα δικό μου καλαντάρι, ή είχα προσηλυτισθεί σε καμιά αίρεση;... Τίποτ' απ' αυτά. Μόνο που τον καιρό εκείνο, νιόφερτος στην Αθήνα, φοιτητούδι, σχεδόν παιδί, δεν μπορούσα να καταλάβω Χριστούγεννα χωρίς...  κουλούρα.

Στη Ζάκυθο, βλέπετε, όπου είχα μεγαλώσει, την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, κόβουν με πομπή κάποια κουλούρα. Αντιστοιχεί με τη βασιλόπιτα που κόβουν εδώ την Πρωτοχρονιά -κομμάτι ονομαστικό για τον καθένα, φλουρί για τον τυχερό, και καθεξής, -αλλά δε μοιάζει και καθόλου. Άλλη πάστα, άλλη ζύμη, άλλη όψη, άλλη γεύση, άλλη μυρωδιά. Φανταστείτε ένα ωραίο ψωμί σιμιγδαλένιο, πιασμένο με λάδι, βαμμένο κίτρινο με ζαφουράνα, σπαρμένο μέσα με σταφίδες άσπρες και μαύρες, με κουκουνάρια, πορτοκαλόφλουδες κι ένα σωρό μπαχαρικά, και με μια κρούστα όλο σουσάμι και πυκνά φυτεμένα καρύδια, κάποτε μάλιστα και πασπαλισμένη με ψιλή ζάχαρη χρωματιστή. Αυτή είναι η ζακυθινή κουλούρα. Πώς να καταλάβαινα Χριστούγεννα χωρίς το «κομμάτι μου» απ' αυτήν; Και πού να 'βρισκα τέτοιο πράμα εδώ, στο βραδινό τραπέζι της παραμονής;
- Χριστούγεννα αύριο, μου 'λεγαν. Και του χρόνου!
- Πού είναι τα; Απαντούσα. Δεν τα βλέπω!... Και δεν τα 'βλεπα πραγματικώς. Ή, να πω καλύτερα, τα  'βλεπα, αλλά με τη φαντασία μου, μακρινά, αμυδρά, νοσταλγικά, λυπημένα - τα 'βλεπα εκεί κάτω, στην πατρίδα, στο πατρικό μου σπίτι, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι με την κουλούρα στη μέση, με τους δικούς μου ολόγυρα και -αλίμονο!- με τη θέση μου σε μιαν άκρη αδειανή... Ήταν γιορτή αυτή για μένα; Αν δεν έκλαψαν τα μάτια μου, έκλαψε όμως η ψυχή μου, - ψυχή παιδιού που για πρώτη φορά ξενιτεύεται...

Συνέβαινε όμως να βγάζουν εκεί και το δικό μου το κομμάτι, -ε, φυσικά, τι κι αν έλειπα; Δεν είχα κιόλα πεθάνει!- και, μαζί μ' ένα χριστόψωμο κι ένα τενεκεδένιο κουτί μαντολάτο, να μου το στέλνουν εδώ με κανένα επιβάτη ή με το ταχυδρομείο. Αλλά αργούσε. Δεν είχε εφευρεθεί, βλέπετε, ούτε εφευρέθηκε ακόμα και κανένας τηλέγραφος για δέματα. (Αχ, κι αυτός ο Έδισσον! Τι κάνει;...) Και το δέμα έφτανε μόλις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Έτσι, με το κομμάτι εκείνο της κουλούρας, που το λάβαινα και το 'τρωγα με τόση χαρά, με τόση συγκίνηση, με τόση αγάπη, έκανα κι εγώ τα Χριστούγεννά μου πρωτοχρονιάτικα.

Αυτό βάσταξε κάμποσα χρόνια. Είναι αλήθεια ότι και στην Αθήνα, αργότερα, γνωρίστηκα με ζακυθινά σπίτια που έκοβαν την παραμονή ζακυθινή κουλούρα και με προσκαλούσαν και μένα στην τελετή.
Αλλά δεν ήταν το ίδιο! Εγώ ήθελα το κομμάτι μου από την κουλούρα του σπιτιού μας. Και πάλι περίμενα σαν και τι το δέμα που θα ξεκινούσε από κει πέρα μετά την παραμονή, για να το λάβω... κατόπιν εορτής.

Αλλά ήρθαν και Χριστούγεννα ή μάλλον Πρωτοχρονιά, που δεν έλαβα τίποτα. Στην πατρίδα είχε πεθάνει ο καημένος μου ο πατέρας. Ούτε εκείνο το χρόνο έκοψαν στο σπίτι μας κουλούρα, ούτε τον άλλον... Το πένθος, η απουσία μου ακόμα, το μεγάλωμα και το σκόρπισμα των παιδιών της, έκαμε τη μητέρα μου ν' αφήσει, να ξεσυνηθίσει αυτό το χριστουγεννιάτικο έθιμο του τόπου, αταίριαστο πια σ' ένα σπίτι χωρίς νοικοκύρη και χωρίς μικρά παιδιά. Τότε μάλιστα, για πολλά χρόνια, συνέβαινε το αντίθετο: εγώ έστελνα της μητέρας μου το κομμάτι της από τη βασιλόπιτα που έκοβα εδώ, στο σπίτι μου, για τα παιδιά μου. Και η μητέρα μου πάλι, θυμούμενη τα παιδικά της χρόνια στην Πόλη, όπου επίσης έκοβαν βασιλόπιτα, γιόρταζε στη Ζάκυθο μια πολίτικη Πρωτοχρονιά... τα Θεοφάνεια.

Κάποιο χρόνο όμως, μεγάλος εγώ πια, πήγα στη Ζάκυθο να κάμω Χριστούγεννα με τη γριά μητέρα μου.
- Α, της λέω, δεν έχει, θα κόψουμε και κουλούρα!
- Ναι, παιδί μου, μου λέει, αφού είσαι και συ εδώ, ας κόψουμε.
Πραγματικώς, παράγγειλα έξω μια ωραία κουλούρα, και την κόψαμε το βράδυ της παραμονής, όπως άλλοτε. Αλλά θα το πιστέψετε; Δε μ' ενθουσίασε καθόλου! «Πού το τσουρέκι μας; Έλεγα. Αυτό δεν είναι παρά ψωμί!» Ναι, αυτό το ψωμί με το λάδι και με τη σταφίδα, που άλλη φορά με τρέλαινε, που το προτιμούσα από καθετί και που δεν έκανα Χριστούγεννα αν δεν το 'χα, δε μου άρεσε πια. Το είχα ξεσυνηθίσει. Προτιμούσα το τσουρέκι. Κι ούτε όψη τού έβρισκα πια, ούτε γεύση, ούτε μυρωδιά εξαιρετική. Ένα κοινό πράμα, χοντρό, βαρύ, που απορούσα μάλιστα πώς μ' ενθουσίαζε τόσο άλλη φορά... Μη δεν ήταν το ίδιο;
Όχι, το ίδιο ήταν απαράλλαχτο. Εγώ μόνο είχα αλλάξει, εγώ δεν ήμουν πια ο ίδιος... Τόσα χρόνια στην Αθήνα, είχα ξεσυνηθίσει τα πράματα της πατρίδας μου και είχα συνηθίσει τ' αθηναίικα. Όλα στον κόσμο μια συνήθεια είναι. Κι ακόμα, κάθε πράμα ταιριάζει στον τόπο του. Μόνο η νοσταλγία των πρώτων χρόνων της ξενιτιάς μ' έκανε να βρίσκω τόσο ωραία και στην Αθήνα τη ζακυθινή κουλούρα και να την προτιμώ απ' το καλύτερο τσουρέκι. Αλλά όταν, με τον καιρό, λιγόστεψε κι έσβησε η νοσταλγία, χάθηκαν μαζί κι όλες οι παλιές, οι νοσταλγικές μου προτιμήσεις. Είχα εγκλιματιστεί* πια Αθηναίος. Κι ένας Αθηναίος δεν μπορεί βέβαια να προτιμάει τη ζακυθινή κουλούρα από το τσουρέκι του. Για να την προτιμάει κανείς, πρέπει να 'ναι Ζακυθινός, και να μένει στη Ζάκυθο.

Έτσι εξήγησα τότε το παράξενο. Και θυμήθηκα και το μέλανα ζωμό των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες τον αποζητούσαν και τον εκθείαζαν παντού σαν το καλύτερο φαΐ του κόσμου. Έτσι, ο μέλας ζωμός έβγαλε μια φήμη μεγάλη. Όσοι δεν τον είχαν δοκιμάσει, τον νόμιζαν εφάμιλλο* με την αμβροσία, την αιθέρια αυτή τροφή των Ολύμπιων Θεών. Δε θυμούμαι τώρα ποιος επίσημος, βασιλιάς ή στρατηγός -ο Διονύσιος των Συρακουσών άραγε;- όταν πέτυχε μια φορά κάτι Σπαρτιάτες μαγείρους, τους έβαλε να του φτιάσουν μέλανα ζωμό. Του τον έφτιασαν όσο καλύτερα ήξεραν, κι εκενος τον δοκίμασε μ' ένα μεγάλο μορφασμό.
- Απορώ, τους είπε, πώς σας αρέσει αυτή η αηδία!
- Θα σου άρεσε και σένα, του αποκρίθηκαν οι Σπαρτιάτες, αν έκανες ταχτικά το λουτρό σου στον Ευρώτα!

Λέτε τώρα, όταν ξενιτευόταν κανένας νεαρός Σπαρτιάτης, να του έστελνε η μητέρα του, καμιά γιορτή σαν τα Χριστούγεννα λιγάκι μέλανα ζωμό;... Δεν το πιστεύω. Οι Λάκαινες* δε συνήθιζαν να παραχαϊδεύουν έτσι τα λεοντόπουλά τους. Πιο πιθανό μου φαίνεται να το 'κανε μια μητέρα Αθηναία ή Ζακυθινή. Γι' αυτό κι ένας δικός μας ποιητής, ο Ανδρέας Μαρτζώκης, σε κάποιο σατιρικό ποίημά του, «Ζακυθινός Μνηστήρας», παρασταίνει ένα Ζακυθινό αρχοντόπουλο στην Ιθάκη -στην ομηρική Ιθάκη, επί Οδυσσέως- που για να συγκινήσει την Πηνελόπη, της προσφέρει... τ' ωραίο χριστόψωμο που του είχε στείλει τα Χριστούγεννα η μητέρα του!

Σας ασπάζομαι
Φαίδων


- το βρήκα στο
yahoo.com -













Κυριακή, Δεκεμβρίου 15, 2013

Παπαδιαμάντης



Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Η σταχομαζώχτρα






Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187… τὴν θεια-Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα. Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια-Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της πωλουμένην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ,διότι ἦτο ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δύο ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα ἐπαγγέλματα. Ἦτο (ἂς εἶναι μοναχή της!) ἀπ᾽ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ᾤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἀλλὰ μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος; Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα-Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δύο παιδιά, «τὰ ἀδιαφόρετα*»,ὁ Γεώργης καὶ ὁ Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186… Ἡ βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ. Ὁ τρίτος ὁ γυιός της, ὁ σουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὑρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Ἀμερικήν.Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν; Ἄλλοι πάλιν πατριῶτες εἶπαν ὅτι ἐνυμφεύθη εἰς ἐκεῖνα τὰ χώματα, κ᾽ ἐπῆρε, λέει, μιὰ φράγκα. Μιὰ ᾽γγλεζοπούλα,ἕνα ξωθικό, ποὺ δὲν ἤξευρε νὰ μιλήσῃ ρωμέικα. Μὴ χειρότερα! Τί νὰ πῇ κανείς, ἠμπορε ῖνὰ καταρασθῇ τὸ παιδί του, τὰ σωθικά του, τὰ σπλάγχνα του; Ἡ κόρη της ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἀφεῖσα αὐτῇ τὰ δύο ὀρφανὰ κληρονομίαν. Ὁ πατεριασμένος* τους ἐζοῦσε ἀκόμα (ποὺ νὰ φτάσουν τὰ μαντᾶτα του, ὥρα τὴν ὥρα!),μὰ τί νοικοκύρης, τὸ πρόκοψε ἀλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος καὶ 〈μὲ〉 ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμη. Εἶπαν πὼς ξαναπαντρεύτηκε ἀλλοῦ, διὰ νὰ πάρῃ καὶ ἄλλον κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του, ὁ ἀσυνείδητος! Τέτοιοι ἄντρες!… Ἔκαμε δὰ κι αὐτὴ ἕνα γαμπρό, μὰ γαμπρὸ (τὸ λαμπρό* τ᾽ νὰ βγῇ!). Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾽ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ δύο ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε*, ἐμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἐμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾽ ἐδῶ, καμπόσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾽ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει. Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια*, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ᾠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της. Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεια-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτοτὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾽ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾽στάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ φ᾽στάνες*!» Ἀλλ᾽ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλουσίαςσυγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τέσσαρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾽ ἑαυτὴν καὶ διὰ τὰ δύο ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰςφροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.


* * *

Πλὴν ἐφέτος, δηλ. τὸ ἔτος ἐκεῖνο, ἀφορία εἶχε μαστίσει τὴνΕὔβοιαν. Ἀφορία εἰς τὸν ἐλαιῶνα τῆς μικρᾶς νήσου, ὅπου κατῴκει ἡ θεια-Ἀχτίτσα. Ἀφορία εἰς τὰς ἀμπέλους καὶ εἰς τοὺς ἀραβοσίτους, ἀφορία σχεδὸν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ κούμαρα, ἀφορία πανταχοῦ. Εἶτα, ἐπειδὴ οὐδὲν κακὸν ἔρχεται μόνον, βαρὺς χειμὼν ἐνέσκηψεν εἰς τὰ βορειότερα ἐκεῖνα μέρη. Ἀπὸ τοῦ Νοεμβρίου μηνός, χωρὶς σχεδὸν νὰ πνεύσῃ νότος καὶ νὰ πέσῃ βροχή, ἤρχισε νὰ χιονίζῃ. Μόλις ἔπαυεν εἷς νιφετὸς καὶ ἤρχιζεν ἄλλος. Ἐνίοτε ἔπνεε ξηρὸς βορρᾶς, σφίγγων ἔτι μᾶλλον τὰ χιόνια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔλυωναν εἰς τὰ βουνά. «Ἐπερίμεναν ἄλλα». Ἡ γραῖα μόλις εἶχε προλάβει νὰ μεταφέρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων της ἀπὸ τῶν φαράγγων καὶ δρυμῶν ἀγκαλίδας τινὰς ξηρῶν ξύλων, ὅσαι μόλις θὰ ἤρκουν διὰ δύο ἑβδομάδας ἢ τρεῖς, καὶ βαρὺς ὁ χειμὼν ἐπέπεσε. Περὶ τὰ μέσα Δεκεμβρίου μόλις ἐπῆλθε μικρὰ διακοπή, καὶ δειλαί τινες ἀκτῖνες ἡλίου ἐπεφάνησαν ἐπιχρυσοῦσαι τὰς ὑψηλοτέρας στέγας. Ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἔτρεξεν εἰς τὰ «ὀρμάνια» ἵνα προλάβῃ καὶ εἰσκομίσῃ καυσόξυλά τινα. Τὴν ἐπαύριον ὁ χειμὼν κατέσκηψεν ἀγριώτερος.Μέχρι τῶν Χριστουγέννων οὐδεμία ἡμέρα εὔδιος, οὐδεμία γωνία οὐρανοῦ ὁρατή, οὐδεμία ἀκτὶς ἡλίου. Κραταιὸς καὶ βαρύπνοος βορρᾶς, «χιονιστής», ἐφύσα κατὰ τὰς παραμονὰς τῆς ἁγίας ἡμέρας. Αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν ἦσαν κατάφορτοι ἐκ σκληρυνθείσης χιόνος.Τὰ συνήθη παίγνια τῶν ὁδῶν καὶ τὰ χιονοβολήματα ἔπαυσαν. Ὁ χειμὼν ἐκεῖνος δὲν ἦτο φιλοπαίγμων. Ἀπὸ τῶν κεράμων τῶν στεγῶν ἐκρέμαντο ὡς ὥριμοι καρποὶ σπιθαμιαῖα κρύσταλλα, τὰ ὁποῖα οἱ μάγκαι τῆς γειτονιᾶς δὲν εἶχον πλέον ὄρεξιν νὰ τρώγουν.Τὴν ἑσπέραν τῆς 23, ὁ Γέρος εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸ σχολεῖον περιχαρής, διότι ἀπὸ τῆς αὔριον ἔπαυον τὰ μαθήματα. Πρὶν ξεκρεμάσῃ τὸν «φύλακα»* ἀπὸ τῆς μασχάλης του, ὁ Γέρος πεινασμένος ἤνοιξε τὸ δουλάπι, ἀλλ᾽ οὐδὲ ψωμὸν ἄρτου εὗρεν ἐκεῖ. Ἡ γραῖα εἶχεν ἐξέλθει, ἴσως πρὸς ζήτησιν ἄρτου. Ἡ ἀτυχὴς Πατρώνα ἐκάθητο ζαρωμένη πλησίον τῆς ἑστίας, ἀλλ᾽ ἡ ἑστία ἦτο σβεστή. Ἐσκάλιζε τὴν στάκτην, νομίζουσα ἐν τῇ παιδικῇ ἀφελείᾳ της (ἦτο μόλις τετραετές, τὸ πτωχὸν κοράσιον) ὅτι ἡ ἑστία εἶχε πάντοτε τὴν ἰδιότητα νὰ θερμαίνῃ, καὶ ἂς μὴ καίῃ. Ἀλλ᾽ ἡ στάκτη ἦτο ὑγρά. Σταλαγμοὶ ὕδατος, ἐκ χιόνος τακείσης ἴσως διά τινος λαθραίας καὶ παροδικῆς ἀκτῖνος ἡλίου, εἶχον ρεύσει διὰ τῆς καπνοδόχου. Ὁ Γέρος, ὅστις ἦτο ἑπταέτης μόλις, ἔτοιμος νὰ κλαύσῃ διότι δὲν εὕρισκε ψιχίον τι πρὸς κορεσμὸν τῆς πείνης του, ἤνοιξε τὸ μόνον παράθυρον, ἔχον τριῶν σπιθαμῶν μῆκος. Ὁ οἰκίσκος ὅλος, χθαμαλός, ἡμιφάτνωτος μὲ εἶδος σοφᾶ*, εἶχεν ὕψος δύο ἴσως ὀργυιῶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους μέχρι τῆς ὀροφῆς. ὉΓέρος ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λιθίνου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυροφύλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαμοὺς»* τῆς στέγης. Ἤρχισε νὰ τὸ ἐκμυζᾷ βραδέως καὶ ἡδονικῶς,καὶ ἔδιδε καὶ εἰς τὴν Πατρώνα νὰ φάγῃ. Ἐπείνων τὰ κακόμοιρα.


* * *

Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα ἐπανῆλθε μετ᾽ ὀλίγον φέρουσα πρᾶγμά τι τυλιγμένον εἰς τὸν κόλπον της. Ὁ Γέρος, ὅστις ἐγνώριζεν ἐκ τῆς παιδικῆς του πείρας ὅτι ποτὲ ἄνευ αἰτίας δὲν ἐφούσκωναν οἱ κόλποι τῆς μάμμης του, ἀναπηδήσας ἔτρεξεν εἰς τὸ στῆθός της, ἐνέβαλε τὴν χεῖρα καὶ ἀφῆκε κραυγὴν χαρᾶς. Τεμάχιον ἄρτου εἶχεν «οἰκονομήσει» καὶ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἡ καλή, καίτοι ὀλίγον τι αὐστηρὰ μάμμη, τίς οἶδεν ἀντὶ ποίων ἐξευτελισμῶν καὶ διὰ πόσων ἐκλιπαρήσεων! Καὶ τί δὲν ἤθελεν ὑποστῆ, πρὸ ποίας θυσίας ἠδύνατο νὰ ὀπισθοδρομήσῃ, διὰ τὴν ἀγάπην τῶν δύο τούτων παιδίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν δὶς παιδία δι᾽ αὐτήν, καθόσον ἦσαν τὰ τέκνα τοῦ τέκνου της! Ἐν τούτοις δὲν ἤθελε νὰ δεικνύῃ αὐτοῖς μεγάλην ἀδυναμίαν, καὶ «ἥμερο μάτι δὲν τοὺς ἔδιδε». Ἐκάλει τὸν ἄρρενα «Γέρον», διότι εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθοῦς Γέρου της, τοῦ μακαρίτου μπαρμπα-Μιχαλιοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα τῆς ἐπόνει ν᾽ ἀκούσῃ ἢ νὰ προφέρῃ. Τὸ ταλαίπωρον τὸ θῆλυ τὸ ἐκάλει Πατρώνα θωπευτικῶς, καὶ ὀλίγον «σὰν ἀρχοντοξεπεσμένη ποὺ ἦτον», μὴ ἀνεχομένη ν᾽ ἀκούῃ τὸ Ἀργυρώ, τὸ ὄνομα τῆς κόρης της, ὅπερ ἐδόθη ὡς κληρονομία εἰς τὸ ὀρφανόν, λεχοῦς θανούσης ἐκείνης. Πλὴν τοῦ ὑποκορισμοῦ τούτου, οὐδεμίαν ἄλλην ἐπιδεικτικὴν τρυφερότητα ἀπένεμεν εἰς τὰ δύο πτωχὰ πλάσματα, ἀλλὰ μᾶλλον πρακτικὴν ἀγάπην καὶ προστασίαν. Ἡ ταλαίπωρος γραῖα ἔστρωσε διὰ τὰ δύο ὀρφανά, ἵνα κοιμηθῶσιν, ἀνεκλίθη καὶ αὐτὴ πλησίον των, τοῖς εἶπε νὰ φυσήσουν ὑποκάτωθεν τοῦ σκεπάσματός των διὰ νὰ ζεσταθοῦν, τοῖς ὑπεσχέθη ψευδομένη, ἀλλ᾽ ἐλπίζουσα νὰ ἐπαληθεύσῃ, ὅτι αὔριον ο Χριστὸς θὰ φέρῃ ξύλα καὶ ψωμὶ καὶ μίαν χύτραν κοχλάζουσαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ ἔμεινεν ἄυπνος πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναλογιζομένη τὴν πικρὰν τύχην της.


* * *

Τὸ πρωί, μετὰ τὴν λειτουργίαν (ἦτο ἡ παραμονὴ τῶνΧριστουγέννων) ὁ παπα-Δημήτρης, ὁ ἐνορίτης της, ἐπαρουσιάσθη αἴφνης εἰς τὴν θύραν τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου: ―  Καλῶς τὰ ᾽δέχθης, τῆς εἶπε μειδιῶν. «Καλῶς τὰ ᾽δέχθη» αὐτή! Καὶ ἀπὸ ποῖον ἐπερίμενε τίποτε; ―Ἔλαβα ἕνα γράμμα διὰ σέ, Ἀχτίτσα, προσέθηκεν ὁ γέρων ἱερεύς, τινάσσων τὴν χιόνα ἀπὸ τὸ ράσον καὶ τὸ σάλι του. ―Ὁρίστε, δέσποτα! Καὶ μακάρι ἔχω τὴ φωτιά, ἐψιθύρισε πρὸς ἑαυτήν, ἢ τὸ γλυκὸ καὶ τὸ ρακὶ νὰ τὸν φιλέψω; Ο ἱερεὺς ἀνέβη τὴν τετράβαθμον κλίμακα καὶ ἐλθὼν ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ σκαμνίου. Ἠρεύνησε δὲ εἰς τὸν κόλπον του καὶ ἐξήγαγε μέγαν φάκελον μὲ πολλὰς καὶ ποικίλας σφραγῖδας καὶ γραμματόσημα. 
―  Γράμμα, εἶπες, παπά; ἐπανέλαβεν ἡ Ἀχτίτσα,μόλις τότε ἀρχίσασα νὰ ἐννοῇ τί τῆς ἔλεγεν ὁ ἱερεύς. Ὁ φάκελος, ὃν εἶχεν ἐξαγάγει ἐκ τοῦ κόλπου του, ἐφαίνετο ἀνοικτὸς ἀπὸ τὸ ἓν μέρος. ― Ἀπόψε ἔφθασε τὸ βαπόρι,ἐπανέλαβεν ὁ ἐφημέριος, ἐμένα μοῦ τὸ ἔφεραν τώρα, μόλις ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν.Καὶ ἐνθεὶς τὴν χεῖρα ἔσω τοῦ φακέλου ἐξήγαγε διπλωμένον χαρτίον. ―  Τὸ γράμμα εἶναι πρὸς ἐμέ, προσέθηκεν, ἀλλὰ σὲ ἀποβλέπει. ―Ἐμένα; ἐμένα; ἐπανελάμβανεν ἔκπληκτος ἡ γραῖα. Ὁ παπα-Δημήτρης ἐξεδίπλωσε τὸ χαρτίον. ―  Εἶδεν ὁ Θεὸς τὸν πόνον σου καὶ σοῦ στέλλει μικρὰν βοήθειαν, εἶπεν ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς. Ὁ γυιός σου σοῦ γράφει ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν. ― Ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα; Ὁ Γιάννης! Ὁ Γιάννης μὲ θυμήθηκεν; ἀνέκραξεν περιχαρής, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἡ γραῖα. Καὶ εἶτα προσέθηκε: ―  Δόξασοι, ὁ Θεός! Ὁ ἱερεὺς ἔβαλε τὰ γυαλιά του καὶ ἐδοκίμασε ν᾽ ἀναγνώσῃ: ―  Εἶναι κακογραμμένα, ἐπανέλαβε, κ᾽ ἐγὼ δυσκολεύομαι νὰ διαβάζω αὐτὲς τὶς τζίφρες ποὺ ἔβγαλαν τώρα, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσωμεν νὰ βγάλωμεν νόημα. Καὶ ἤρχισε μετὰ δυσκολίας, καὶ σκοντάπτων συχνά, ν᾽ ἀναγινώσκῃ: «Παπα-Δημήτρη, τὸ χέρι σου φιλῶ. Πρῶτον ἐρωτῶ διὰ τὸ αἴσιον, κτλ. κτλ. Ἐγὼ λείπω πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἠξεύρω αὐτοῦ τί γίνονται, οὔτε ἂν ζοῦν ἢ ἀπέθαναν. Εἶμαι εἰς μακρινὸν μέρος, πολὺ βαθιὰ εἰς τὸν Παναμᾶ, καὶ δὲν ἔχω καμμίαν συγκοινωνίαν μὲ ἄλλους πατριῶτες ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πρὸ τριῶν χρόνων ἐντάμωσα τὸν (δεῖνα) καὶ τὸν (δεῖνα), ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἔλειπαν χρόνους πολλούς, καὶ δὲν ἤξευραν τί γίνεται εἰς τὸ σπίτι μας. »Ἐὰν ζῇ ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα μου, εἰπέ τους νὰ μὲ συγχωρήσουν, διότι διὰ καλὸ πάντα πασχίζει ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰς κακὸ πολλὲς φορὲς βγαίνει. Ἐγὼ ἀρρώστησα δύο φορὲς ἀπὸ κακὲς ἀσθένειες τοῦ τόπου ἐδῶ, καὶ ἔκαμα πολὺν καιρὸν εἰς τὰ σπιτάλια. Τὰ ὅ,τι εἶχα καὶ δὲν εἶχα ἐπῆγαν εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ μόλις ἐγλύτωσα τὴν ζωήν μου. Εἶχα ὑπανδρευθῆ πρὸ δέκα χρόνων, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπου ἐδῶ, ἀλλὰ τώρα εἶμαι ἀπόχηρος,καὶ ἄλλο καλύτερον δὲν ζητῶ παρὰ τὸ νὰ πιάσω ὀλίγα χρήματα νὰ ἔλθω εἰς τὴν πατρίδα, ἂν προφθάσω τοὺς γονεῖς μου νὰ μ᾽ εὐλογήσουν. Καὶ νὰ μὴν ἔχουν παράπονο εἰς ἐμέ, διότι ἔτσι θέλει ὁ Θεός, καὶ δὲν ἠμποροῦμε ἡμεῖς νὰ πᾶμε κόντρα. Καὶ νὰ μὴ βαρυγνωμοῦν, διότι ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ, δὲν ἠμπορεῖ ἄνθρωπος νὰ προκόψῃ. » Σοῦ στέλνω ἐδῶ ἐσωκλείστως ἕνα συνάλλαγμα ἐπ᾽ ὀνόματί σου, νὰ ὑπογράψῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, καὶ νὰ φροντίσουν νὰ τὸ ἐξαργυρώσουν ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα ἐὰν ζοῦν. Καὶ ἄν, ὃ μὴ γένοιτο, εἶναι ἀποθαμένοι, νὰ τὸ ἐξαργυρώσῃς ἡ ἁγιωσύνη σου,νὰ δώσῃς εἰς κανένα ἀδελφόν μου, ἐὰν εἶναι αὐτοῦ, ἢ εἰς κανὲν ἀνίψι μου καὶ εἰς ἄλλα πτωχά. Καὶ νὰ κρατήσῃς καὶ ἡ ἁγιωσύνη σου, ἐὰν οἱ γονεῖς μου εἶναι ἀποθαμένοι,ἓν μέρος τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ διὰ τὰ σαρανταλείτουργα…» Πολλὰ ἔλεγεν ἡ ἐπιστολὴ αὕτη καὶ ἓν σπουδαῖον παρέλειπε. Δὲν ἀνέφερε τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων, δι᾽ ὅσα ἦτο ἡ συναλλαγματική. Ὁ παπα-Δημήτρης παρατηρήσας τὸ πρᾶγμα, ἐξέφερε τὴν εἰκασίαν, ὅτι ὁ γράψας τὴν ἐπιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ὅτι εἶχεν ὁρίσει τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων παραπάνω, ἐνόμισε περιττὸν νὰ τὸ ἐπαναλάβῃ παρακατιών, διὸ καὶ ἔλεγε «τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ». Ἐν τούτοις ἄφατος ἦτο ἡ χαρὰ τῆς Ἀχτίτσας, λαβούσης μετὰ τόσα ἔτη εἰδήσεις περὶ τοῦ υἱοῦ της. Ὡς ὑπὸ τέφραν κοιμώμενος ἀπὸ τόσων ἐτῶν, ὁ σπινθὴρ τῆς μητρικῆς στοργῆς ἀνέθορεν ἐκ τῶν σπλάγχνων εἰς τὸ πρόσωπόν της καὶ ἡ γεροντική, ρικνή, καὶ ἐρρυτιδωμένη ὄψις της ἠγλαΐσθη μὲ ἀκτῖνα νεότητος καὶ καλλονῆς. Τὰ δύο παιδία, ἂν καὶ δὲν ἐνόουν περὶ τίνος ἐπρόκειτο, ἰδόντα τὴν χαρὰν τῆς μάμμης των, ἤρχισαν νὰ χοροπηδῶσι.


* * *

Ὁ κὺρ Μαργαρίτης δὲν ἦτο ἰδίως προεξοφλητής, ἢ τοκιστής, ἢ ἔμπορος, ἦτο ὅλα αὐτὰ ὁμοῦ. Ἕνα φόρον ἐπιτηδεύματος ἐπλήρωνεν, ἀλλ᾽ ἔκαμνε τρεῖς τέχνας. Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα, εἰς φοβερὰν διατελοῦσα ἔνδειαν, ἔλαβε τὸ παρὰ τοῦ υἱοῦ της ἀποσταλὲν γραμμάτιον, ἐφ᾽ οὗ ἐφαίνοντο γράμματα κόκκινα καὶ μαῦρα, ἄλλα ἔντυπα καὶ ἄλλα χειρόγραφα, ἐξ ὧν δὲν ἐννόει τίποτε οὔτε ὁ γηραιὸς ἐφημέριος οὔτε αὐτή,καὶ μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη. Ὁ κὺρ Μαργαρίτης ἐρρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ἐτίναξε τὴν βράκαν του, ἐφ᾽ ἧς ἔπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου,κατεβίβασε μέχρι τῶν ὀφρύων τὴν σκούφιαν του, ἔβαλε τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ διὰ μακρῶν τὸ γραμμάτιον. ―Ἔρχεται ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα; εἶπε. Σ᾽ ἐθυμήθηκε,βλέπω, ὁ γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι. Εἶτα ἐπανέλαβεν: ―Ἔχει τὸν ἀριθμὸν 10, ἀλλὰ δὲν ξέρομε τί εἴδους μονέδα νὰ εἶναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολωνᾶτα ἢ δέκα… Διεκόπη. Παρ᾽ ὀλίγον θὰ ἔλεγε «δέκα λίρες». ―  Νὰ φωνάξουμε τὸ δάσκαλο,ἐμορμύρισεν ὁ κὺρ Μαργαρίτης, ἴσως ἐκεῖνος ξεύρῃ νὰ τὸ διαβάσῃ. Τί γλῶσσα νὰ εἶναι τάχα; Ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ὅστις ἐκάθητο βλέπων τοὺς παίζοντας τὸ κιάμο εἰς παράπλευρον καφενεῖον, παρακληθεὶς μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη. Εἰσῆλθεν,ὀρθός, δύσκαμπτος, ἔλαβε τὸ γραμμάτιον, παρεκάλεσε τὸν κὺρ Μαργαρίτην νὰ τὸν δανείσῃ τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ συλλαβίζῃ τοὺς λατινικοὺς χαρακτῆρας:―  Πρέπει νὰ εἶναι ἀγγλικά, εἶπεν, ἐκτὸς ἂν εἶναι γερμανικά. Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὸτὸ δελτάριον; ― Ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα, κὺρ δάσκαλε, εἶπεν ἡ θεια-Ἀχτίτσα. ― Ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν;τότε θὰ εἶναι ἀγγλικόν. Καὶ ταῦτα λέγων προσεπάθει νὰ συλλαβίσῃ τὰς λέξεις ten pounds sterling*, ἃς ἔφερε χειρογράφους ἡ ἐπιταγή. ―  Sterling, εἶπε· sterling θὰ σημαίνῃ τάλληρον, πιστεύω. Ἡ λέξις φαίνεται νὰ εἶναι τῆς αὐτῆς ἐτυμολογίας,ἀπεφάνθη δογματικῶς. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ γραμμάτιον εἰς χεῖρας τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.―  Αὐτὸ θὰ εἶναι, εἶπε, καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει ἐπὶ τῆς κεφαλίδος ὁ ἀριθμὸς 10, θὰ εἶναι χωρὶς ἄλλο γραμμάτιον διὰ δέκα τάλληρα. Τὸ κάτω-κάτω, ὀφείλω νὰ σᾶς εἴπω ὅτι δὲν γνωρίζω ἀπὸ χρηματιστικά. Εἰς ἄλλα ἡμεῖς ἀσχολούμεθα, οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων. Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπειδὴ ᾐσθάνθη ψῦχος εἰς τὸ κατάψυχρον καὶ πλακόστρωτον μαγαζεῖον τοῦ κὺρ Μαργαρίτη, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ καφενεῖον, ἵνα θερμανθῇ.


* * *

Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εἶχεν ἀρχίσει νὰ τρίβῃ τὰς χεῖρας, καὶ κάτι ἐφαίνετο σκεπτόμενος. ―  Τώρα, τί τὰ θέλεις, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὴν γραῖαν,οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Νὰ τὸ πάρω, νὰ σοῦ τὸ ἐξαργυρώσω, ξέρω πὼς εἶναι σίγουρος ὁ παράς μου, ξέρω ἂν δὲν εἶναι καὶ ψεύτικο; Ἀπὸ κεῖ κάτω, ἀπ᾽τὸν χαμένον κόσμον, περιμένεις ἀλήθεια; Ὅλες οἱ ψευτιές, οἱ καλπουζανιὲς ἀπὸ κεῖ μᾶς ἔρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια, οἱ σουρτούκηδες (μὲ συγχωρεῖς, δὲν λέγω τὸ γυιό σου) ἐκεῖ ποὺ ψένει ὁ ἥλιος τὸ ψωμί, καὶ δὲν νοιάζονται νὰ στείλουν ἕναν παρά, ἕνα σωστὸν παρά, μοναχὰ στέλνουν παλιόχαρτα. Ἔφερε δύο βόλτες περὶ τὸ τεράστιον λογιστήριόν του, καὶ ἐπανέλαβε: ―  Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα αὐτό, νὰσὲ χαρῶ, εἶναι δέκα τάλλαρα! Νὰ εἶχα δέκα τάλλαρα ἐγώ, παντρευόμουνα. Εἶτα ἐξηκολούθησε:―  Μὰ τί νὰ σοῦ πῶ, σὲ λυποῦμαι, ποὺ εἶσαι καλὴ γυναίκα, κ᾽ ἔχεις κ᾽ ἐκεῖνα τὰ ὀρφανά. Νὰ κρατήσω ἐγὼ ἑνάμισυ τάλλαρο διὰ τοὺς κινδύνους ποὺ τρέχω καὶ γιὰ τὰ ὀχτώ μισυπλιά… Καὶ γιὰ νά ᾽μαστε σίγουροι, μὴ γυρεύῃς κολωνᾶτα, νὰ σοῦ δώσω πεντόφραγκα, γιὰ νά ᾽μαστε μέσα. Ὀχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν… Ἄ! ξέχασα!… Τοὐναντίον, δὲν εἶχε ξεχάσει· ἀπ᾽ ἀρχῆς τῆς συνεντεύξεως αὐτὸ ἐσκέπτετο. ―Ὁ συχωρεμένος ὁ Μιχαλιὸς κάτι ἔκανε νὰ μοῦ δίνῃ, δὲν θυμοῦμαι τώρα… Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ λογιστήριόν του: ―  Μὰ κ᾽ ἐκεῖνος ὁ τελμπεντέρης ὁ γαμπρός σου, μοῦ ἔφαγε δύο τάλλαρα θαρρῶ.Καὶ ὡπλίσθη μὲ τὸ πελώριον κατάστιχόν του: ―  Εἶναι δίκιο νὰ τὰ κρατήσω… ἐσένα,ὅσα σοῦ δώσω, θὰ σοῦ φανοῦν χάρισμα. Ἤνοιξε τὸ κατάστιχον. Αἱ κατάπυκνοι καὶ μαυροβολοῦσαι σελίδες τοῦ καταστίχου τούτου ὡμοίαζον μὲ πίονας ἀγρούς, μὲ γῆν ἀγαθήν.Ὅ,τι ἔσπειρέ τις ἐν αὐτῷ, ἐκαρποφόρει πολλαπλασίως. Ἦτο ὡς νὰ ἔκοπτέ τις τὰ φύλλα τοῦ δενδρυλλίου, ἑκάστοτε ὅτε ἐγίνετο ἐξόφλησις κονδυλίου τινός, ἀλλ᾽ ἡρίζα ἔμενεν ὑπὸ τὴν γῆν, μέλλουσα καὶ πάλιν ν᾽ ἀναβλαστήσῃ. Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εὗρε παρευθὺς τοὺς δύο λογαριασμούς. ―Ἐννιὰ καὶ δεκαπέντε μοῦ χρωστοῦσεν ὁ μακαρίτηςὁ ἄντρας σου, εἶπε· καὶ δύο τάλλαρα δανεικὰ κι ἀγύριστα τοῦ γαμπροῦ σου γίνονται… Καὶ λαβὼν κάλαμον ἤρχισε νὰ ἐκτελῇ τὴν πρόσθεσιν πρῶτον καὶ τὴν ἀναγωγὴν τῶν ταλλήρων εἰς δραχμάς, εἶτα τὴν ἀφαίρεσιν ἀπὸ τοῦ ποσοῦ τῶν δέκα γαλλικῶν ταλλήρων. ―  Κάνει νὰ σοῦ δίνω… ἤρχισε νὰ λέγῃ ὁ κὺρ Μαργαρίτης. Τῇ στιγμῇ ἐκείνη εἰσῆλθε νέον πρόσωπον.


* * *

Ἦτο ἔμπορος Συριανός, παρεπιδημῶν δι᾽ ὑποθέσεις εἰς τὴν μικρὰν νῆσον. Ἅμα εἰσελθὼν διηυθύνθη μετὰ μεγίστης ἐλευθερίας καὶ θάρρους εἰς τὸ λογιστήριον, ὅπου ἵστατο ὁ κὺρ Μαργαρίτης. ―  Τί ἔχουμε κὺρ Μαργαρίτη;… Τ᾽ εἶν᾽αὐτό; εἶπεν ἰδὼν πρόχειρον ἐπὶ τοῦ λογιστηρίου τὸ γραμμάτιον τῆς πτωχῆς χήρας.Καὶ λαβὼν τοῦτο εἰς χεῖρας: ―  Συναλλαγματικὴ διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν,εἶπε καθαρᾷ τῇ φωνῇ. Ποῦ εὑρέθη ἐδῶ; Κάμνεις καὶ τέτοιες δουλειές, κὺρΜαργαρίτη; ―  Γιὰ δέκα λίρες! ἐπανέλαβεν αὐθορμήτως ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἀκούσασα εὐκρινῶς τὴν λέξιν. ―  Ναί, διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, εἶπε καὶ πάλιν στραφεὶς πρὸς αὐτὴν ὁ Ἑρμουπολίτης. Μήπως εἶναι δικό σου; ―  Μάλιστα. Ἡ θεια-Ἀχτίτσα, ἐν καταφάσει, ἔλεγε πάντοτε ναί, ἀλλὰ νῦν ἠπόρει καὶ αὐτὴ πῶς εἶπε μάλιστα, καὶ ποῦ εὗρε τὴν λέξιν ταύτην. ―  Γιὰ δέκα ναπολεόνια θὰ εἶναι ἴσως, εἶπε δάκνων τὰ χείλη ὁ κὺρ Μαργαρίτης. ―  Σοῦ λέγω διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, ἐπανέλαβε καὶ αὖθις ὁ Συριανὸςἔμπορος. Παίρνεις ἀπὸ λόγια; Καὶ ἔρριψε δεύτερον μακρὸν βλέμμα ἐπὶ τοῦ γραμματίου: ―  Εἶναι σίγουρος παράς, ἀρζὰν-κοντάν*, σοῦ λέγω. Θὰ τὸ ἐξοφλήσῃς, ἢ τὸ ἐξοφλῶ ἀμέσως; Καὶ ἔκαμε κίνημα νὰ ἐξαγάγῃ τὸ χρηματοφυλάκιόν του. ―  Μπορεῖ νὰ τὸ πάρῃ κανεὶς γιὰ ἐννέα λίρες… γαλλικές, εἶπε διστάζων ὁ κὺρ Μαργαρίτης.―  Γαλλικές; Τὸ παίρνω ἐγὼ διὰ ἐννιὰ ἀγγλικές. Καὶ στρέψας ὄπισθεν τὸ φύλλον τοῦ χάρτου, εἶδε τὴν ὑπογραφὴν ἣν εἶχε βάλει ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς, παρέβαλεν αὐτὴν μὲ τὸ ὄνομα τὸ φερόμενον ἐν τῷ κειμένῳ, καὶ τὴν εὗρε σύμφωνον. Καὶ ἀνοίξας τὸ χρηματοφυλάκιον ἐμέτρησεν εἰς τὴν χεῖρα τῆς θεια-Ἀχτίτσας καὶ πρὸ τῶν ἐκθάμβων ὀφθαλμῶν αὐτῆς ἐννέα στιλπνοτάτας ἀγγλικὰς λίρας. Καὶ ἰδοὺ διατί ἡ πτωχὴ γραῖα ἐφόρει τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων καινουργῆ «ἄδολην»* μανδήλαν, τὰ δὲ δύο ὀρφανὰ εἶχον καθαρὰ ὑποκαμισάκια διὰ τὰ ἰσχνὰ μέλη των καὶ θερμὴν ὑπόδεσιν διὰ τοὺς παγωμένους πόδας των.



(1889)



- το βρήκα στο
yahoo.com - 
 
 
 
 
 








Τετάρτη, Δεκεμβρίου 11, 2013

Ξενόπουλος

Ξενόπουλος Γρηγόριος
ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ



Αθήναι, 2 Φεβρουαρίου 1929
Αγαπητοί μου,


Να μια λέξη από κείνες που δείχνουν όλο το μεγαλείο, όλη την ομορφιά της Δημοτικής μας ! Δεν την έχει η Καθαρεύουσα, δεν την έχει η Αρχαία, δεν την έχει ίσως ούτε άλλη γλώσσα στον κόσμο : Βαρυχειμωνιά ! Τι εκφραστική, τι παραστατική λέξη ! Σας δείχνει το βαρύ, το δριμύ χειμώνα σα… να τον βλέπετε.
Αντί να τουρτουρίζετε, όμως, αισθάνεσθε απεναντίας σα μια ζέστα, μια γλύκα, μια ευχαρίστηση.
Είναι η ίδια η ομορφιά της λέξης που σας τη δίνει.
Είναι η ίδια η μεγάλη της παραστατικότητα, αυτή που σας δείχνει γυμνόφυλλα δέντρα να λυγίζουν στο φύσημα του ανέμου, βουνά σκεπασμένα από χιόνι, σταχτιά τοπία μελαγχολικά, και συγχρόνως κάμαρες με κλειστά παράθυρα, προφυλαγμένες, στρωμένες και γελαστές στη λάμψη του αναμμένου τζακιού…
Βαρυχειμωνιά ! Αυτή η λέξη τα λέει όλα : βροχή κι ομπρέλλα, βροντή και κουκούλωμα, χιόνι και γούνα, κρύο και φωτιά, - και μαγγάλι, και ψημένα κάστανα, και παραμύθι της γιαγιάς…

Έλεγαν από καιρό τώρα, πως φέτος θάχωμε βαρυχειμωνιά, μα δεν το πολυπίστευα, γιατί ποτέ δεν πολυπιστεύω μετεωρολογικές προφητείες…
Τελευταία είπαν πως θαρχόταν κι εδώ από την Ευρώπη το «κύμα ψύχους», μα, όσο έβλεπα τα πρώτα χιόνια να λυώνουν κάτω από ένα λαμπρό ήλιο, έλπιζα πως το κύμα θάλλαζε δρόμο. Άκουσα μάλιστα μια μέρα πως στράφηκε κατά τα Βαλκάνια, αφίνοντας την Ελλάδα πίσω του.
Δυστυχώς αυτό μόνο ήταν ψέμα. Το κύμα έφτασε. Τα σημερινά τουλάχιστο σημάδια δεν μαφίνουν αμφιβολία : Πρωί- πρωί μου έφεραν να ιδώ – και να χαρώ – ένα κομμάτι πάγο απ’ την ταράτσα : τη νύχτα είχε παγώσει το νερό που είχε μείνει κει-έξω σε μια λεκάνη… Έπειτα η μικρή Χιονία, η άσπρη μου γατίτσα, μου παρουσιάσθηκε αγνώριστη, μαύρη, μουντζούρα, με τη γούνα της εδώ κι εκεί τσουρουφλισμένη, ελεεινή ! Κρύωνε, φαίνεται, το κακόμοιρο το ζώο, κρύωνε πολύ, και πριν ανάψουμε τις σόμπες, κατέβηκε στην κουζίνα και χώθηκε ολάκερο στην τρύπα εκείνη του τζακιού όπου πέφτουν οι στάχτες και τα καρβουνάκια, καμμιά φορά αναμμένα…
Συγχρόνως έφτασαν στ’ αυτιά μου κλάματα : έκλαιγε ο Αναστασάκης, ένα παιδάκι απ’ τη γειτονιά, τεσσάρω χρονών, και γύρευε της μάννας του να του αγοράση ένα μάλλινο τζιπουνάκι, «σαν κι εκείνο που είχε χαρίσει του Γεωργάκη ο μπάρμπας του».
Θα κρύωνε, φαίνεται, πολύ κι ο καϊμένος ο Αναστασάκης. Πολλές φορές τον είχ’ ακούσει να κλαίη για ψωμί, για γλυκό, για παιχνίδι, μα για ρούχο ποτέ. Απεναντίας όσο πιο λίγα του φορούσαν, τόσο πιο ευχαριστημένος ήταν. Και δεν του άρεσε τίποτα περισσότερο παρά να τρέχη μισόγυμνος στην αυλή ή στην ταράτσα…

Βαρυχειμωνιά, τελείωσε ! Έπρεπε να πάρουμε τα μέτρα μας. Φόρεσα ένα μάλλινο τζιπούνι – εμένα η μαμά μου μου είχε πάρει, - κι είπα νανάψουν όλες τις σόμπες του σπιτιού.
Σε λίγο, καθισμένος μπροστά στο γραφείο μου και γράφοντας χωρίς να νοιώθω καθόλου το κρύο, γύριζα κάθε τόσο κι έβλεπα τη Χιονία ξαπλωμένη μέσα… στο δίσκο της σόμπας, με τη μουρίτσα της κολλημένη σχεδόν στο ζεστό μαντέμι. Δεν κρύωνε πιά ούτε αυτή.
Είχαμε βολευθεί κι οι δυό μας.
Μόνο το φασουλάκι εκείνο, ο Αναστασάκης, εξακολουθούσε να γκρινιάζη και να γυρεύη της μάννας του ένα μάλλινο τζιπουνάκι σαν του Γεωργάκη.
Κάποτε, η φτωχή γυναίκα, που μ’ όλο εκείνο το κρύο έπλενε στην αυλή του πλαϊνού, για να βγάλη το ψωμί της ημέρας της, έχασε την υπομονή. Και σα να ήταν μεγάλος ο Αναστασάκης ή σα να μιλούσε στον εαυτό της, του φώναξε :
-Κακομοίρη μου, θάπρεπε να μη φας εσύ ένα μήνα, για να σου πάρω εγώ τέτοιο τζιπουνάκι !…
Τάκουσε ο Αναστασάκης και, από τη στιγμή εκείνη έπαψε να κλαίη και να γκρινιάζη. Καθόταν όμως συλλογισμένος, αμίλητος, σκοτεινός…
Είχε περάσει έτσι καμμιά ώρα. Η μάννα του είχε ξεχάσει κιόλα τι του είχε πει. Κι άξαφνα, η βαθειά φωνή του παιδιού, της έδωσε ήσυχα-ήσυχα, σοβαρά, την απάντηση:
-Καλά. Εγώ δε θα φάω μία μήνα, για να μου αγοράσης εσύ το τζιπουνάκι.
Τα παιδιά αλλάζουν συχνά τα γένη των ονομάτων.Έτσι κι ο Αναστασάκης έκανε τώρα το μήνα θηλυκό…
Της μάννας του της ήρθε να γελάση, της ήρθε να κλάψη, μα δεν έκανε κανένα από τα δυό, ούτε του είπε λόγο. Εξακολούθησε την πλύση της ως το μεσημέρι. Τη φώναξαν τότε για να φάη στην κουζίνα. Από το φαϊ της, έβαλε λίγο σ’ ένα πιάτο για τον Αναστασάκη. Και τον φώναξε :
-Ε, συ !… κόπιασε να φας !
Ο μικρός ανέβηκε, μπήκε στην κουζίνα, έρριξε μια ματιά στο φαγάκι που τον περίμενε, μα δεν εζύγωσε στο τραπέζι.
-Έλα να φας, σου λέω !
Κι ο Αναστασάκης, με τη βαθειά του φωνή, ήσυχα - ήσυχα και σοβαρά :
-Όχι ! Δε θα φάω μία μήνα, για να μου πάρης τζιπουνάκι.
-Έλα τώρα, κουτεντέ !…
-Όχι ! μία μήνα ! Από σήμερα !
Πόσα τούκαναν, στάθηκε αδύνατο να τον πείσουν. Επιτέλους βαρέθηκαν και τον άφησαν.
-Να χαθής, πεισματάρικο ! μουρμούρισε η φτωχή μάννα.
Αλλά το φαί μύριζε ωραία κι ο Αναστασάκης κατάλαβε πως πεινούσε πολύ. Δεν μπόρεσε πιά να βαστάξη. Στην κουζίνα οι άλλοι είχαν σχεδόν αποφάει, όταν ο μικρός, μονάχος, χωρίς να του ξαναπή κανένας τίποτα, ζύγωσε το τραπέζι, κάθησε κι άρχισε να τρώη.
-Μπα; Έκαμε τότε η μάννα του, με την ψεύτικη εκείνη ειρωνία της στοργής και του πόνου. Δεν είπες πως δε θα φας μία μήνα;…
Κι ο Αναστασάκης, μπουκωμένος τώρα, μα πάντα με βαθειά φωνή, ήσυχα – ήσυχα και σοβαρά :
-Θ’ αρχίσω από αύριο. Σήμερα πεινάω…

Σας ασπάζομαι
Φαίδων 

Τρίτη, Δεκεμβρίου 10, 2013

Παπαδιαμάντης




Αλ. Παπαδιαμάντη: 

Το Xριστόψωμο



Μεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχωσι να εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν η κακή πενθερά, ως και η κακή μητρυιά. Περί μητρυιάς άλλωστε θα αποπειραθώ να διαλάβω τινά, προς εποικοδόμησιν των αναγνωστών μου.  Περί μιας κακής πενθεράς σήμερον ο λόγος.



Εις τι έπταιεν η ατυχής νέα Διαλεχτή, ούτως ωνομάζετο, θυγάτηρ του Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εις μίαν των νήσων του Αιγαίου.  Εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος;

Είχε νυμφευθή προ επταετίας, έκτοτε δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις τής έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν  άγονος. Δύο ή τρεις γύφτισσαι τής έδωκαν να φορέση περίαπτα θαυματουργά περί τας μασχάλας, ειπούσαι αυτή, ότι τούτο ήτο το μόνον μέσον, όπως γεννήση, και μάλιστα υιόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τη εδώρησεν ηγιασμένον κομβολόγιον, ειπών αυτή να το βαπτίζη και να πίνη το ύδωρ. Τα πάντα μάταια. Επί τέλους με την απελπισίαν ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως, και δεν ενόμιζεν εαυτήν ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η πενθερά της, ήτις επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγόνου διά το γήρας της. 


Είναι αληθές, ότι ο σύζυγος της Διαλεχτής ήτο το μόνον τέκνον της γραίας ταύτης, και ούτος δε συνεμερίζετο την πρόληψιν της μητρός του εναντίον της συμβίας αυτού. Αν δεν τω εγέννα η σύζυγός του, η γενεά εχάνετο. Περίεργον, δε, ότι πας Ελλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την διαιώνισιν του γένους του.

Εκάστοτε, οσάκις ο υιός της επέστρεφεν εκ του ταξιδίου του, διότι είχε βρατσέραν, και ήτο τολμηρότατος εις την ακτοπλοΐαν, η γραία Καντάκαινα ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον ωδήγει εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια, και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Και δεν έλεγε τα ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε, δεν ήτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στείρα η νύμφη της, τούτο δεν ήρκει, αλλ' ήτο άπαστρη, απασσάλωτη,  ξετσίπωτη κλπ. Όλα τα είχεν, «η ποίσα, η δείξα, η άκληρη». Ο καπετάν Καντάκης, φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τα ήκουεν όλα αυτά, η φαντασία του εφούσκωνεν, εξερχόμενος είτα συνήντα τους συναδέλφους του ναυτικούς, ήρχιζαν τα καλώς ώρισες, καλώς σας ηύρα, έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και με τριπλήν σκοτοδίνην, την εκ της θαλάσσης, την εκ της γυναικείας διαβολής και την εκ των ποτών, εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του. 


Ούτως είχον τα πράγματα μέχρι της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους 186... Ο καπετάν Καντάκης προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων, και ήλπιζεν, ότι θα εώρταζε τα Χριστούγεννα εις την οικίαν του. Αλλά τον λογαριασμόν τον έκαμνεν άνευ του ξενοδόχου, δηλ. άνευ του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος και έκλεισαν όλα τα πλοία εις τους όρμους, όπου ευρέθησαν.

Είπομεν όμως, ότι ο καπετάν Καντάκης ήτο τολμηρός περί την ακτοπλοΐαν. Περί την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων ο άνεμος εμετριάσθη ολίγον, αλλ' ουχ ήττον εξηκολούθει να πνέη. Το μεσονύκτιον πάλιν εδυνάμωσε.  Τινές ναυτικοί εν τη αγορά εστοιχημάτιζον, ότι, αφού κατέπεσεν ο Βορράς, ο καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί το μεσονύκτιον. Η σύζυγός του όμως δεν ήτο εκεί να τους ακούση και δεν τον επερίμενεν. Αύτη εδέχθη μόνο περί την εσπέραν την επίσκεψιν της πενθεράς της, ασυνήθως φιλόφρονος και μηδιώσης, ήτις τη ευχήθη το απαραίτητον «καλό δέξιμο», και διά χιλιοστήν φορά το στερεότυπον «μ' έναν καλό γυιό».

Και ου μόνον, τούτο, αλλά τη προσέφερε και εν χριστόψωμο. 
- Το ζύμωσα μοναχή μου, είπεν η θειά Καντάκαινα, με γεια να το φας.

- Θα το φυλάξω ως τα Φώτα, διά ν' αγιασθή, παρετήρησεν η νύμφη.

- Οχι, όχι, είπε μετ' αλλοκότου σπουδής η γραία, το δικό της φυλάει η κάθε
μια νοικοκυρά διά τα Φώτα, το πεσκέσι τρώγεται.

- Καλά, απήντησεν ηρέμα η Διαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις καλλίτερα. 


Η Διαλεχτή ήτο αγαθωτάτης ψυχής νέα, ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ή να υποπτεύση κακό τι. «Πώς τώπαθε η πεθερά μου και μου έφερε χριστόψωμο», είπε μόνον καθ' εαυτήν, και αφού απήλθεν η γραία εκλείσθη εις την οικίαν της και εκοιμήθη μετά τινος δεκαετούς παιδίσκης γειτονοπούλας, ήτις τη έκανε συντροφίαν, οσάκις έλειπεν ο σύζυγός της. Η Διαλεχτή εκοιμήθη πολύ ενωρίς, διότι σκοπόν είχε να υπάγη εις την εκκλησίαν περί το μεσονύκτιον.

Ο ναός δε του Αγίου Νικολάου μόλις απείχε πεντήκοντα βήματα από της οικίας της.  Περί το μεσονύκτιον εσήμαναν παρατεταμένως οι κώδωνες. Η Διαλεχτή ηγέρθη, ενεδύθη και απήλθεν εις την εκκλησίαν. Η παρακοιμωμένη αυτή κόρη ήτο συμπεφωνημένον, ότι μόνον μέχρι ου σημάνη ο όρθρος θα έμενε μετ' αυτής, όθεν αφυπνίσασα αυτήν την ωδήγησε πλησίον των αδελφών της. Αι δύο οικίαι εχωρίζοντο διά τοίχου κοινού.

Η Διαλεχτή ανήλθεν εις τον γυναικωνίτην του ναού, αλλά μόλις παρήλθεν ημίσεια ώρα και γυνή τις πτωχή και χωλή δυστυχής, ήτις υπηρέτει ως νεωκόρος της εκκλησίας, ελθούσα τη λέγει εις το ους.

- Δόσε μου το κλειδί, ήλθε ο άντρας σου.

- Ο άντρας μου! ανεφώνησεν η Διαλεχτή έκπληκτος.

Και αντί να δώση το κλειδί έσπευσε να καταβή η ιδία.
Ελθούσα εις την κλίμακα της οικίας, βλέπει τον σύζυγόν της κατάβρεκτον, αποστάζοντα ύδωρ και αφρόν.

- Είναι μισοπνιγμένος, είπε μορμυρίζων ούτος, αλλά δεν είναι τίποτε. Αντί να το ρίξωμε έξω, το καθίσαμε στα ρηχά.

- Πέσατε έξω; ανέκραξεν η Διαλεχτή.
- Oχι, δεν είναι σου λέω τίποτε. Η βρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκουρες αραγμένη και καθισμένη.

- Θέλεις ν' ανάψω φωτιά;

- Αναψε και δόσε μου ν' αλλάξω.
Η Διαλεχτή εξήγαγε εκ του κιβωτίου ενδύματα διά τον σύζυγόν της και ήναψε πυρ.

- Θέλεις κανένα ζεστό;

- Δεν μ' ωφελεί εμένα το ζεστό, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Κρασί να βγάλης.

Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του βαρελίου οίνον.

- Πώς δεν εφρόντισες να μαγειρεύσης τίποτε; είπε γογγύζων ο ναυτικός.

- Δεν σ' επερίμενα απόψε, απήντησε μετά ταπεινότητος η Διαλεχτή. Κρέας επήρα. Θέλεις να σου ψήσω πριζόλα;

- Βάλε, στα κάρβουνα, και πήγαινε συ στην εκκλησιά σου, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω κι εγώ σε λίγο.

Η Διαλεχτή έθεσε το κρέας επί της ανθρακιάς, ήτις εσχηματίσθη ήδη, και ητοιμάζετο να υπακούση εις την διαταγήν του συζύγου της, ήτις ήτο και ιδική της επιθυμία, διότι ήθελε να κοινωνήση.

Σημειωτέον ότι την φράσιν «πήγαινε συ στην εκκλησιά σου» έβαψεν ο Καντάκης διά στρυφνής χροιάς.

- Η μάννα μου δε θα τώμαθε βέβαια ότι ήλθα, παρετήρησεν αύθις ο Καντάκης.
- Εκείνη είναι στην ενορία της, απήντησεν η Διαλεχτή. Θέλεις να της παραγγείλω;

- Παράγγειλέ της να έλθη το πρωί.

Η Διαλεχτή εξήλθεν. Ο Καντάκης την ανεκάλεσεν αίφνης.

- Μα τώρα είναι τρόπος να πας εσύ στην εκκλησιά, και να με αφήσεις μόνον;

- Να μεταλάβω κι έρχομαι, απήντησεν η γυνή.

Ο Καντάκης δεν ετόλμησε ν' αντείπη τι, διότι η απάντησις θα ήτο βλασφημία. Ουχ ήττον όμως την βλασφημίαν ενδιαθέτως την επρόφερεν. 


Η Διαλεχτή εφρόντισε να στείλη αγγελιοφόρον προς την πενθεράν της, ένα δωδεκαετή παίδα της αυτής εκείνης γειτονικής οικογενείας, ης η θυγάτηρ εκοιμήθη αφ' εσπέρας πλησίον της, και επέστρεψεν εις τον ναόν.

Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο να σηκωθή και ν' ανοίξη το ερμάρι διά να λάβη άρτον, αλλ'  αριστερόθεν αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το Χριστόψωμον εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής. Το έφθασε και το έφαγεν ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατος
Περί την αυγήν, η Διαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ' εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν.

Ελθούσα αύτη προ ολίγων στιγμών τον εύρε κοκκαλωμένον και άπνουν. Επάρασα τους οφθαλμούς,  παρετήρησε την απουσίαν του Χριστοψώμου από του σανιδώματος της εστίας, και αμέσως ενόησε τα πάντα. Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμο, το οποίον η γραία στρίγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφην της. 


Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω. ουδεμία νεκροψία ενεργήθη. Ενομίσθη, ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου.

Σημειωτέον, ότι η γραία, συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν εμέμφθη την νύμφην της. Αλλά τουναντίον την υπερήσπισε κατά της κακολογίας άλλων. Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργος πενθερά και ακουσία παιδοκτόνος, δε θα ήτο πολύ ευτυχής εις το γήρας της.




- το βρήκα στο
yahoo.com -









Παρασκευή, Δεκεμβρίου 06, 2013